Θανάση Κ. Κωσταβάρα, «Η γοητεία του απλού ποιήματος ή Ταπεινή προσευχή την ώρα που βραδιάζει»
Θεέ της ποίησης και των ποιητών
χάρισέ μου ένα ποίημα.
Ένα απλό, στρογγυλό, ευανάγνωστο ποίημα.
Γιατί τα βαρέθηκα όλα αυτά τα στρυφνά και τα δύσπεπτα.
Σαν τα θολά ποτάμια περνούν, βαριά κι ακατάδεκτα πηγαίνουν στη θάλασσα.
Κι ούτε το τραγούδι του νερού ακούει κανένας
ούτε τη δροσιά χαίρεται του καθαρού ρυακιού.
Παρά μονάχα αναρωτιέται πόσο σκοτεινά είναι τα χρόνια που έρχονται
και πόσο δύσκολα ήταν πάντα τα περάσματα.
Κι έτσι παίρνει δρόμο πίσω
γυρίζει πάνω στα ταπεινά φυλλαράκια τα μάτια του
και τότε σκέφτεται πως η ζωή στο βάθος είναι ωραία
πως ακόμα κι αν είναι απελπισμένος
σκίζει σαν ένα αστραφτερό σαξόφωνο
το μαύρο ντέρτι του θανάτου, ο έρωτας.
[πηγή: Θανάσης Κ. Κωσταβάρας, Στο βάθος του χρώματος, Εκδόσεις Νεφέλη, Αθήνα 1993, σ. 43]