Λέων Κουκούλα, «Βρέχει»

Απόψε βρέχει δίχως τελειωμό
Κ’ έχω ανοιχτά της κάμαρας τα τζάμια·
Κοιτώ της πολιτείας τον παιδεμό
Κι όλα τα ρείθρα που έγιναν ποτάμια.

Και το βρεμένο χώμα μιαν οσμή
Παράξενη μου φέρνει, που με πνίγει·
Και πλημμυράνε μύρα και λυγμοί
Το σπίτι, σαν ανθρώπων που έχουν φύγει.

Μιαν ανεξήγητη έχω ταραχή,
Σα βλέπω τη βουβή δεντροστοιχία·
Γνώριμων ίσκιων, μέσα στη βροχή,
Σάμπως ν’ αργοπερνάει μια συνοδεία.

Και βρέχει, βρέχει δίχως τελειωμό
Κι ανατριχιάζω με τη γης τα ρίγη·
Νιώθω της πολιτείας τον παιδεμό
Σαν αγωνιά δική μου, που με πνίγει.

Κι όπως ακούω να πέφτει το νερό,
Τα βέλη του το χώμα να τρυπούνε,
Τα μάτια, που βασίλεψαν, θαρρώ
Απόψε τη ζωή πως νοσταλγούνε.

[πηγή: Η Χαμηλή Φωνή. Τα λυρικά μιας περασμένης εποχής στους παλιούς ρυθμούς, ανθολ. Μανόλης Αναγνωστάκης, Νεφέλη, Αθήνα 1990, σ.134-135]

εικόνα