Λαμαρτίνου, [Ταξιδιωτικές εντυπώσεις από την Ελλάδα]
6 Αυγούστου 1832
[…] Καθώς το πλοίο πλησιάζει στον κόλπο της Μεθώνης, οι ακτές της Πελοποννήσου διαγράφονται καθαρά και ξεχωρίζουν μία μία βγαίνοντας μέσα από την αιωρούμενη ομίχλη που τις τυλίγει. Αυτές οι ακτές που προκαλούν την περιφρόνηση των ταξιδιωτών, εμένα απεναντίας μου φαίνονται πολύ καλοσχεδιασμένες από τη φύση: μεγάλα περιγράμματα βουνών και κυματιστές, αρμονικές γραμμές. Με δυσκολία αποσπώ το βλέμμα μου από πάνω τους. Η σκηνή είναι άδεια, αλλά γεμίζει από το παρελθόν: η μνήμη κατοικεί τα πάντα! Αυτό το μαυριδερό σύμπλεγμα από λόφους, ακρωτήρια, κοιλάδες, που το μάτι το αγκαλιάζει ολόκληρο από δω, λες και είναι ένα μικρό νησάκι του Ωκεανού, ενώ δεν είναι παρά μια κουκίδα πάνω στο χάρτη προκάλεσε μεγαλύτερο θόρυβο, μεγαλύτερη δόξα και λάμψη, περισσότερες αρετές και εγκλήματα, από ολόκληρες ηπείρους. Αυτό το πλήθος των νησιών και των βουνών που γέννησαν σχεδόν ταυτόχρονα τον Μιλτιάδη, τον Λεωνίδα, τον Θρασύβουλο, τον Επαμεινώνδα, τον Δημοσθένη, τον Αλκιβιάδη, τον Περικλή, τον Πλάτωνα, τον Αριστείδη, τον Σωκράτη, τον Φειδία· αυτή η γη η οποία αφάνιζε τις στρατιές του Ξέρξη, δύο εκατομμύρια ψυχές, που έστελνε αποικίες στο Βυζάντιο, στην Ασία και την Αφρική, που δημιουργούσε ή ανανέωνε τις τέχνες του πνεύματος και του χεριού, και η οποία μέσα σ' ενάμιση αιώνα τις έφερε σε τέτοιο βαθμό τελειότητας ώστε να γίνουν αξεπέραστα σύμβολα· αυτή η γη της οποίας η ιστορία είναι και δική μας ιστορία, που ο Όλυμπός της είναι ακόμα ο ουρανός της φαντασίας μας· αυτή η γη από όπου ξεκίνησαν η φιλοσοφία και η ποίηση κι έφτασαν στα πέρατα του κόσμου και όπου ξαναγυρίζουν κάθε τόσο, όπως γυρίζουν τα παιδιά στο λίκνο τους: νά την λοιπόν! Κάθε κύμα με φέρνει πιο κοντά της, την αγγίζω. Καθώς ξεπροβάλλει νιώθω βαθιά συγκίνηση, που μετριάζεται όμως από το γεγονός ότι αυτές οι αναμνήσεις ξέφτισαν στο νου μου προτού να τις συλλάβει, η μνήμη μου κουράστηκε από τις αδιάκοπες επαναλήψεις. Η Ελλάδα είναι για μένα ένα βιβλίο που η ομορφιά του έχει ξεθωριάσει γιατί μας το διάβασαν σε μια ηλικία όπου δεν μπορούσαμε να το καταλάβουμε […]
Την ίδια μέρα, το βράδυ
Πλέουμε ευχάριστα μ' έναν άνεμο που μας σπρώχνει απαλά ανάμεσα στον κάβο Ματαπά και το νησί του Τσιρίγου.
Ένας έλληνας πειρατής μάς ζυγώνει την ώρα όπου η πολεμική φρεγάτα βρίσκεται μερικές λεύγες μακριά μας καταδιώκοντας ένα ύποπτο σκάφος. Το ελληνικό μπρίκι δεν απέχει παρά μόνο ένα στάδιο από το καράβι μας. Ανεβαίνουμε όλοι στο κατάστρωμα: ετοιμαζόμαστε για τη μάχη· γεμίζουμε τα κανόνια· το κατάστρωμα είναι στρωμένο με τουφέκια και πιστόλια. Ο καπετάνιος διατάζει τον κυβερνήτη του ελληνικού μπρικιού να υποχωρήσει. Εκείνος, βλέποντας στο κατάστρωμα του πλοίου μας εικοσιπέντε άντρες οπλισμένους γερά, αποφασίζει να μη διακινδυνέψει την έφοδο. Απομακρύνεται, επιστρέφει για δεύτερη φορά και αγγίζει σχεδόν το καράβι μας. Ετοιμαζόμαστε να χτυπήσουμε. Υποχωρεί και απομακρύνεται ξανά και στέκεται για ένα τέταρτο σε απόσταση βολής πιστολιού. Ισχυρίζεται πως είναι σαν και μας, ένα εμπορικό σκάφος που επιστρέφει στο Αρχιπέλαγος. Παρατηρώ το πλήρωμά του. Δεν έχω ξαναδεί ποτέ στη ζωή μου πρόσωπα όπου το έγκλημα, ο φόνος και το πλιάτσικο να έχουν αποτυπωθεί με πιο απαίσια χαρακτηριστικά. Διακρίνουμε καμιά δεκαπενταριά με είκοσι ληστές, ντυμένους με αρβανίτικα ρούχα ή με κουρέλια ευρωπαϊκής ενδυμασίας, καθισμένους, ξαπλωμένους ή να μανουβράρουν πάνω στο καράβι. Είναι όλοι τους οπλισμένοι με πιστόλια και στιλέτα με ασημένιες, σκαλιστές λαβές που αστράφτουν. Στο κατάστρωμα έχουν ανάψει φωτιά, δύο ηλικιωμένες γυναίκες ψήνουν ψάρια. Κάθε τόσο εμφανίζεται ανάμεσα σε τούτες τις μέγαιρες μία κοπέλα δεκαπέντε ώς δεκάξι ετών: ουράνιο πρόσωπο, αγγελική οπτασία μέσα στις άλλες αποτρόπαιες μορφές. Μία από τις γριές τη σπρώχνει συχνά κάτω από το κατάστρωμα· κατεβαίνει κλαίγοντας. Γίνεται καυγάς ανάμεσα σε μερικούς άντρες του πληρώματος, προφανώς γι' αυτό το θέμα: βγάζουν δύο στιλέτα και τα κραδαίνουν. Ο καπετάνιος, που καπνίζει νωχελικά το τσιμπούκι του ακουμπισμένος στην κουπαστή, ρίχνεται ανάμεσα στους δύο ληστές και ξαπλώνει τον έναν στο κατάστρωμα: τα πράγματα ηρεμούν· η νεαρή Ελληνίδα ξανανεβαίνει, σκουπίζει τα μάτια της με τις μακριές πλεξίδες της, κάθεται στη βάση του μεγάλου καταρτιού. Μία από τις γριές γονατίζει πίσω της, της χτενίζει τα μακριά μαλλιά. Ο άνεμος δροσίζει. Ο έλληνας πειρατής βάζει πλώρη για το Τσιρίγο, μέσα σε δύο λεπτά ανοίγει πανιά και σε λίγο δεν είναι πια παρά ένα άσπρο σημαδάκι στον ορίζοντα.
Το καράβι μας σταματάει για να περιμένει τη φρεγάτα, που ρίχνει έναν κανονιοβολισμό για να μας ειδοποιήσει. Ύστερα από λίγες ώρες βρίσκεται κοντά μας. Ο έλληνας πειρατής που καταδίωκε της ξέφυγε. Θα μπήκε σε κανέναν από τους απροσπέλαστους κολπίσκους της ακτής που χρησιμεύουν για καταφύγιο σε τέτοιες περιπτώσεις […]
15 Αυγούστου 1832
Δε γράφω τίποτα: η ψυχή μου είναι περίλυπη και σκυθρωπή σαν τη φριχτή χώρα που με περιβάλλει: γυμνά βράχια, κοκκινόχρωμη και μαυριδερή γη, χαμηλά σκονισμένα χαμόδεντρα, βαλτώδεις πεδιάδες όπου ο παγωμένος βοριάς σφυρίζει ακόμα και τον Αύγουστο, μέσα στις αμέτρητες καλαμιές: αυτό είναι όλο. Η γη της Ελλάδας δεν είναι πια παρά το σάβανο ενός λαού· μοιάζει με παλιό κενοτάφιο που και οι πέτρες του ακόμα σκορπίστηκαν και μαύρισαν με τους αιώνες. Πού είναι το κάλλος της πολυθρύλητης Ελλάδας; πού είναι ο χρυσαφένιος και διάφανος ουρανός της; Όλα είναι θαμπά και σκοτεινά όπως στα φαράγγια της Σαβοΐας ή της Ωβέρνης, τις τελευταίες ημέρες του φθινοπώρου. Ο δυνατός βοριάς, ο οποίος φτάνει με βουερά κύματα ώς τα βάθη του κόλπου όπου είμαστε αγκυροβολημένοι, μας εμποδίζει να φύγουμε.
[πηγή: Τρεις Γάλλοι Ρομαντικοί στην Ελλάδα, πρόλογος Παν. Μουλλάς, μτφ. Βάσω Μέντζου, Εκδόσεις Ολκός, Αθήνα 1990, σ. 31-32, 33-35 & 51]