Alphonse de Lamartine, «Η λίμνη»

Έτσι, προς νέες ακρογιαλιές πάντα λοιπόν σπρωγμένοι,
Βουλιάζοντας αγύριστα στου τάφου τη νυχτιά,
Του χρόνου μες στη θάλασσα την πολυπικραμένη,
Δε θα μπορέσουμε ούτε μια ν' αράξουμε φορά;

Ω λίμνη! μόλις έκλεισε τον κύκλο του ένας χρόνος
Και πλάι στην όχθη αυτή που πια δε θα την ξαναϊδεί,
Σε τούτη κοίτα! την πέτρα να καθήσω μόνος
Όπου να κάθεται την είχες δει μ' εμέ μαζί!

Κάτω απ' τους βράχους τους βαθιούς αυτούς έτσι βογγούσες
Στα καταξεσκισμένα τους έτσι έσπαζες πλευρά·
Έτσι με το ανεμόδαρτο το κύμα σου χτυπούσες
Τα πόδια της τα λατρευτά.

Θυμάσαι, λίμνη, πλέαμε αμίλητοι ένα βράδυ·
Μακρυά, πάνω στα κύματα, γροικιόταν μοναχά
Ο κρότος των βαρκάρηδων που μέσα στο σκοτάδι,
Τ' αρμονικά σου κύματα χτυπούσαν ρυθμικά.

Άξαφνα ήχοι κάτω εδώ πρώτη φορά ακουσμένοι,
Χυθήκαν κι αντιλάλησαν το μάγεμα οι αχτές·
Τα κύματα αφουγκράστηκαν, κ' η πολυαγαπημένη
Φωνή τις λέξεις είπε αυτές:

«Ω χρόνε! λίγο ανάκοψε το γοργοκύλισμά σου,
Και σεις, ώρες καλόβολες, γενήτε πιο αργές!
Να τις χαρούμε απ' τη βαρειά έξω άφησε τη σκιά σου
Ω θάνατε, τις μέρες μας τις πιο μεθυστικές!

Δυστυχισμένοι πλήθος κάτω εδώ σας ικετεύουν:
Τρέχετε, τρέχετε γι' αυτούς·
Ζωή και πάθια σβήνετε μαζί που τους παιδεύουν·
Τους ευτυχείς ξεχνάτε τους.

Όμως κι άλλες ανώφελα λίγες στιγμές γυρεύω,
Κυλάει και φεύγει ο χρόνος βιαστικά·
"Κάνε πιο αργό το βήμα σου", μάταια στη νύχτα λέω·
Έρχεται η αυγή και χάνεται η μαγευτική νυχτιά.

Λοιπόν απ' έρωτα η ζωή μας πάντ' ας ξεχειλίζει!
Ας μη διαβαίνει μήτε μια δίχως χαρά στιγμή.
Δεν έχεις άγκυρα, άνθρωπε, ο χρόνος δεν ποδίζει·
Κυλάει και κυλάς κ' εσύ μ' αυτόν μαζί.»

Χρόνε ζηλιάρη, γίνεται οι θείες αυτές στιγμές μας,
Την ευτυχία που ο έρωτας απλόχερα κερνά,
Να φεύγουνε μακρυά από μας, όσο κ' οι θλιβερές μας
Ημέρες φεύγουνε γοργά;

Ούτε ένα αχνάρι απ' αυτές λοιπόν δε θ' απομείνει;
Ολάκερες εφύγανε και δίχως γυρισμό;
Ο χρόνος που τις έδωσε, ο χρόνος που τις σβήνει,
Δε θα τις ξαναδώσει πιο;

Ανυπαρξία, μαύρη άβυσσο του χρόνου, περασμένα,
Αυτές που καταπίνετε τί γίνονται οι στιγμές;
Τα εξαίσια που μας κλέβετε μεθύσια μας ολοένα
Δε θα ξανάρθουνε ποτές;

Ω λίμνη! βράχοι αμίλητοι! σπηλιές! σκοτεινά δάση!
Εσείς που ο χρόνος σάς πονά ή σας ξαναγεννά,
Κράτησε την ανάμνηση, κράτησε, ωραία πλάση,
Καν, από τούτη τη νυχτιά!

Ας είναι στη γαλήνη σου και στ' αστραπόβροντά σου,
Όμορφη λίμνη, και στα πλάγια σου τα γελαστά,
Στα μαύρα σου αυτά έλατα, στ' άγρια τα βράχια αυτά σου,
Που στα γλαυκά σου κρέμονται απάνω τα νερά!

Στο αγέρι, ανατριχιάζοντας όπου περνάει, ας μένει,
Στους ήχους των αχτών σου, που τους ξαναλέγουνε οι αχτές,
Στο άστρο το ασημομέτωπο, που με νωθρές λευκαίνει
Τα κύματά σου αντιφεγγιές!

Το στέναγμα της καλαμιάς, ο αέρας που βογγάει,
Της μυρωμένης αύρας σου τα χάδια τ' αλαφρά,
Ό,τι αναπνέουμε, βλέπουμε, ό,τι το αυτί αγροικάει,
Όλα ας λένε: «Αγάπησαν!».

Ν. Εστία 1-7-1962

μτφ. Κλέων Β. Παράσχος

[πηγή: Ανθολογία της Ευρωπαϊκής και Αμερικανικής Ποιήσεως, εκλογή και επιμέλεια Κλέων Β. Παράσχος, πρόλογος Νάσος Βαγενάς, Παρουσία, Αθήνα 1999, σ. 75-78]

εικόνα