Ανδρέα Λασκαράτου, «Η Άνοιξη»

Εδώ ’ναι, εδώ ’ναι, επλάκωσε
Γυναίκες μαζοχτείτε·
Ομπρός, συναπαντήσ’ τε τη,
Ομπρός, ναν τη δεχτείτε.
Νά, νά ’ρχεται η γλυκιά Άνοιξη
Λουλουδοστολισμένη,
Απάνου σ’ ένα γάιδαρο
Αντρίκια καθισμένη.
Κι’ οπίσωθέ της τρέχουνε
Κοπάδια γκαριστάδες,
Όλοι ζουρλοί από το αίσθημα,
Όλοι ζεστοί εραστάδες.
Κλοτσούν’ τετραποδίζοντες
Και κλαίνε οχ τη χαρά τους,
Και ζωντανοί στα μάτια τους
Θωρείς τη βουρλισιά τους.
Και ολόθερμα γκαρίζοντες
Τση χάρες της πολλη-ώρα,
Τη φέρνουνε ολοτρίγυρα
Ναν τήνε ιδή όλ’ η χώρα.
Και αυτή στο δρόμο ερχόμενη,
Φυσώντας αέρα χλιόνε,
Γιομίζει ζέστα απάντεχα
Τση πόρτες του σπητιώνε.
Ώστε καψιόνει η νηόνυφη
Στο χλιούτσικο αγεράκι,
Κ’ ενδύνεται αλαφρότερο
Λινό φορεματάκι.
Και ’βγαίνει και δροσίζεται,
Και βλέπεις το αίσθημά της,
Που ακούει ναν της εδρόσισε
Ο αέρας την καρδιά της.
Αχ! Άνοιξη, γλυκιά Άνοιξη!
Συντρόφισα του νηώνε,
Ίστρε κοινέ αξεχώριστα
Σερνικοθυλικώνε!
Αν εσύ τώρα εγύριζες
Κι’ αλλού τα βήματά σου,
Πόσους στον κάμπο ακόλουθους
Ήθελε ειδείς κοντά σου!
Ναι, κ' ήθε’ ειδείς που οι γέροντες
’Σα δε ’μπορούν’ να ελθούνε,
Μένουν’ οπίσω, κι άδικα
Τους νηους κατηγορούνε.
Και δε ’θυμόντ’ όσα έκαναν
Κ’ εκείνοι στον καιρό τους,
Όντις ακούανε δύναμες
Ζεστές εις τον εαυτό τους.
Μα έτσ’ είν’… τώρα ας τ’ αφήσωμε.
Νά, ιδέτε τί κακό,
Χωριατοπούλες ώμορφες
Που κάνουνε χωρό.
Αχ, Άνοιξη, ας γυρίσωμε
Σ’ εκείνες το ποδάρι,
Μα βάστα του γαϊδάρου σου
Σφιχτά το χαλινάρι.
Νά, ιδέ τες που αγκαλιάζουνται
Η πουλιό νηότερές τους,
Κ’ αμπόνουνται, και πέφτουνε,
Και φαίνουντ’ η ωμορφιές τους.
Αχ, Άνοιξη, βιαστηόσουνε
Απάνου στο σαμάρι,
Και τράβαε του γαϊδάρου σου
Σφιχτά το χαλινάρι.
Άνοιξη, γλυκιά μου Άνοιξη,
Συντρόφισσα του νηώνε,
Ίστρε κοινέ αξεχώριστα
Σερνικοθυλικώνε!...

[πηγή: Ανδρέας Λασκαράτος, Άπαντα, τόμος δεύτερος, πρόλ. Μαρίνος Σιγούρος, εισαγ.-κριτ. ανθολογία-γλωσσ.-βιβλιογρ. Αλέκος Παπαγεωργίου, επιμ.-κατάταξη κειμένων Αντώνης Μοσχοβάκης, Εκδόσεις «Άτλας», Αθήνα 1959, σ. 495-496]

info