Federico Garcia Lorca, «Γκασέλα του ζοφερού θανάτου»

Μετ. Τ. Βαρβιτσιώτη

Τον ύπνο θέλω εγώ να κοιμηθώ των μήλων
να ξεμακρύνω από την τύρβη των κοιμητηριών.
Τον ύπνο θέλω εγώ να κοιμηθώ εκείνου του παιδιού
που επιθυμούσε μες το πέλαγο να κόψει την καρδιά του.

Δε θέλω να μου ξαναπούν πως οι νεκροί δεν χάνουν το αίμα τους:
πως το σάπιο στόμα τους νερό ζητάει ακόμα.
Δε θέλω τίποτα να μάθω για της χλόης τα μαρτύρια
μήτε για τη σελήνη που έχει στόμα του σερπετού
κι όλο δουλεύει πριν χαράξει η μέρα.

Θέλω να κοιμηθώ για μια στιγμή,
για μια στιγμή, για ένα λεφτό, για έναν αιώνα·
αλλά να μάθουν όλοι πως δεν είμαι πεθαμένος·
πως έναν σταύλο από χρυσάφι έχω στα χείλια μου,
πως είμαι ο φίλος ο μικρός του Δυτικού ανέμου·
πως είμαι των δακρύων μου η απέραντη σκιά.

Κουκούλωσέ με μ’ ένα πέπλο την αυγή
γιατί χούφτες μηρμύγκια θα μου ρίξει
και βρέξε με σκληρό νερό τα σάνδαλά μου
για να γλιστρήσει του σκορπιού της το κεντρί.

Γιατί θέλω να κοιμηθώ τον ύπνο εγώ των μήλων,
για να μάθω κάποιον θρήνο που απ’ το χώμα θα με πλύνει·
γιατί θέλω να ζήσω με το σκοτεινό εκείνο παιδί
που επιθυμούσε μες το πέλαγο να κόψει την καρδιά του.

[πηγή: Φεδερίκο Γκαρθία Λόρκα, Ανθολογία ποιημάτων, Εκδόσεις Κοροντζής, Αθήνα 2006, σ. 205 (δίγλωσση έκδοση)]

εικόνα