Μωρίς Μαίτερλινκ, Το γαλάζιο πουλί (αποσπάσματα)

ΠΡΑΞΗ ΠΡΩΤΗ

ΕΙΚΟΝΑ ΠΡΩΤΗ

Η καλύβα του ξυλοκόπου

Η σκηνή δείχνει το εσωτερικό καλύβας ξυλοκόπου, που είναι απλή, αγροτική, μα καλοσυγυρισμένη. Τζάκι με καπνοδόχο όπου σβήνει φωτιά από κούτσουρα. Σκεύη της κουζίνας, ντουλάπι, σκάφη, ρολόι με εκκρεμές, ροδάνι, βρύση κτλ. Πάνω σ' ένα τραπέζι, μια αναμμένη λάμπα. Στα πόδια του ντουλαπιού, από κάθε γωνιά του, αποκαμωμένα, κουβαριασμένα, με τη μύτη κάτω από την ουρά, ένας Σκύλος και μια Γάτα. Ανάμεσά τους, ένα κεφάλι ζάχαρη ασπρογάλαζο. Ένα στρογγυλό κλουβί κρεμασμένο στον τοίχο, κλείνει μέσα του ένα τρυγόνι. Στο βάθος, δυο παράθυρα, που τα εσωτερικά τους φύλλα είναι κλεισμένα. Κάτω απ' το 'να παράθυρο, ένα ξύλινο σκαμνί. Αριστερά, η πόρτα του σπιτιού, με χοντρό μάνταλο. Δεξιά, άλλη πόρτα. Σκάλα που οδηγεί στη σοφίτα. Ακόμα, δυο κρεβάτια παιδιάτικα, και κοντά στα προσκέφαλά τους, απάνω σε δυο καρέκλες, ρούχα καλοδιπλωμένα.

Στο άνοιγμα της αυλαίας, ο Τυλτύλ και η Μυτύλ κοιμούνται βαθιά στα κρεβατάκια τους. Η Μητέρα Τυλ τα πλησιάζει για τελευταία φορά, σκύβει απάνω τους, κοιτάζει σκεπτική μια στιγμή τον ύπνο τους και καλεί με το χέρι τον Πατέρα Τυλ, που περνάει το κεφάλι του στη μισάνοιχτη πόρτα. Η Μητέρα Τυλ βάζει το δάχτυλο στα χείλη για να του πει να σωπάσει, έπειτα βγαίνει δεξιά πατώντας στις μύτες των ποδιών της, αφού σβήσει τη λάμπα. Η σκηνή μένει σκοτεινή μια στιγμή, έπειτα ένα φως, που δυναμώνει λίγο λίγο, μπαίνει από τις χαραμάδες των παραθυρόφυλλων. Η λάμπα στο τραπέζι ξανανάβει μόνη της. Τα παιδιά φαίνονται πως ξύπνησαν και ανασηκώνονται.

ΤΥΛΤΥΛ: Μυτύλ;

ΜΥΤΥΛ: Τυλτύλ;

ΤΥΛΤΥΛ: Κοιμάσαι;

ΜΥΤΥΛ: Κι εσύ;

ΤΥΛΤΥΛ: Μα όχι, δεν κοιμάμαι, αφού σου μιλάω…

ΜΥΤΥΛ: Είναι Χριστούγεννα, ε;

ΤΥΛΤΥΛ: Όχι ακόμα. Αύριο. Μα ο Χριστούλης δε θα φέρει τίποτα φέτος…

ΜΥΤΥΛ: Γιατί;

ΤΥΛΤΥΛ: Άκουσα τη μαμά να λέει πως δεν μπόρεσε να πάει στην πόλη να τον ειδοποιήσει… Μα θα 'ρθει του χρόνου.

ΜΥΤΥΛ: Είναι μακριά ο άλλος χρόνος;

ΤΥΛΤΥΛ: Δεν είναι πάρα πολύ κοντά… Μα πηγαίνει στα πλούσια παιδιά απόψε…

ΜΥΤΥΛ: Α…

ΤΥΛΤΥΛ: Στάσου!… Η μαμά ξέχασε τη λάμπα!… Έχω μια ιδέα!…

ΜΥΤΥΛ: ;…

ΤΥΛΤΥΛ: Να σηκωθούμε…

ΜΥΤΥΛ: Απαγορεύεται…

ΤΥΛΤΥΛ: Αφού δεν είναι κανείς… Βλέπεις τα παντζούρια;…

ΜΥΤΥΛ: Ω! τί φωτεινά που είναι!…

ΤΥΛΤΥΛ: Είναι τα φώτα της γιορτής.

ΜΥΤΥΛ: Ποιας γιορτής;

ΤΥΛΤΥΛ: Αντίκρυ, στα πλουσιόπαιδα. Είναι το χριστουγεννιάτικο δέντρο. Ν' ανοίξουμε…

ΜΥΤΥΛ: Μπορούμε;

ΤΥΛΤΥΛ: Βεβαιότατα, αφού είμαστε μόνοι… Ακούς τη μουσική;… Να σηκωθούμε…

Τα δυο παιδιά σηκώνονται, τρέχουν στο ένα παράθυρο, ανεβαίνουν στο ξύλινο σκαμνί και σπρώχνουν τα παραθυρόφυλλα. Μια ζωηρή λάμψη μπαίνει στο δωμάτιο. Τα παιδιά κοιτάζουν αχόρταγα έξω.

ΤΥΛΤΥΛ: Φαίνονται όλα…

ΜΥΤΥΛ, που δεν βρίσκει καλή θέση στο σκαμνί: Δε βλέπω…

ΤΥΛΤΥΛ: Χιονίζει!… Νά δυο άμαξες μ' έξι άλογα!…

ΜΥΤΥΛ: Βγαίνουν δώδεκα αγοράκια!…

ΤΥΛΤΥΛ: Είσαι κουτή!… Είναι κοριτσάκια…

ΜΥΤΥΛ: Φοράνε πανταλόνια…

ΤΥΛΤΥΛ: Μη με σπρώχνεις έτσι!…

ΜΥΤΥΛ: Μόλις σ' άγγιξα.

ΤΥΛΤΥΛ, που πιάνει μόνος του όλο το σκαμνί: Πιάνεις όλη τη θέση!…

ΜΥΤΥΛ: Μα δεν έχω καθόλου θέση!…

ΤΥΛΤΥΛ: Σώπα, λοιπόν, φαίνεται το δέντρο!…

ΜΥΤΥΛ: Ποιο δέντρο;…

ΤΥΛΤΥΛ: Το χριστουγεννιάτικο δέντρο!… Μα τον τοίχο βλέπεις;…

ΜΥΤΥΛ: Τον τοίχο βλέπω, γιατί δεν έχω θέση…

ΤΥΛΤΥΛ, αφήνοντάς της φιλάργυρα μια θέση στο σκαμνί: Νά!… Σου φτάνει;… Έχεις την καλύτερη θέση. Πόσα φώτα!… πόσα φώτα!…

ΜΥΤΥΛ: Μα τί κάνουν και γίνεται τέτοια φασαρία;

ΤΥΛΤΥΛ: Παίζουν μουσική.

ΜΥΤΥΛ: Μήπως είναι θυμωμένοι;…

ΤΥΛΤΥΛ: Όχι, μα έχουν κουραστεί…

ΜΥΤΥΛ: Ακόμα έν' αμάξι μ' άσπρα άλογα!…

ΤΥΛΤΥΛ: Επιτέλους, κοίταζε και σώπα.

ΜΥΤΥΛ: Τ' είναι κείνα τα χρυσά που κρέμονται μες στα κλαδιά;…

ΤΥΛΤΥΛ: Μα τα παιχνίδια, Θεέ μου! Σπαθιά, τουφέκια, στρατιώτες, κανόνια…

ΜΥΤΥΛ: Πες μου, δεν έχουνε βάλει και κούκλες;

ΤΥΛΤΥΛ: Κούκλες;… Αυτές είναι πάρα πολύ κουτές. Δεν τους διασκεδάζουν…

ΜΥΤΥΛ: Και γύρω στο τραπέζι, τί είναι όλα αυτά;…

ΤΥΛΤΥΛ: Γλυκά, φρούτα, τούρτες με κρέμα…

ΜΥΤΥΛ: Έφαγα μια φορά, σαν ήμουν μικρή…

ΤΥΛΤΥΛ: Κι εγώ. Είναι πιο νόστιμα απ' το ψωμί, αλλά δίναν πολύ λίγα.

ΜΥΤΥΛ: Αυτοί δεν έχουν λίγα… Το τραπέζι τους είναι γεμάτο… Θα τα φάνε όλα;

ΤΥΛΤΥΛ: Και βέβαια. Τί θα τα κάνουν;…

ΜΥΤΥΛ: Γιατί δεν τα τρώνε αμέσως;…

ΤΥΛΤΥΛ: Γιατί δεν πεινάνε…

ΜΥΤΥΛ, έκπληκτη: Δεν πεινάνε;… Γιατί;…

ΤΥΛΤΥΛ: Γιατί τρώνε όταν θέλουν…

ΜΥΤΥΛ, λιγόπιστη: Κάθε μέρα;

ΤΥΛΤΥΛ: Σου το είπα…

ΜΥΤΥΛ: Θα τα φάνε όλα; Δε θα δώσουν και σε κανέναν άλλον;

ΤΥΛΤΥΛ: Σε ποιον;…

ΜΥΤΥΛ: Σε μας.

ΤΥΛΤΥΛ: Δε μας γνωρίζουν…

ΜΥΤΥΛ: Αν τους ζητούσαμε;…

ΤΥΛΤΥΛ: Αυτό δε γίνεται.

ΜΥΤΥΛ: Γιατί;

ΤΥΛΤΥΛ: Γιατί απαγορεύεται.

ΜΥΤΥΛ, χτυπώντας τα χέρια της: Ω! τί ωραία που είναι!…

ΤΥΛΤΥΛ, ενθουσιασμένος: Κι όλο γελάνε, κι όλο γελάνε!…

ΜΥΤΥΛ: Κι οι μικροί χορεύουν!…

ΤΥΛΤΥΛ: Να χορέψουμε κι εμείς!

Χτυπούνε από χαρά τα πόδια τους στο σκαμνί.

ΜΥΤΥΛ: Α! τί διασκεδαστικό που είναι!…

ΤΥΛΤΥΛ: Τους δίνουν τα γλυκά!… Έχουν το δικαίωμα να τ' αγγίζουν. Και τρώνε! Τρώνε! Τρώνε!

ΜΥΤΥΛ: Ακόμα κι οι πιο μικροί! Έχει ο καθένας δύο, τρία, τέσσερα!…

ΤΥΛΤΥΛ, μεθυσμένος από χαρά: Ω!… τί καλά!… τί καλά!…

ΜΥΤΥΛ, λογαριάζοντας φανταστικά γλυκά: Εγώ πήρα δώδεκα!…

ΤΥΛΤΥΛ: Κι εγώ τέσσερις φορές δώδεκα!… Μα θα σου δώσω κι εσένα.

Χτυπάνε την πόρτα της καλύβας.

ΤΥΛΤΥΛ, ξαφνικά ήρεμος αλλά και τρομαγμένος: Ποιος είναι;

ΜΥΤΥΛ, φοβισμένη: Ο μπαμπάς.

Επειδή αργούν ν' ανοίξουν, το χοντρό μάνταλο σηκώνεται μόνο του τρίζοντας. Η πόρτα μισανοίγει και μπαίνει μια γριούλα στα πράσινα ντυμένη και με κόκκινη σκούφια στο κεφάλι. Είναι καμπούρα, κουτσή και μονόφθαλμη. Η μύτη και το πηγούνι της συναντιούνται και περπατάει ακουμπισμένη σ' ένα μπαστούνι. Μπορεί να είναι μια νεράιδα.

ΝΕΡΑΪΔΑ: Μην έχετε εδώ το χόρτο που τραγουδάει ή το γαλάζιο πουλί;

ΤΥΛΤΥΛ: Έχουμε χόρτο, μα δεν τραγουδάει…

ΜΥΤΥΛ: Ο Τυλτύλ έχει ένα πουλί.

ΤΥΛΤΥΛ: Μα δεν μπορώ να το δώσω…

ΝΕΡΑΪΔΑ: Γιατί;…

ΤΥΛΤΥΛ: Γιατί είναι δικό μου.

ΝΕΡΑΪΔΑ: Δίκιο έχεις, βέβαια. Πού είναι αυτό το πουλί;…

ΤΥΛΤΥΛ, δείχνοντας το κλουβί: Στο κλουβί…

ΝΕΡΑΪΔΑ, βάζοντας τα γυαλιά της για να καλοκοιτάξει το πουλί: Δεν το θέλω. Δεν είναι αρκετά γαλάζιο. Πρέπει να πάτε να μου φέρετε εκείνο που χρειάζομαι.

ΤΥΛΤΥΛ: Μα δεν ξέρω πού είναι…

ΝΕΡΑΪΔΑ: Ούτε κι εγώ. Γι' αυτό πρέπει να ψάξετε να το βρείτε. Στην ανάγκη, μπορεί ν' αφήσω το χόρτο που τραγουδάει. Μα μου χρειάζεται χωρίς άλλο το γαλάζιο πουλί. Για τη μικρή μου κόρη που είναι πολύ άρρωστη.

ΤΥΛΤΥΛ: Τί έχει;

ΝΕΡΑΪΔΑ: Δεν ξέρουμε καλά καλά τί έχει. Μα θα γινόταν ευτυχισμένη.

ΤΥΛΤΥΛ: Α!…

ΝΕΡΑΪΔΑ: Ξέρετε ποια είμαι;…

ΤΥΛΤΥΛ: Μοιάζετε λίγο της γειτόνισσάς μας, της κυρίας Μπερλενγκώ…

ΝΕΡΑΪΔΑ, θυμώνοντας ξαφνικά: Καθόλου… καμιά σχέση… αηδίες… Είμαι η Νεράιδα Μπερυλύνα…

ΤΥΛΤΥΛ: Α! πολύ καλά…

ΝΕΡΑΪΔΑ: Πρέπει να φύγετε αμέσως.

ΤΥΛΤΥΛ: Θα 'ρθείτε μαζί μας;…

ΝΕΡΑΪΔΑ: Δε γίνεται, γιατί έβαλα τη σούπα μου στη φωτιά σήμερα το πρωί, και ξεχειλίζει όταν λείπω περισσότερο από μια ώρα… (Δείχνοντας πότε το ταβάνι, πότε την καμινάδα και πότε το παράθυρο). Από πού θέλετε να βγείτε, από δω, από κει ή από κει;…

ΤΥΛΤΥΛ, δείχνοντας δειλά την πόρτα: Θα προτιμούσα από κει…

ΝΕΡΑΪΔΑ, θυμώνοντας πάλι άξαφνα: Αδύνατο, είναι κακή συνήθεια!… (Δείχνοντας το παράθυρο). Θα βγούμε από κει… Ωραία!… Τί περιμένετε;… Ντυθείτε αμέσως… (Τα παιδιά υπακούουν και ντύνονται στη στιγμή). Θα βοηθήσω τη Μύτυλ…

ΤΥΛΤΥΛ: Δεν έχουμε παπούτσια…

ΝΕΡΑΪΔΑ: Δεν πειράζει, θα σας δώσω εγώ ένα θαυμάσιο καπελάκι. Πού είναι οι γονείς σας;…

ΤΥΛΤΥΛ, δείχνει την πόρτα, δεξιά: Εκεί πέρα. Κοιμούνται…

ΝΕΡΑΪΔΑ: Κι ο παππούς σας κι η γιαγιά σας;

ΤΥΛΤΥΛ: Έχουν πεθάνει…

ΝΕΡΑΪΔΑ: Και τ' αδελφάκια σας κι οι αδελφούλες σας; Έχετε αδελφάκια;

ΤΥΛΤΥΛ: Μάλιστα, μάλιστα έχουμε. Τρεις μικρούς αδελφούς…

ΜΥΤΥΛ: Και τέσσερις μικρές αδελφές…

ΝΕΡΑΪΔΑ: Πού είναι;

ΤΥΛΤΥΛ: Έχουν πεθάνει κι αυτοί…

ΝΕΡΑΪΔΑ: Θέλετε να τους ξαναδείτε;

ΤΥΛΤΥΛ: Α, ναι, ναι! Τώρα αμέσως… Να μας τους δείξετε!…

ΝΕΡΑΪΔΑ: Δεν τους έχω στην τσέπη μου… Μα όλα θα πάνε θαυμάσια. Θα τους ξαναδείτε περνώντας από τη Χώρα των Αναμνήσεων. Είναι στο δρόμο του Γαλάζιου Πουλιού. Αμέσως αριστερά, έπειτ' από το τρίτο σταυροδρόμι. Τί κάνατε όταν χτύπησα;…

ΤΥΛΤΥΛ: Παίζαμε τρώγοντας γλυκά.

ΝΕΡΑΪΔΑ: Έχετε γλυκά; Πού είναι;

ΤΥΛΤΥΛ: Στο πλουσιόσπιτο… Ελάτε να δείτε, είναι τόσο ωραία!… (Τραβάει τη Νεράιδα στο παράθυρο).

ΝΕΡΑΪΔΑ, στο παράθυρο: Μα εκείνοι τρώνε!…

ΤΥΛΤΥΛ: Ναι, αλλ' αφού τα βλέπουμε όλα…

ΝΕΡΑΪΔΑ: Δεν τους ζηλεύεις;

ΤΥΛΤΥΛ: Γιατί;…

ΝΕΡΑΪΔΑ: Αφού τα τρώνε όλα; Βρίσκω πως έχουν μεγάλο άδικο που δεν σου δίνουν…

ΤΥΛΤΥΛ: Μα όχι, αυτοί είναι πλούσιοι… Ε; τί ωραία που είναι στο σπίτι τους!…

ΝΕΡΑΪΔΑ: Το σπίτι τους δεν είναι πιο ωραίο απ' το δικό σου.

ΤΥΛΤΥΛ: Ε!… Το δικό μας είναι πιο σκοτεινό, πιο μικρό χωρίς γλυκά…

ΝΕΡΑΪΔΑ: Είναι ολωσδιόλου το ίδιο! Έτσι σου φαίνεται, γιατί δεν βλέπεις…

ΤΥΛΤΥΛ: Μα, ναι, βλέπω πολύ καλά, κι έχω πολύ καλά μάτια. Διαβάζω την ώρα στο ρολόι της εκκλησιάς, που δεν το βλέπει ο μπαμπάς…

ΝΕΡΑΪΔΑ, θυμώνοντας ξαφνικά: Σου λέω πως δεν βλέπεις καλά! Πώς με βλέπεις εμένα; Πώς είμαι φτιαγμένη; (Σιωπή του Τυλτύλ, γεμάτη στενοχώρια). Λοιπόν, θα μου πεις; Για να καταλάβω αν βλέπεις… Είμαι όμορφη ή άσκημη;… (Σιωπή). Δε θέλεις ν' αποκριθείς;… Είμαι νέα ή γριά;… Είμαι ρόδινη ή κίτρινη;… Μήπως έχω καμπούρα;…

ΤΥΛΤΥΛ, συμβιβαστικός: Όχι, όχι, δεν είναι μεγάλη…

ΝΕΡΑΪΔΑ: Μα ναι, από το ύφος σου θα πίστευα πως είναι πελώρια… Έχω μύτη αγκιστρωτή και το αριστερό μάτι βγαλμένο;…

ΤΥΛΤΥΛ: Όχι, όχι, δεν λέω… Ποιος το 'βγαλε;…

ΝΕΡΑΪΔΑ, όλο και πιο θυμωμένη: Μα δεν είναι βγαλμένο!… Αυθάδη! Ελεεινέ!… Είναι πιο ωραίο από το άλλο. Είναι πιο μεγάλο, πιο καθαρό, είναι γαλανό σαν τον ουρανό… Και τα μαλλιά μου, τα βλέπεις; Είναι ξανθά σαν τα στάχυα, θα 'λεγα σαν από καθαρό χρυσάφι!… Κι έχω τόσα που μου βαραίνουν το κεφάλι… Βγαίνουν από παντού… Τα βλέπεις στα χέρια μου;… (Του δείχνει δυο αραιές τούφες από γκρίζα μαλλιά).

ΤΥΛΤΥΛ: Ναι, βλέπω λίγα…

ΝΕΡΑΪΔΑ, αγανακτισμένη: Λίγα!… Ολόκληρα δεμάτια! Αγκαλιές! Τούφες! Κύματα χρυσάφι!… Ξέρω πως μερικοί λένε πως δεν βλέπουν τίποτε. Μα εσύ δεν πιστεύω να είσαι από τους κακούς αυτούς τυφλούς. Έτσι;…

ΤΥΛΤΥΛ: Όχι, όχι, βλέπω όσα δεν είναι κρυμμένα…

ΝΕΡΑΪΔΑ: Μα πρέπει να δεις και τ' άλλα με την ίδια τόλμη!… Περίεργο πράμα οι άνθρωποι… Από τότε που πέθαναν οι νεράιδες, δεν βλέπουν πια καθόλου και δεν το καταλαβαίνουν… Ευτυχώς που έχω πάντα μαζί μου ό,τι χρειάζεται για να ξανανάβω τα σβησμένα μάτια… Τί βγάζω από το σακούλι μου;…

ΤΥΛΤΥΛ: Ω! τί ωραίο πράσινο καπελάκι… Τί λάμπει έτσι πάνω στην κονκάρδα;

ΝΕΡΑΪΔΑ: Είναι το μεγάλο διαμάντι που σε κάνει να βλέπεις…

ΤΥΛΤΥΛ: Α!…

ΝΕΡΑΪΔΑ: Ναι· όταν φορούν αυτό το καπέλο, γυρίζουν λίγο το Διαμάντι: δεξιά αριστερά, ας πούμε, νά, έτσι, βλέπεις;… Ακουμπάει τότε σ' ένα φούσκωμα του κεφαλιού, που κανείς δεν το ξέρει, και σου ανοίγει τα μάτια…

ΤΥΛΤΥΛ: Δεν κάνει κακό;…

ΝΕΡΑΪΔΑ: Απεναντίας… Είναι η μαγική δύναμη… Βλέπεις στη στιγμή εκείνο που είναι μέσα στα πράγματα. Την ψυχή του ψωμιού, του κρασιού, του πιπεριού…

ΤΥΛΤΥΛ: Βλέπουν και την ψυχή της ζάχαρης;…

ΝΕΡΑΪΔΑ, θυμώνοντας: Ούτε συζήτηση… Δε μ' αρέσουν οι ανώφελες ερωτήσεις… Η ψυχή της ζάχαρης δεν αξίζει περισσότερο από την ψυχή του πιπεριού… Νά, σας δίνω ό,τι έχω για να σας βοηθήσω στην αναζήτηση του Γαλάζιου Πουλιού… Ξέρω πως το Δαχτυλίδι που σε κάνει αόρατο ή το Φτερωτό Χαλί θα σας ήταν πιο χρήσιμα… Μα έχασα το κλειδί του ντουλαπιού που τα 'χω κρύψει… Κόντεψα να το ξεχάσω… (Δείχνοντας το Διαμάντι) Όταν το κρατάς έτσι, βλέπεις, το γυρίζεις λίγο ακόμα και ξαναβλέπεις το Παρελθόν… Το γυρίζεις ακόμα λίγο και βλέπεις το Μέλλον… Είναι περίεργο και πραχτικό και δεν κάνει θόρυβο…

ΤΥΛΤΥΛ: Ο μπαμπάς θα μου το πάρει…

ΝΕΡΑΪΔΑ: Δε θα το δει. Κανείς δεν μπορεί να το δει όσο είναι στο κεφάλι σου… Θέλεις να το δοκιμάσεις;… (Βάζει στο κεφάλι του Τυλτύλ το πράσινο καπελάκι). Τώρα γύρισε το Διαμάντι. Ένα γύρο κι έπειτα…

Μόλις ο Τυλτύλ γύρισε το Διαμάντι, μια ξαφνική και θαυμάσια αλλαγή γίνεται σε όλα. Η γριά νεράιδα μεταμορφώνεται αμέσως σε εξαίσια, όμορφη πριγκίπισσα. Οι πέτρες που είναι χτισμένοι οι τοίχοι της καλύβας λάμπουν, γίνονται γαλάζιες και διαφανείς σαν ζαφείρια, αστράφτουν σαν τις πιο πολύτιμες πέτρες. Η φτωχή επίπλωση παίρνει ζωή και λαμποκοπάει. Το ξύλινο άσπρο τραπέζι γίνεται επιβλητικό και μεγαλόπρεπο σαν μαρμάρινο, η πλάκα του ρολογιού κλείνει το μάτι και γελάει με χάρη, ενώ η πίσω πόρτα μισανοίγει κι αφήνει να μπουν οι Ώρες, που, χεροπιασμένες και γελώντας δυνατά, αρχίζουν να χορεύουν στους ήχους γλυκιάς μουσικής. Δικαιολογημένα τρομαγμένος ο Τυλτύλ φωνάζει δείχνοντας τις Ώρες.

ΤΥΛΤΥΛ: Ποιες είν' οι όμορφες αυτές κυρίες;…

ΝΕΡΑΪΔΑ: Μη φοβάσαι. Είναι οι ώρες της ζωής σου, πολύ ευτυχισμένες επειδή είναι μια στιγμή ελεύθερες και ορατές…

ΤΥΛΤΥΛ: Και οι τοίχοι γιατί λάμπουν έτσι;… Είναι από ζάχαρη ή από πολύτιμες πέτρες;…

ΝΕΡΑΪΔΑ: Όλες οι πέτρες είναι όμοιες, όλες οι πέτρες είναι πολύτιμες· μα ο άνθρωπος δεν βλέπει πως μερικές…

Όσο μιλούν έτσι, η νεραϊδοπομπή εξακολουθεί και συμπληρώνεται. Οι ψυχές των Ψωμιών, με μαγιό χρώματος κόρας ψωμιού, ζαλισμένες και πουδραρισμένες με αλεύρι, ξεπετάγονται και χοροπηδάνε γύρω στο τραπέζι όπου ενώνονται με τη Φωτιά, που βγήκε από το τζάκι με μαγιό θειαφί και ζωηρό κόκκινο και ακολουθεί, λιγωμένη στα γέλια.

ΤΥΛΤΥΛ: Τί είναι αυτά τα άσχημα ανθρωπάκια;…

ΝΕΡΑΪΔΑ: Τίποτα το σπουδαίο. Είναι οι ψυχές των Ψωμιών που με την ευκαιρία της βασιλείας της Αλήθειας βγαίνουν από το ζυμωτήρι όπου βρίσκονται η μια πάνω στην άλλη…

ΤΥΛΤΥΛ: Κι ο μεγάλος κόκκινος διάβολος που μυρίζει άσκημα;…

ΝΕΡΑΪΔΑ: Σουτ!… Μη μιλάς πάρα πολύ δυνατά, είναι η Φωτιά. Έχει κακό χαρακτήρα…

Ο διάλογος αυτός δεν σταματάει τη νεραϊδοπομπή. Ο Σκύλος κι η Γάτα, κουλουριασμένοι στα πόδια του ντουλαπιού, ρίχνοντας μαζί δυνατή κραυγή, χάνονται μέσα σε μια καταπαχτή και στη θέση τους βγαίνουν δυο πρόσωπα, που το ένα φοράει μάσκα μπουλντόγκ και τ' άλλο κεφάλι γάτας. Αμέσως ο ανθρωπάκος με τη μάσκα του μπουλντόγκ —που από τώρα θα τον λέμε ο Σκύλος— τρέχει στον Τυλτύλ, τον φιλά δυνατά και τον γεμίζει με ορμητικά χάδια, όλο φασαρία, ενώ η γυναικούλα με τη μάσκα της Γάτας —που από δω και πέρα θα τη λέμε απλούστερα η Γάτα— χτενίζει τα μαλλιά της, πλένει τα χέρια της και γυαλίζει τα μουστάκια της, πριν πλησιάσει τη Μυτύλ.

Ο ΣΚΥΛΟΣ, γαβγίζοντας, πηδώντας, αναποδογυρίζοντας τα πάντα, ανυπόφορος: Θεούλη μου! Καλημέρα! Καλημέρα θεούλη μου!… Επιτέλους, επιτέλους μπορώ να μιλώ!… Είχα τόσα να σου πω!… Άδικα γάβγιζα και κούναγα την ουρά μου!… Δεν καταλάβαινες… Μα τώρα!… Καλημέρα! Καλημέρα!… Σ' αγαπώ!… Σ' αγαπώ!… Θέλεις να κάνω κάτι εκπληχτικό;… Θέλεις να κάνω τον όμορφο;… Θέλεις να σταθώ σούζα ή να χορέψω με το σκοινί;…

ΤΥΛΤΥΛ, στη Νεράιδα: Ποιος είναι ο κύριος αυτός με το σκυλίσιο κεφάλι;…

ΝΕΡΑΪΔΑ: Μα δε βλέπεις λοιπόν;… Είναι η ψυχή του Τυλώ που λευτέρωσες…

Η ΓΑΤΑ, πλησιάζοντας τη Μυτύλ και δίνοντάς της το χέρι επίσημα και επιφυλακτικά: Καλημέρα σας, δεσποινίς… Τί όμορφη που είστε σήμερα το πρωί!…

ΜΥΤΥΛ: Καλημέρα κυρία… (στη νεράιδα) Ποια είναι;…

ΝΕΡΑΪΔΑ: Είν' εύκολο να το δεις. Είναι η ψυχή της Τυλέτας, σου δίνει το χέρι της… Φίλησέ την…

ΣΚΥΛΟΣ, σπρώχνοντας τη Γάτα: Κι εγώ!… Φιλώ το θεούλη!… Φιλώ τη μικρούλα!… Τους φιλώ όλους!… Ωραία!… Να γλεντήσουμε!… Θα τρομάξω την Τυλέτα!… Ου! Ου! Ου!

ΓΑΤΑ: Κύριε, δεν σας γνωρίζω…

ΝΕΡΑΪΔΑ, φοβερίζοντας τον σκύλο με το ραβδί της: Εσύ, να καθίσεις ήσυχος. Αλλιώς, θα γυρίσεις στη σιωπή ώς το τέλος του χρόνου…

Ωστόσο, η νεραϊδοπομπή εξακολουθεί το δρόμο της: το Ροδάνι αρχίζει να γυρίζει με ιλιγγιώδη ταχύτητα στη γωνιά του, σκορπίζοντας λαμπρές φωτεινές αχτίδες. Η Βρύση, στην άλλη γωνιά, τραγουδάει με φωνή σιγανά διαπεραστική και γίνεται φωτεινή βρύση, πλημμυρίζοντας το νεροχύτη με κομμάτια από μαργαριτάρια και σμαράγδια, κι απ' αυτά ξεπετιέται η ψυχή του Νερού, όμοια με κοπέλα καταβρεγμένη, αναμαλλιάρα και πηγαίνει ακράτητη να χτυπηθεί με τη Φωτιά.

ΤΥΛΤΥΛ: Κι η βρεμένη κυρία;

ΝΕΡΑΪΔΑ: Μη φοβάσαι, είναι το Νερό που βγαίνει από το ρουμπινέτο…

Η Γαλατιέρα αναποδογυρίζεται, πέφτει από το τραπέζι, σπάει στο πάτωμα. Από το χυμένο γάλα υψώνεται ένας μεγάλος όγκος, άσπρος και ντροπαλός, που φαίνεται να τα φοβάται όλα…

ΤΥΛΤΥΛ: Και η κυρία με το πουκάμισο που φοβάται;…

ΝΕΡΑΪΔΑ: Είναι το Γάλα που έσπασε το δοχείο του…

Το κεφάλι η Ζάχαρη στα πόδια του ντουλαπιού μεγαλώνει, απλώνεται, και σκίζει τη χαρτοσακούλα της, απ' όπου βγαίνει ένα γλυκό και υποκριτικό πράμα, ντυμένο με ασπρογάλαζο πανωφόρι, και γελώντας πλατιά, προχωρεί στη Μυτύλ.

ΜΥΤΥΛ, ανήσυχη: Τί θέλει;

ΝΕΡΑΪΔΑ: Μα είναι η ψυχή της Ζάχαρης!…

ΜΥΤΥΛ, ησυχασμένη: Έχει ζαχαρωτά;…

ΝΕΡΑΪΔΑ: Στις τσέπες της δεν έχει και τίποτ' άλλο από αυτά, και κάθε της δάχτυλο είναι και ένα κομμάτι ζάχαρη…

Η Λάμπα πέφτει απ' το τραπέζι, και μόλις πέσει, η φλόγα της υψώνεται και γίνεται φωτεινή παρθένα με ασύγκριτη ομορφιά. Είναι ντυμένη με μακριά πέπλα διάφανα και θαμπωτικά και στέκεται ακίνητη σαν σε έκσταση.

ΤΥΛΤΥΛ: Η Βασίλισσα!

ΜΥΤΥΛ: Η Παναγία!…

ΝΕΡΑΪΔΑ: Όχι, παιδιά μου, είναι το Φως…

Ωστόσο, οι κατσαρόλες μες στο φως γυρίζουν σαν ολλαντέζικες σβούρες, το ντουλάπι σπάζει τα θυρόφυλλά του κι αρχίζει ένα μαγευτικό ξετύλιγμα πανιών με ηλιοφεγγαρίσιο χρώμα, όπου ανακατεύονται το ίδιο λαμπερές κορδέλες και κουρελάκια που κατεβαίνουν από τη σκάλα της σοφίτας. Μα νά που τρεις δυνατοί χτύποι ακούγονται στην πόρτα, δεξιά.

ΤΥΛΤΥΛ, τρομαγμένος: Ο μπαμπάς!… Μας άκουσε!…

ΝΕΡΑΪΔΑ: Γύρισε το Διαμάντι!… Απ' τα αριστερά στα δεξιά!… (Ο Τυλτύλ γυρίζει γρήγορα το διαμάντι). Όχι τόσο γρήγορα!… Θεέ μου!… Είναι πολύ αργά!… Το γύρισες πολύ απότομα. Δεν έχουν πια καιρό να ξαναπάρουν τις θέσεις τους και θα 'χουμε πολλές φασαρίες… (Η Νεράιδα ξαναγίνεται γριά, οι τοίχοι της καλύβας χάνουν τις λάμψεις τους, οι Ώρες ξαναγυρίζουν στο ρολόι, το Ροδάνι σταματάει κτλ. Μα μέσα στη γενική βιάση και στη σύγχυση, ενώ η Φωτιά τρέχει τρελά γύρω στο δωμάτιο αναζητώντας το τζάκι, ένα από τα Ψωμάκια που δεν μπόρεσε να ξαναβρει τη θέση του στη σκάφη, ξεσπάει σε λυγμούς και τρομερά μουγκρητά) Τί τρέχει;…

ΤΟ ΨΩΜΑΚΙ, με δάκρυα: Δεν έχει πια θέση στη σκάφη!…

ΝΕΡΑΪΔΑ, σκύβοντας στη σκάφη: Μα βέβαια, βέβαια. (Σπρώχνοντας τ' άλλα ψωμιά, που έχουν ξαναπάρει την πρώτη τους θέση). Εμπρός, γρήγορα, ταχτοποιηθείτε…

Χτυπούν ακόμη την πόρτα.

ΨΩΜΑΚΙ, τρομαγμένο, μάταια προσπαθώντας να μπει στη σκάφη: Δε γίνεται τίποτα!… Θα με φάει πρώτο!…

ΣΚΥΛΟΣ, πηδώντας γύρω στον Τυλτύλ: Θεούλη μου!… Είμαι ακόμα εδώ!… Μπορώ ακόμα και μιλώ!… Μπορώ ακόμα να σε φιλώ!… Ακόμα! Ακόμα! Ακόμα!…

ΝΕΡΑΪΔΑ: Πώς, κι εσύ; Είσαι δω ακόμα;

ΣΚΥΛΟΣ: Είμαι τυχερός βλέπεις… Δεν μπόρεσα να γυρίσω στη σιωπή. Η καταπαχτή ξανάκλεισε πάρα πολύ γρήγορα…

ΓΑΤΑ: Κι η δική μου… Τί θα γίνει τώρα;… Κινδυνεύουμε;…

ΝΕΡΑΪΔΑ: Θεέ μου, πρέπει να σας πω την αλήθεια: όσοι θα συντροφέψουν τα δυο παιδιά, θα πεθάνουν στο τέλος του ταξιδιού…

ΓΑΤΑ: Κι όσοι δεν τα συντροφέψουν;…

ΝΕΡΑΪΔΑ: Θα ζήσουν λίγες στιγμές ακόμα.

ΓΑΤΑ, στο Σκύλο: Έλα να μπούμε μέσα στην καταπακτή…

ΣΚΥΛΟΣ: Όχι, όχι!… Δε θέλω!… θέλω ν' ακολουθήσω το θεούλη μου!… θέλω να του μιλώ όλη την ώρα!…

ΓΑΤΑ: Ανόητε!…

Χτυπούν ακόμη στην πόρτα.

ΨΩΜΙ, κλαίγοντας με καφτά δάκρυα: Δε θέλω να πεθάνω στο τέλος του ταξιδιού!… Θέλω να ξαναμπώ αμέσως στη σκάφη…

Η ΦΩΤΙΑ, που δεν έπαψε να τρέχει σαν αστραπή μες στο δωμάτιο ρίχνοντας σφυρίγματα αγωνίας: Δε βρίσκω πια το τζάκι μου!…

ΤΟ ΝΕΡΟ, που μάταια προσπαθεί να μπει στο ρουμπινέτο: Δεν μπορώ πια να ξαναμπώ στο ρουμπινέτο!…

Η ΖΑΧΑΡΗ, που κουνιέται γύρω από τη χαρτοσακούλα: Έσκισα τη χαρτοσακούλα μου!…

ΤΟ ΓΑΛΑ, κιτρινισμένο και ντροπαλό: Έσπασα το δοχείο μου!…

ΝΕΡΑΪΔΑ: Είναι ανόητοι Θεέ μου!… Είναι ανόητοι και δειλοί!… Θα προτιμούσατε να ζείτε ακόμα μέσα στα παλιόκουτά σας, στις καταπαχτές σας και στα ρουμπινέτα σας παρά ν' ακολουθήσετε τα παιδιά που πηγαίνουν να βρουν το Πουλί;…

ΟΛΟΙ, εκτός από το Σκύλο και το Φως: Ναι!, ναι! Αμέσως!… Το ρουμπινέτο μου!… Το ζυμωτήρι μου!… Το τζάκι μου!… Την καταπαχτή μου!…

ΝΕΡΑΪΔΑ, στη Φωτιά, που κοιτάζει βυθισμένη σε ρεμβασμό τα κομμάτια της λάμπας της: Κι εσύ, Φωτιά, τί λες;

ΦΩΤΙΑ: Θ' ακολουθήσω τα παιδιά…

ΣΚΥΛΟΣ, ουρλιάζοντας από χαρά: Και γω! Και γω!

ΝΕΡΑΪΔΑ: Ναι αυτό είναι το καλύτερο. Άλλωστε, είναι πάρα πολύ αργά για να ξαναγυρίσετε. Δεν μπορείτε πια να διαλέξετε, θα φύγετε όλοι μαζί μας… Μα, εσύ, Φωτιά, μην πλησιάζεις κανέναν, εσύ, Σκύλε, μην πειράζεις τη Γάτα, και εσύ, Νερό, τράβα ίσια και κοίτα να μην κυλάς παντού…

Δυνατοί χτύποι ακούγονται πάντα στην πόρτα δεξιά.

ΤΥΛΤΥΛ, ακούγοντας: Είναι πάλι ο μπαμπάς… Αυτή τη φορά σηκώνεται, τον ακούω να περπατάει…

ΝΕΡΑΪΔΑ: Θα βγούμε από το παράθυρο… Θα 'ρθείτε όλοι στο σπίτι μου, όπου θα ντύσω ανάλογα τα ζώα και τα πράγματα… (Στο Ψωμί) Εσύ, Ψωμί, πάρε το κλουβί που θα βάλουμε το Γαλάζιο Πουλί… Θα το φυλάς… Γρήγορα, γρήγορα, μη χάνουμε καιρό…

Το παράθυρο πλαταίνει απότομα σαν πόρτα. Βγαίνουν όλοι· έπειτα το παράθυρο παίρνει το πρώτο του σχήμα και κλείνεται ήσυχα ήσυχα. Το δωμάτιο ξαναγίνεται σκοτεινό και τα δύο κρεβατάκια βυθίζονται στη σκιά. Η πόρτα δεξιά μισανοίγει και στο μισάνοιγμα φαίνονται τα κεφάλια του Πατέρα και της Μητέρας Τυλ.

ΠΑΤΕΡΑΣ ΤΥΛ: Δεν είναι τίποτα… Το τριζόνι τραγουδάει…

ΜΗΤΕΡΑ ΤΥΛ: Τα βλέπεις;…

ΠΑΤΕΡΑΣ ΤΥΛ: Βέβαια. Κοιμούνται ήσυχα.

ΜΗΤΕΡΑ ΤΥΛ: Τ' ακούω που ανασαίνουν…

Η πόρτα ξανακλείνει.

Αυλαία

[...]

ΠΡΑΞΗ ΕΚΤΗ

ΕΙΚΟΝΑ ΕΝΔΕΚΑΤΗ

Ο αποχαιρετισμός

Η σκηνή δείχνει έναν τοίχο με μια πορτούλα. Ξημερώματα.

Μπαίνουν ο Τυλτύλ, η Μυτύλ, το Φως, το Ψωμί, η Ζάχαρη, η Φωτιά και το Γάλα.

ΦΩΣ: Δε θα μάντεψες πού είμαστε…

ΤΥΛΤΥΛ: Βεβαιότατα όχι, Φως, αφού δεν ξέρω…

ΦΩΣ: Δεν αναγνωρίζεις αυτόν τον τοίχο κι αυτή την πορτούλα;…

ΤΥΛΤΥΛ: Ένας κόκκινος τοίχος και μια πράσινη πορτούλα…

ΦΩΣ: Δε σου θυμίζουν τίποτα;

ΤΥΛΤΥΛ: Θυμάμαι πως ο Χρόνος μάς πέταξε έξω…

ΦΩΣ: Τί παράξενοι που είμαστε όταν ονειρευόμαστε… Δεν αναγνωρίζουμε το ίδιο μας το χέρι.

ΤΥΛΤΥΛ: Ποιος ονειρεύεται;… Μήπως εγώ;…

ΦΩΣ: Ίσως εγώ!… Ποιος ξέρει!… Όπως κι αν είναι, ο τοίχος αυτός πάει γύρω γύρω από ένα σπίτι που το 'χεις δει πάρα πολλές φορές από τότε που γεννήθηκες…

ΤΥΛΤΥΛ: Σπίτι που το 'χω δει πάρα πολλές φορές;

ΦΩΣ: Ναι, μικρέ αποκοιμισμένε!… Είναι το σπίτι που αφήσαμε ένα βράδυ, ακριβώς εδώ κι ένα χρόνο…

ΤΥΛΤΥΛ: Πέρασε ακριβώς ένας χρόνος;… Μα τότε;…

ΦΩΣ: Μην ανοίγεις τα μάτια σου σαν ζαφειρένιες σπηλιές… Αυτό είναι, το καλό πατρικό σου σπίτι…

ΤΥΛΤΥΛ, πλησιάζοντας στην πόρτα: Να το πιστέψω… Αλήθεια… Νομίζω… Αυτή η πορτούλα… Αναγνωρίζω την μπετούγια… Είν' εδώ;… Είμαστε κοντά στη μαμά μου;… Θέλω να μπω αμέσως μέσα.. Θέλω να τη φιλήσω αμέσως!…

ΦΩΣ: Μια στιγμή… Κοιμούνται βαθιά. Δεν πρέπει να τους ξυπνήσουμε απότομα… Έπειτα, η πόρτα δε θ' ανοίξει παρά όταν χτυπήσει η ώρα…

ΤΥΛΤΥΛ: Ποια ώρα;… Θα περιμένουμε πολύ;…

ΦΩΣ: Αλίμονο, όχι!… Λίγα λεπτά ακόμα…

ΤΥΛΤΥΛ: Δεν είσαι ευτυχισμένο που ξαναγυρίζεις;… Τί έχεις λοιπόν, Φως, είσαι ωχρό, φαίνεσαι άρρωστο…

ΦΩΣ: Τίποτα, παιδί μου… Είμαι λιγάκι λυπημένο, γιατί θα σας αφήσω…

ΤΥΛΤΥΛ: Θα μας αφήσεις;…

ΦΩΣ: Πρέπει… Δεν έχω να κάνω πια τίποτα εδώ. Ο χρόνος συμπληρώθηκε, η Νεράιδα θα ξανάρθει και θα σου ζητήσει το Γαλάζιο Πουλί…

ΤΥΛΤΥΛ: Μα, δεν το έχω το Γαλάζιο Πουλί… Το Πουλί της Ανάμνησης έγινε κατάμαυρο, του Μέλλοντος κατακόκκινο, τα Πουλιά της Νύχτας ψόφησαν, και δεν μπόρεσα να πάρω το Πουλί του Δάσους. Είναι λάθος μου αν αλλάζουν χρώμα, αν ψοφάνε ή αν φεύγουν ξαφνικά;… Θα θυμώσει η Νεράιδα, και τί θα πει;…

ΦΩΣ: Εμείς εκάναμε ό,τι μπορούσαμε… Πρέπει να πιστέψουμε πως δεν υπάρχει το Γαλάζιο Πουλί. Ή πως αλλάζει χρώμα όταν το βάζουμε σε κλουβί…

ΤΥΛΤΥΛ: Πού είναι το κλουβί;…

ΨΩΜΙ: Εδώ, κύριέ μου… Το εμπιστευτήκατε στην καλή φροντίδα μου όσο κράτησε το μακρινό κι επικίνδυνο αυτό ταξίδι. Σήμερα που τελείωσε η αποστολή μου, σας το δίνω πίσω άθικτο και καλά κλεισμένο, όπως το πήρα… (Σα ρήτορας που παίρνει το λόγο) Τώρα εξονόματος όλων, ας μου επιτραπεί να προσθέσω λίγα λόγια…

ΦΩΤΙΑ: Δεν έχει το λόγο!…

ΝΕΡΟ: Σιωπή!…

ΨΩΜΙ: Οι κακόβουλες διακοπές περιφρονημένου εχθρού και φθονερού αντιπάλου… (Υψώνοντας τη φωνή) δε θα μ' εμποδίσουν να εκπληρώσω το χρέος μου ώς το τέλος… Εξ ονόματος όλων λοιπόν…

ΦΩΤΙΑ: Όχι κι από μέρους μου… Έχω γλώσσα!…

ΨΩΜΙ: Εξ ονόματος όλων, λοιπόν, και με συγκίνηση συγκρατημένη, μα αληθινή και βαθιά, αποχαιρετώ τα δυο παιδιά, που η υψηλή τους αποστολή τελειώνει σήμερα. Και τα αποχαιρετώ μ' όλη τη λύπη κι όλη την τρυφερότητά μου, που…

ΤΥΛΤΥΛ: Πώς;… Μας αποχαιρετάς… Μας φεύγεις και εσύ;…

ΨΩΜΙ: Αλίμονο! Πρέπει… Σας αφήνω, αλήθεια. Μα ο χωρισμός δεν θα 'ναι παρά φαινομενικός. Βέβαια, δεν θ' ακούσετε πια τη φωνή μου…

ΦΩΤΙΑ: Αυτό δεν θα είναι δυσάρεστο!…

ΝΕΡΟ: Σιωπή!…

ΨΩΜΙ, πολύ ευγενικά: Εμένα αυτό δεν με πειράζει καθόλου… Θα έλεγα: δεν θα μ' ακούτε πια, δεν θα με βλέπετε πια με την έμψυχη μορφή μου… Τα μάτια σας θα κλείσουν για την αόρατη ζωή των πραγμάτων. Μα πάντα θα είμαι εδώ, στη σκάφη, στην τάβλα, στο τραπέζι, δίπλα στη σούπα, εγώ που είμαι, τολμώ να πω, ο πιο πιστός ομοτράπεζος κι ο πιο παλιός φίλος του Ανθρώπου…

ΦΩΤΙΑ: Καλά, κι εγώ;…

ΦΩΣ: Εμπρός, η ώρα περνάει, κοντεύει η ώρα να χτυπήσει και θα ξαναγυρίσει στη σιωπή… Φιλήστε γρήγορα τα παιδιά…

ΦΩΤΙΑ, βιαστική: Εγώ πρώτα, πρώτα εγώ!… (Φιλάει δυνατά τα παιδιά) Αντίο, Τυλτύλ και Μυτύλ!… Αντίο, αγαπητά μου παιδιά… Θυμηθείτε με αν χρειαστείτε ποτέ κανέναν να βάλει κάπου φωτιά.

ΜΥΤΥΛ: Άι! Άι!… Μ' έκαψε!…

ΤΥΛΤΥΛ: Άι! Άι!… Μου πύρωσε τη μύτη!…

ΦΩΣ: Εμπρός, Φωτιά, μετριάστε λίγο τους ενθουσιασμούς σας… Δεν έχετε δουλειά στο τζάκι σας;…

ΝΕΡΟ: Τί βλάκας!

ΨΩΜΙ: Είναι κακομαθημένη!…

ΝΕΡΟ, πλησιάζοντας τα παιδιά: Θα σας φιλήσω τρυφερά, χωρίς να σας πειράξω, παιδιά μου…

ΦΩΤΙΑ: Φυλαχτείτε, βρέχει!…

ΝΕΡΟ: Είμαι αγαπητό και γλυκό. Είμαι καλό για τους ανθρώπους…

ΦΩΤΙΑ: Και για τους πνιγμένους;…

ΝΕΡΟ: Ν' αγαπάτε πολύ τις Πηγές, ν' ακούτε τα Ποταμάκια… Θα 'μαι πάντα εκεί…

ΦΩΤΙΑ: Έχει πλημμυρίσει τα πάντα!…

ΝΕΡΟ: Όταν θα καθόσαστε, το βράδυ, γύρω στις μικρές βρύσες (είναι περισσότερες από μία εδώ, στο δάσος), προσπαθείτε να καταλαβαίνετε τί θέλουν να πουν… Δεν μπορώ πια… Τα δάκρυα με πνίγουν και μ' εμποδίζουν να μιλήσω…

ΦΩΤΙΑ: Τα δάκρυά σου δεν φαίνονται!…

ΝΕΡΟ: Να με θυμόσαστε όταν θα βλέπετε στην μποτίλια… Θα με βρείτε και στη στάμνα και στο ποτιστήρι και στη στέρνα και στο ρουμπινέτο…

ΖΑΧΑΡΗ, με φυσική και γλυκιά υποκρισία: Αν μένει καμιά θεσούλα στη μνήμη σας, να θυμόσαστε πως κάπου κάπου η παρουσία μου ήταν γλυκιά… Δεν μπορώ να σας πω περισσότερα. Τα δάκρυα δεν ταιριάζουν στην ιδιοσυγκρασία μου και μου κάνουν κακό όταν πέφτουν στα πόδια μου…

ΨΩΜΙ: Ιησουίτισσα!…

ΦΩΤΙΑ, τσιρίζει: Σορόπι! Μπομπόνια! Καραμέλες!…

ΤΥΛΤΥΛ: Μα η Τυλέτα κι ο Τυλώ πού πήγαν;… Τί κάνουν;…

Την ίδια στιγμή ακούγονται τσιριχτές φωνές της Γάτας.

ΜΥΤΥΛ, φοβισμένη: Η Τυλέτα κλαίει!… Τη χτυπάνε!…

Μπαίνει τρεχάτη η Γάτα, με τις τρίχες ανασηκωμένες, ξεχτένιστη, με τα ρούχα σκισμένα και κρατώντας μαντήλι στο μάγουλό της, σαν να της πονούν τα δόντια της. Αναστενάζει άγρια και χτυπιέται από το Σκύλο, που είναι πολύ κοντά της, με κουτουλιές, γροθιές και κλωτσιές.

ΣΚΥΛΟΣ, χτυπώντας τη Γάτα: Νά!… Σου φτάνουν;… Θες κι άλλες;… Νά! Νά! Νά!…

ΤΟ ΦΩΣ, Ο ΤΥΛΤΥΛ ΚΙ Η ΜΥΤΥΛ, τρέχουν να τους χωρίσουν: Τυλώ!… Τρελάθηκες;… Κάτω!… Φύγε!… Να μη σε ξαναδούμε!… Στάσου! Στάσου!…

Τους χωρίζουν γρήγορα.

ΦΩΣ: Τί είναι;… Τί έγινε;…

ΓΑΤΑ, κάνοντας πως κλαίει και σκουπίζοντας τα μάτια της: Αυτός, Φως… Μ' έβρισε, έβαλε καρφιά στη σούπα μου, μου τράβηξε την ουρά, με σκότωσε στο ξύλο, χωρίς να 'χω κάνει τίποτα, μα τίποτα, τίποτα!…

ΣΚΥΛΟΣ, τη μιμείται: Τίποτα, μα τίποτα!… (Σιγά, μουντζώνοντάς την) Το ίδιο κάνει, τις έφαγες, τις έφαγες για τα καλά, και θα τις φας ακόμα!…

ΜΥΤΥΛ, σφίγγοντας τη Γάτα στην αγκαλιά της: Φτωχή μου Τυλέτα, πες μου πού πονάς… Θα κλάψω κι εγώ μαζί σου!…

ΦΩΣ, στο Σκύλο, σοβαρά: Η διαγωγή σας είναι ακόμα πιο ανάρμοστη, επειδή διαλέξατε να μας δώσετε το λυπηρό αυτό θέαμα τη στιγμή αυτή, που μόνη της είναι αρκετά θλιβερή, αφού θα χωριστούμε απ' αυτά τα παιδάκια…

ΣΚΥΛΟΣ, ξεθυμώνοντας απότομα: Θα χωριστούμε από τα παιδάκια;

ΦΩΣ: Ναι, η ώρα που ξέρετε θα σημάνει σε λίγο… Θα ξαναγυρίσουμε στη Σιωπή… Δε θα μπορούμε πια να τους μιλάμε…

ΣΚΥΛΟΣ, φωνάζοντας ξαφνικά, μ' αληθινή απελπισία και πέφτοντας πάνω στα παιδιά, που τα γεμίζει με βίαια και πολλά χάδια: Όχι, όχι! Δε θέλω!… Θα μιλάω πάντα!… Θα με καταλαβαίνεις τώρα, θεούλη μου, δεν είν' έτσι;… Ναι, ναι, ναι!… Και θα σου τα λέω όλα, όλα, όλα!… Και θα είμαι πολύ φρόνιμος!… Και θα μάθω να διαβάζω, να γράφω και να παίζω ντόμινο!… Και θα είμαι πάντα πολύ καθαρός… Και δεν θα κλέψω πια τίποτ' από την κουζίνα… Θέλεις να κάνω κάτι εκπληκτικό;… Θέλεις να φιλήσω τη Γάτα;…

ΜΥΤΥΛ, στη Γάτα: Κι εσύ, Τυλέτα;… Δεν έχεις να πεις τίποτα;…

ΓΑΤΑ, πειραχτική, αινιγματική: Σας αγαπώ και τους δυο, όσο αξίζετε…

ΦΩΣ: Τώρα με τη σειρά μου κι εγώ, σας δίνω, παιδιά μου, το τελευταίο φιλί…

Ο ΤΥΛΤΥΛ ΚΑΙ Η ΜΥΤΥΛ, κρεμιούνται πάνω στο Φως: Όχι, όχι, όχι, Φως!… Μείν' εδώ μαζί μας!… Ο μπαμπάς δεν θα 'χει αντίρρηση… Θα πούμε στη μαμά πως ήσουνα καλό μαζί μας…

ΦΩΣ: Αλίμονο! Δεν μπορώ… Η πόρτα αυτή είναι κλειστή για μας και πρέπει να σας αφήσω…

ΤΥΛΤΥΛ: Πού πας ολομόναχο;…

ΦΩΣ: Όχι πολύ μακριά, παιδιά μου. Εκεί κάτω, στη χώρα της Σιωπής των Πραγμάτων…

ΤΥΛΤΥΛ: Όχι, όχι! Δε θέλω… Θα 'ρθουμε μαζί σου… θα πω στη μαμά…

ΦΩΣ: Μην κλαίτε, αγαπητά μου παιδιά… Δεν έχω φωνή, όπως το Νερό. Έχω μόνο τη λάμψη μου, που ο Άνθρωπος δεν την καταλαβαίνει καθόλου… Μα θα τον προστατεύω ώς το τέλος των ημερών του… Να θυμόσαστε πως εγώ σας μιλάω μέσα σε κάθε φεγγαραχτίδα, σε κάθε άστρο που χαμογελάει, σε κάθε αυγή που ανατέλλει, σε κάθε λάμπα που ανάβει, σε κάθε καλή και φωτεινή σκέψη της ψυχής σας… (Χτυπάνε οχτώ πίσω από τον τοίχο) Ακούτε!… Η ώρα σημαίνει… Αντίο!… Η πόρτα ανοίγει!… Περάστε, περάστε, περάστε!…

Σπρώχνει τα παιδιά στο άνοιγμα της πορτούλας που μισάνοιξε και ξανάκλεισε. Το Ψωμί σκουπίζει ένα κρυφό δάκρυ, η Ζάχαρη, το Νερό, κλαίγοντας, φεύγουν τρεχάτοι και χάνονται δεξιά κι αριστερά, στα παρασκήνια. Ουρλιάσματα του Σκύλου σε μια από τις γωνιές του βάθους. Η σκηνή μένει μια στιγμή άδεια, έπειτα το σκηνικό που δείχνει τον τοίχο της πορτούλας ανοίγει στη μέση, για να δείξει την τελευταία εικόνα.

ΕΙΚΟΝΑ ΔΩΔΕΚΑΤΗ

Το ξύπνημα

Το ίδιο εσωτερικό όπως στην πρώτη εικόνα, μα όλα, οι τοίχοι, η ατμόσφαιρα, φαίνονται ασύγκριτα, νεραϊδικά, πιο φρέσκα, πιο γελαστά, πιο ευτυχισμένα. Το φως της ημέρας μπαίνει χαρούμενα απ' όλες τις χαραμάδες των κλειστών παραθυρόφυλλλων.

Δεξιά στο βάθος της σκηνής, στα κρεβατάκια τους, ο Τυλτύλ και η Μυτύλ κοιμούνται βαθιά. Η Γάτα, ο Σκύλος και τα Πράγματα είναι στη θέση που είχαν στην πρώτη εικόνα, πριν έρθει η Νεράιδα. Μπαίνει η Μητέρα Τυλ.

ΜΗΤΕΡΑ ΤΥΛ, με φωνή χαρούμενα επιτιμητική: Εμπρός, εμπρός τεμπελάκηδες!… Δεν ντρέπεστε; Χτύπησαν οχτώ, ο ήλιος είναι πιο ψηλά από το δάσος! Θεέ μου!… Ας κοιμούνται, ας κοιμούνται!… (Σκύβει και φιλάει τα παιδιά) Είναι ροδοκόκκινα… Ο Τυλτύλ μυρίζει λεβάντα κι η Μυτύλ πασχαλιά… (Τα φιλάει πάλι) Τί καλά να 'χεις παιδιά!!… Δεν μπορούν ωστόσο να κοιμούνται ώς το μεσημέρι… Δεν πρέπει να κάνουμε τεμπέληδες… Έπειτα, ο πολύς ύπνος δεν κάνει καλό στην υγεία… (Κουνώντας σιγά τον Τυλτύλ) Έλα, έλα, Τυλτύλ!…

ΤΥΛΤΥΛ, ξυπνώντας: Τί είναι;… Το Φως;… Πού είναι;… Όχι, όχι μη φεύγεις…

ΜΗΤΕΡΑ ΤΥΛ: Το Φως;… Μα και βέβαια, εδώ είναι… Δεν κάνει άσχημο καιρό… Λάμπει σαν μεσημέρι, μόλο που τα παραθυρόφυλλα είναι κλειστά… Περίμενε λίγο να τ' ανοίξω… (Σπρώχνει τα παραθυρόφυλλα. Η εκτυφλωτική λάμψη της καλής ημέρας πλημμυρίζει το δωμάτιο) Κοίταξέ τον! Ζαλισμένος είσαι; Τί έχεις;

ΤΥΛΤΥΛ, τρίβοντας τα μάτια του: Μαμά, μαμά!… Εσύ είσαι!…

ΜΗΤΕΡΑ ΤΥΛ: Μα ναι, εγώ είμαι… Δεν άλλαξα πρόσωπο τη νύχτα… Τί έπαθες και με κοιτάζεις έτσι;… Μην είναι η μύτη μου ανάποδα;…

ΤΥΛΤΥΛ: Ω! τί καλά που σε ξαναβλέπω!… Έχει περάσει τόσος καιρός, τόσος καιρός!… Πρέπει να σε φιλήσω αμέσως… Ακόμα, ακόμα, ακόμα!… Αλλά τί καλό που είναι το κρεβατάκι μου!… Είμαι στο σπίτι μας!…

ΜΗΤΕΡΑ ΤΥΛ: Τί έχεις;… Μήπως δεν ξύπνησες ακόμα;… Μην είσαι άρρωστος;… Έλα, δείξε μου τη γλώσσα σου… Εμπρός, σήκω και ντύσου…

ΤΥΛΤΥΛ: Στάσου… είμαι με το πουκάμισο!…

ΜΗΤΕΡΑ ΤΥΛ: Καλά, φόρεσε το πανταλόνι σου και την μπλούζα σου… Εκεί είναι, στην καρέκλα…

ΤΥΛΤΥΛ: Έτσι έκανα όλο μου το ταξίδι;…

ΜΗΤΕΡΑ ΤΥΛ: Ποιο ταξίδι;…

ΤΥΛΤΥΛ: Πέρσι, σου λέω…

ΜΗΤΕΡΑ ΤΥΛ: Πέρσι;…

ΤΥΛΤΥΛ: Ναι σου λέω… Τα Χριστούγεννα, όταν έφυγα…

ΜΗΤΕΡΑ ΤΥΛ: Όταν έφυγες;… Μα δε βγήκες από την κάμαρα… Σ' έβαλα στο κρεβάτι σου χτες το βράδυ και σε ξαναβρίσκω σήμερα το πρωί… Τα ονειρεύτηκες όλα αυτά;…

ΤΥΛΤΥΛ: Μα δεν καταλαβαίνεις!… Πέρσι, όταν έφυγα με τη Μυτύλ, με τη Νεράιδα, με το Φως (το Φως είναι καλό), με το Ψωμί, τη Ζάχαρη, το Νερό, τη Φωτιά. Μάλωναν όλη την ώρα… Στενοχωρέθηκες πολύ;… Κι ο μπαμπάς τί είπε; … Δεν μπορούσα ν' αρνηθώ… Άφησα ένα γραμματάκι που εξηγούσε…

ΜΗΤΕΡΑ ΤΥΛ: Καλέ, τί μου ψέλνεις εδώ;… Σίγουρα είσαι άρρωστος ή κοιμάσαι ακόμα… (Τον σπρώχνει με στοργή) Έλα, ξύπνα… Είσαι καλύτερα τώρα;…

ΤΥΛΤΥΛ: Μαμά, σε βεβαιώνω… Εσύ κοιμάσαι ακόμα…

ΜΗΤΕΡΑ ΤΥΛ: Πώς! Κοιμάμαι ακόμα;… Είμαι στο πόδι από τις έξι… Έκανα όλο το συγύρισμα κι άναψα τη φωτιά…

ΤΥΛΤΥΛ: Μα ρώτησε τη Μυτύλ αν είν' αλήθεια όλ' αυτά… Είχαμε μια περιπέτεια, μια περιπέτεια!…

ΜΗΤΕΡΑ ΤΥΛ: Πώς, κι η Μυτύλ;…

ΤΥΛΤΥΛ: Ήταν μαζί μου… Ξαναείδαμε τον παπού και τη γιαγιά…

ΜΗΤΕΡΑ ΤΥΛ, τρομάζονται όλο και περισσότερο: Τον παπού και τη γιαγιά;…

ΤΥΛΤΥΛ: Ναι, στη Χώρα των Αναμνήσεων… Ήταν στο δρόμο μας… Πέθαναν, μα είναι καλά… Η γιαγιά μας έκανε μια ωραία τούρτα με δαμάσκηνα. Κι έπειτα τ' αδελφάκια μας, ο Ροβέρτος, ο Γιάννης, η σβούρα του, η Μανταλένα κι η Πετρούλα, η Παυλίνα και η Ρικέτη…

ΜΥΤΥΛ: Η Ρικέτη περπατάει με τα τέσσερα.

ΤΥΛΤΥΛ: Κι η Παυλίνα έχει ακόμα την ελιά στη μύτη της…

ΜΥΤΥΛ: Σε είδαμε και σένα χτες το βράδυ.

ΜΗΤΕΡΑ ΤΥΛ: Χτες το βράδυ; Δεν είναι παράξενο, αφού εγώ σ' έβαλα στο κρεβάτι.

ΤΥΛΤΥΛ: Όχι, όχι, στο περιβόλι των Ευτυχιών, ήσουνα πολύ πολύ πιο ωραία, μα έμοιαζες κιόλας…

ΜΗΤΕΡΑ ΤΥΛ: Το περιβόλι των Ευτυχιών;… Δεν το ξέρω.

ΤΥΛΤΥΛ, κοιτάζοντας σκεπτικός, έπειτα φιλώντας την: Ναι ήσουνα πιο ωραία, μα έτσι σε προτιμώ.

ΜΥΤΥΛ, φιλώντας τη κι αυτή: Κι εγώ, κι εγώ…

ΜΗΤΕΡΑ ΤΥΛ, τρυφερή, μα πάρα πολύ ανήσυχη: Θεέ μου! Τί έχουν;… Θα χάσω κι αυτά σαν τα άλλα!… (Απότομα τρομάζει και φωνάζει) Πατέρα Τυλ! Έλα, έλα, τα μικρά είναι άρρωστα!…

Μπαίνει ο Πατέρας Τυλ, πολύ ήσυχος, μ' ένα τσεκούρι στο χέρι.

ΠΑΤΕΡΑΣ ΤΥΛ: Τί τρέχει;…

Ο ΤΥΛΤΥΛ ΚΑΙ Η ΜΥΤΥΛ, τρέχουν χαρούμενα να φιλήσουν τον πατέρα τους: Ο μπαμπάς, ο μπαμπάς!… Είναι ο μπαμπάς!… Καλημέρα μπαμπά!… Πήγαν καλά οι δουλειές φέτος;…

ΠΑΤΕΡΑΣ ΤΥΛ: Τί;… Τί είναι;… Δε φαίνονται άρρωστα· το δείχνει το προσωπάκι τους…

ΜΗΤΕΡΑ ΤΥΛ, με δάκρυα στα μάτια: Μην ησυχάζεις… Κι εκείνα ήταν μια χαρά ώς το τέλος. Κι έπειτα ο καλός Θεός τα πήρε… Δεν ξέρω τί έχουν... Τα 'βαλα στα κρεβάτια τους ήσυχα ήσυχα χτες το βράδυ. Και σήμερα το πρωί, όταν ξύπνησαν, είναι σ' αυτή την κατάσταση… Δεν ξέρουν πια τί λένε. Μιλάνε για κάποιο ταξίδι. Είδαν το Φως, τον παπού, τη γιαγιά που πέθαναν, μα είναι καλά…

ΤΥΛΤΥΛ: Μα ο παπούς έχει πάντα το ξύλινο πόδι του…

ΜΥΤΥΛ: Κι η γιαγιά τους ρευματισμούς της…

ΜΗΤΕΡΑ ΤΥΛ: Ακούς;… Τρέχα για γιατρό!…

ΠΑΤΕΡΑΣ ΤΥΛ: Όχι, όχι… Δεν είναι τόσο άρρωστα. Τελοσπάντων, θα δούμε. (Χτυπούν στην πόρτα του πόρτα) Εμπρός!…

Μπαίνει η Γειτόνισσα, μια γριούλα που μοιάζει με τη Νεράιδα της πρώτης πράξης και περπατάει ακουμπώντας σ' ένα μπαστούνι.

ΓΕΙΤΟΝΙΣΣΑ: Καλημέρα και χρόνια πολλά!

ΤΥΛΤΥΛ: Η Νεράιδα Μπερυλύνα!

ΓΕΙΤΟΝΙΣΣΑ: Έρχομαι να σας ζητήσω λίγη φωτιά για τη γιορτινή μου σούπα… Έχει ψύχρα σήμερα το πρωί… Καλημέρα παιδιά, είσαστε καλά;…

ΤΥΛΤΥΛ: Κυρία Νεράιδα Μπερυλύνα, δεν βρήκα το Γαλάζιο Πουλί…

ΓΕΙΤΟΝΙΣΣΑ: Τί λέει;…

ΜΗΤΕΡΑ ΤΥΛ: Μη με ρωτάς, κυρά Μπερλενγκώ. Δεν ξέρουν πια τί λένε… Έτσι είναι από τη στιγμή που ξύπνησαν. Θα φάγαν κάτι βλαβερό…

ΓΕΙΤΟΝΙΣΣΑ: Τυλτύλ, δεν γνωρίζεις την κυρά Μπερλενγκώ, τη γειτόνισσά σας;…

ΤΥΛΤΥΛ: Και βέβαια σας γνωρίζω… Είσαστε η Νεράιδα Μπερυλύνα… Δε μας έχετε θυμώσει;

ΓΕΙΤΟΝΙΣΣΑ: Μπερυ… τί;…

ΤΥΛΤΥΛ: Μπερυλύνα.

ΓΕΙΤΟΝΙΣΣΑ: Μπερλενγκώ, πες το, Μπερλεγκώ…

ΤΥΛΤΥΛ: Μπερυλύνα, Μπερλενγκώ, όπως θέλετε, κυρία. Μα η Μυτύλ που ξέρει καλά, καλύτερα…

ΜΗΤΕΡΑ ΤΥΛ: Νά το χειρότερο: κι η Μυτύλ έτσι είναι.

ΠΑΤΕΡΑΣ ΤΥΛ: Μπα, μπα!… Θα τους περάσει· άμα τους δώσω λίγες μπατσίτσες…

ΓΕΙΤΟΝΙΣΣΑ: Αφήστε, δεν αξίζει τον κόπο… Καταλαβαίνω· είναι λίγο ονειροπαρμένα… Θα κοιμήθηκα σε φεγγαραχτίδα… Η κορούλα μου, που είναι πολύ άρρωστη, συχνά κάνει έτσι.

ΜΗΤΕΡΑ ΤΥΛ: Αλήθεια, πώς είναι η μικρή σου;…

ΓΕΙΤΟΝΙΣΣΑ: Έτσι κι έτσι… δεν μπορεί να σηκωθεί… Ο γιατρός είπε πως τα νεύρα της… Κι ίσα ίσα που ξέρω εκείνο που θα τη γιάτρευε. Μου το ζήταγε και σήμερα το πρωί, για χριστουγεννιάτικο δώρο. Έχει μιαν ιδέα…

ΜΗΤΕΡΑ ΤΥΛ: Ναι, ξέρω, πάντα το πουλάκι του Τυλτύλ… Λοιπόν, Τυλτύλ, δε θα το δώσεις επιτέλους στην καημένη τη μικρούλα;…

ΤΥΛΤΥΛ: Τί μαμά;…

ΜΗΤΕΡΑ ΤΥΛ: Το πουλάκι σου… Τί να το κάνεις εσύ… Ούτε το κοιτάζεις πια. Η καημενούλα πεθαίνει γι' αυτό από τόσον καιρό!…

ΤΥΛΤΥΛ: Αλήθεια, το πουλάκι μου… πού είναι;… Α! νά το κλουβί!… Μυτύλ, βλέπεις το κλουβί;… Είν' εκείνο που είχε το Ψωμί… Ναι, ναι ίδιο κι απαράλλαχτο. Μα είναι μόνο ένα πουλί… Το 'φαγε το άλλο;… Κοίτα, κοίτα!… Είναι γαλάζιο!… Είναι το τρυγόνι μου!… Είναι πολύ πιο γαλάζιο απ' ό,τι ήταν όταν έφυγα!… Είναι το Γαλάζιο Πουλί που ζητούσαμε!… Πήγαμε τόσο μακριά, κι αυτό ήταν εδώ!… Α! αυτό είναι εκπληκτικό!… Μυτύλ, το βλέπεις το πουλί;… Τί θα 'λεγε το Φως; Θα ξεκρεμάσω το κλουβί… (Ανεβαίνει σε μια καρέκλα, ξεκρεμάει το κλουβί και το φέρνει στη Γειτόνισσα) Ορίστε, κυρία Μπερλενγκώ… Ακόμα δεν είναι εντελώς γαλάζιο, θα γίνει, θα δείτε… Μα πηγαίνετέ το γρήγορα στη μικρή σας…

ΓΕΙΤΟΝΙΣΣΑ: Αλήθεια;… Μου το δίνεις έτσι, αμέσως και χωρίς αντάλλαγμα;… Θεέ μου!… Πόσο θα ευχαριστηθεί!… (Φιλώντας τον Τυλτύλ) Πρέπει να σε φιλήσω!… Φεύγω!… Φεύγω…

ΤΥΛΤΥΛ: Τρέξτε, τρέξτε γρήγορα… Πολλά απ' αυτά τα πουλιά αλλάζουν χρώμα…

ΓΕΙΤΟΝΙΣΣΑ: Θα ξανάρθω να σας πω τί θα πει…

ΤΥΛΤΥΛ, αφού κοιτάξει πρώτα πολλήν ώρα γύρω του: Μπαμπά, μαμά… Τί κάνατε στο σπίτι;… Το ίδιο είναι, μα είναι πιο ωραίο…

ΠΑΤΕΡΑΣ ΤΥΛ: Πώς είναι πιο ωραίο;…

ΤΥΛΤΥΛ: Ναι, όλα είναι ξαναβαμμένα, πιο καινούρια, πιο λαμπερά, πιο καθαρά… Δεν ήταν έτσι πέρσι.

ΠΑΤΕΡΑΣ ΤΥΛ: Πέρσι;…

ΤΥΛΤΥΛ, πηγαίνοντας στο παράθυρο: Και το δάσος μας!… Τί μεγάλο που είναι, τί ωραίο!… Θα 'λεγες πως είναι καινούριο!… Τί ευτυχισμένοι που είμαστε εδώ!… (Πηγαίνοντας στο ζυμωτήρι) Πού είναι το Ψωμί;… Κοίτα, όλα είναι πολύ ήσυχα… Νά κι ο Τυλώ!… Καλημέρα, Τυλώ, Τυλώ! Α! τις έφαγες για καλά!… Θυμάσαι στο δάσος;…

ΜΥΤΥΛ: Κι η Τυλέτα με αναγνωρίζει, μα δεν μιλάει πια…

ΤΥΛΤΥΛ: Αγαπημένο Ψωμί… (ψηλαφώντας το μέτωπό του) Μπα δεν έχω πια το Διαμάντι! Ποιος μου το πήρε το πράσινο καπελάκι μου;… Τόσο το χειρότερο! Δεν το 'χω πια ανάγκη… Α! νά κι η Φωτιά!… Είναι καλή!… Πετάει σπίθες με τα γέλια της, για να θυμώνει το Νερό… (Τρέχει στη βρύση) Και το Νερό;… Καλημέρα, Νερό!… Τί λέει;… Μιλάει πάντα, μα δεν το καλοκαταλαβαίνω πια…

ΜΥΤΥΛ: Δε βλέπω τη Ζάχαρη.

ΤΥΛΤΥΛ: Θεέ μου, τί ευτυχισμένος που είμαι, ευτυχισμένος, ευτυχισμένος!

ΜΥΤΥΛ: Κι εγώ, κι εγώ!…

ΜΗΤΕΡΑ ΤΥΛ: Πώς έγιναν έτσι;…

ΠΑΤΕΡΑΣ ΤΥΛ: Άφησέ τα, μην ανησυχείς… παίζουν τους ευτυχισμένους…

ΤΥΛΤΥΛ: Εγώ αγαπούσα προπάντων το Φως… Πού είναι η λάμπα του;… Μπορούμε να την ανάψουμε;… (Κοιτάζοντας γύρω του) Θεέ μου, τί ωραία που είναι όλα και πόσο ευχαριστημένος είμαι!

Χτυπάνε στην πόρτα του σπιτιού.

ΠΑΤΕΡΑΣ ΤΥΛ: Εμπρός.

Μπαίνει η Γειτόνισσα, κρατώντας από το χέρι μια μικρούλα με ξανθή και εξαίσια ομορφιά, που σφίγγει στην αγκαλιά της το τρυγόνι του Τυλτύλ.

ΓΕΙΤΟΝΙΣΣΑ: Βλέπετε το θαύμα!…

ΜΗΤΕΡΑ ΤΥΛ: Αδύνατο!… Περπατάει;…

ΓΕΙΤΟΝΙΣΣΑ: Περπατάει!… Δηλαδή και τρέχει και χορεύει και πετάει! … Όταν είδε το πουλί, πήδησε έτσι, μ' ένα πήδημα στο παράθυρο, για να δει στο φως αν είναι το τρυγόνι του Τυλτύλ! Κι έπειτα… στο δρόμο σαν άγγελος… Μόλις που μπόρεσα να την ακολουθώ…

ΤΥΛΤΥΛ, πλησιάζοντας έκπληκτος: Ω! πώς μοιάζει στο Φως!..

ΜΥΤΥΛ: Είναι πολύ μικρή…

ΤΥΛΤΥΛ: Βέβαια… Μα θα μεγαλώσει…

ΓΕΙΤΟΝΙΣΣΑ: Τί λένε;… Ακόμα δεν τους πέρασε;…

ΜΗΤΕΡΑ ΤΥΛ: Καλύτερα είναι, θα τους περάσει… Όταν φάνε, δεν θα έχουν πια τίποτα…

ΓΕΙΤΟΝΙΣΣΑ, ρίχνοντας τη μικρή στην αγκαλιά του Τυλτύλ: Εμπρός, λοιπόν, κοριτσάκι μου, πήγαινε να ευχαριστήσεις τον Τυλτύλ.

Ο Τυλτύλ δειλιάζει απότομα και κάνει ένα βήμα πίσω.

ΜΗΤΕΡΑ ΤΥΛ: Τυλτύλ, τί έχεις;… Φοβάσαι τη μικρούλα;… Έλα, φίλησέ την … Έλα, ένα δυνατό φιλί… Πιο καλά, πιο καλά… Εσύ που είσαι τολμηρός πάντα!… Ακόμα ένα φιλί!… Μα τί έχεις;… Θα 'λεγε κανείς πως θα κλάψεις.

Ο Τυλτύλ, αφού φιλάει αδέξια τη μικρούλα, μένει μια στιγμή όρθιος μπροστά της, και τα δυο παιδιά κοιτάζονται χωρίς να λένε τίποτα. Έπειτα, ο Τυλτύλ χαϊδεύει το κεφάλι του πουλιού.

ΤΥΛΤΥΛ: Είναι ακόμα αρκετά γαλάζιο;

ΜΙΚΡΟΥΛΑ: Ναι, ναι, είμ' ευχαριστημένη…

ΤΥΛΤΥΛ: Έχω δει και πιο γαλάζια… Μα τα εντελώς γαλάζια, ξέρεις, άδικα τα κυνηγάς, δεν πιάνονται.

ΜΙΚΡΟΥΛΑ: Το ίδιο κάνει. Είναι πολύ ωραίο.

ΤΥΛΤΥΛ: Έφαγε;…

ΜΙΚΡΟΥΛΑ: Ακόμα… Τί τρώει;…

ΤΥΛΤΥΛ: Απ' όλα, στάρι, ψωμί, αραποσίτι, τζιτζίκια…

ΜΙΚΡΟΥΛΑ: Πες μου πώς τρώει, πώς;…

ΤΥΛΤΥΛ: Με τη μύτη, θα δεις, θα σου δείξω…

Πηγαίνει να πάρει το πουλί από τα χέρια της μικρούλας. Αυτή αντιστέκεται από συνήθεια, και βρίσκοντας ευκαιρία το τρυγόνι από τη δισταχτική της κίνηση, ξεφεύγει και πετάει.

ΜΙΚΡΟΥΛΑ, φωνάζοντας απελπισμένα: Μαμά!… Έφυγε!… (Ξεσπάει σε λυγμούς).

ΤΥΛΤΥΛ: Δεν είναι τίποτα… Μην κλαις… Θα το ξαναπιάσω… (προχωρώντας στο προσκήνιο, απευθύνεται στο κοινό). Αν το βρει κανένας σας, θα μας το δώσει;… Το χρειαζόμαστε για να 'μαστε ευτυχισμένοι αργότερα…

Αυλαία

[πηγή: Μωρίς Μαίτερλινκ, Το γαλάζιο πουλί. Ονειροφαντασία σε έξι πράξεις, μτφ. Πέτρος Χάρης, Εταιρεία Σπουδών Νεοελληνικού Πολιτισμού και Γενικής Παιδείας - Ίδρυμα Σχολής Μωραΐτη, Αθήνα 1982, σ. 15-30 & 119-134 (σειρά: Θεατρική Βιβλιοθήκη)]

εικόνα