Catherine Mansfield, «Ο αγέρας φυσάει»

Ξαφνικά και με τρόμο πετιέται από τον ύπνο. Τί έγινε; Κάτι φοβερό πρέπει να έγινε. Όχι — δεν είναι τίποτα. Μόνο αγέρας τραντάζει το σπίτι, κάνει τα τζάμια να τρέμουν, χτυπάει με δύναμη ένα κομμάτι σίδερο στη στέγη και κάνει το κρεβάτι της να τρέμει. Φύλλα πετάνε ψηλά ώς το παράθυρό της και σκορπίζουν. Κάτω στη λεωφόρο ο αγέρας σηκώνει μια εφημερίδα και σαν αητό την ταξιδεύει ψηλά κι έπειτα την αφήνει να πέσει και να καρφωθεί σ' ένα πεύκο. Κάνει κρύο. Το καλοκαίρι πέρασε —είναι Φθινόπωρο— καθετί ασχήμισε. Τα τροχοφόρα τρίζουν και λικνίζονται. Δύο Κινέζοι περπατάν βαριά κάτω από τους ξύλινους ζυγούς με τα στραγγισμένα στα καλάθια λαχανικά και οι κοτσίδες των και οι γαλάζιες μπλούζες ανεμίζουν στον αγέρα. Ένας άσπρος σκύλος γαυγίζει στην πόρτα του κήπου.

Τώρα, όλα τέλειωσαν. Ποια; Όλα! Και εκείνη αρχίζει να πλέκει τα μαλλιά της με τρεμάμενα δάχτυλα, μη τολμώντας να κοιταχτεί στον καθρέφτη. Η μητέρα κουβεντιάζει με τη γιαγιά στο σαλόνι.

— Σωστός βλάκας! Σκέψου τα άφησε όλα εκτεθειμένα με τέτοιον καιρό. Ακόμα και κείνο το τραπεζομάντιλο του τσαϊού, εργασία των Καναρίων νήσων έγινε κουρέλι… Τί ευωδιάζει τόσο περίεργα; Θα είναι το πόρριτζ. Αχ! θεέ μου, αυτός ο αγέρας!

Στις 10 έχει μάθημα Μουσικής. Στη σκέψη της ακούει να παίζεται το μινόρε του Μπετόβεν — τρίλλιες, τρίλλιες σαν μικρά τύμπανα που κυλάν… Η Μαρία Σβάνσον του γειτονικού σπιτιού τρέχει στον κήπο να μαζέψει τα χρυσάνθεμα πριν φυλλοροήσουν. Η φούστα της σηκώνεται ψηλά· προσπαθεί να την κατεβάσει, τη μαζεύει ανάμεσα στα πόδια της για να σκύψει, μα, δεν καταφέρνει τίποτα, ξανασηκώνεται. Όλα τα δένδρα και οι θάμνοι χτυπιούνται στον αέρα. Εκείνη μαζεύει χρυσάνθεμα όσο πιο γρήγορα μπορεί, μα είναι αναστατωμένη. Λίγο προσέχει σ' ό,τι κάνει: τραβάει τα φυτά από τη ρίζα, σκύβει, τα στρίβει, τα ποδοπατάει και καταριέται.

— Για τ' όνομα του Θεού! κλείσε την εξώπορτα, φωνάζει κάποιος. Κι έπειτα ακούει τη φωνή του Μπόγκυ: «Μητέρα, σε ζητάν στο τηλέφωνο. Τηλέφωνο, μητέρα, είναι ο χασάπης».

Τί απαίσια που είναι η ζωή! Επανάσταση.. πάντα επανάσταση… ο αέρας τής παίρνει το αδιάβροχο καπέλο. Δεν πειράζει· θα φορέσει το Σκοτσέζικο σκούφο της και θα γλυστρήσει έξω από την πίσω πόρτα. Όμως η μητέρα της τη βλέπει:

— Ματίλντα, Ματίλντα, γύρισε πίσω αμέσως! Τί φοράς στο κεφάλι σου; Μοιάζει με σκέπασμα τσαγιέρας. Κι αυτή η χαίτη των μαλλιών σου που πέφτει στο μέτωπο…

— Δεν μπορώ να 'ρθω μέσα, μητέρα, θ' αργήσω στο μάθημα.

— Έλα αμέσως μέσα!

Όχι, δε θέλει, δε θέλει. Μισεί τη μητέρα της. Στο διάβολο! φωνάζει και τρέχει έξω στο δρόμο. Σε κύματα, σε σύννεφα, σε μεγάλους στρογγυλούς κύκλους ανεβαίνει η σκόνη και σε τσιμπάει με μικρά κομμάτια άχυρο και φλούδια και κοπριά. Από τα δέντρα και τους κήπους αναδίνεται άγριο βουητό. Κι όπως εκείνη στέκει έξω από την πόρτα του Μπούλλεν ακούει τους λυγμούς της θάλασσας «αχ, αχ, αχ!». Όμως το σαλόνι του κ. Μπούλλεν είναι μια ήσυχη φωλιά. Τα παράθυρα είναι κλειστά· τα παραθυρόφυλλα γερτά και κείνη δεν είναι αργοπορημένη. Το κορίτσι που είχε μάθημα πριν απ' αυτήν μόλις έχει αρχίσει να παίζει το «Παγόβουνο» του Μακντόουελ. Ο κ. Μπούλλεν την κοιτάζει και της χαμογελάει.

— Κάθησε, της λέει, κάθησε εκεί στη γωνιά του καναπέ, νεαρή μου.

Πόσο διασκεδαστικός, της φαίνεται… Πόσο γαλήνια είναι εδώ. Αγαπάει αυτό το δωμάτιο· μυρίζει Τέχνη, πολυκαιρινό καπνό και χρυσάνθεμα… υπάρχει ένα βάζο με χρυσάνθεμα πάνω στο τζάκι, πίσω από τη φωτογραφία του Ρουμπιστάιν… «στο φίλο μου Ρομπέρτο Μπούλλεν»… Πάνω από το μαύρο γυαλιστερό πιάνο κρέμεται η «Μοναξιά» — μια μελαχροινή, τραγική γυναίκα, ντυμένη στα λευκά, που κάθεται σ' ένα βράχο, τόνα πόδι πάνω στο άλλο και το πηγούνι στα χέρια.

— Όχι, όχι, λέει ο κ. Μπούλλεν. Σκύβει πίσω από το κορίτσι, περνάει τα χέρια του πάνω από τους ώμους της και παίζει εκείνος το κομμάτι. «Την ανόητη! κοκκινίζει». Τί γελοίο!

Το κορίτσι τώρα έχει φύγει· η πόρτα χτυπάει πίσω της. Ο κ. Μπούλλεν ξαναγυρίζει και περπατάει πάνω-κάτω, πολύ μαλακά, περιμένοντάς την. Τί περίεργο! Τα δάχτυλά της τρέμουν που δεν μπορεί ν' ανοίξει τη σάκκα της. Ο αγέρας… Και η καρδιά της χτυπάει τόσο δυνατά που η μπλούζα της ανεβοκατεβαίνει σαν να την ανεμίζει ο αγέρας. Ο κ. Μπούλλεν δε λέει λέξη. Το φθαρμένο, κόκκινο κάθισμα του πιάνου έχει αρκετό χώρο για να καθήσουνε δυο πλάι-πλάι. Ο κ. Μπούλλεν κάθεται κοντά της.

— Ν' αρχίσω με σκάλες; ρωτάει εκείνη, τρίβοντας τα χέρια της. Έχω και κάποιες αρπέζ να παίξω.

Όμως εκείνος δεν αποκρίνεται. Δεν πιστεύει πως την ακούει… Και ξάφνου, το τρυφερό του χέρι με το δαχτυλίδι περνάει πάνω από τον ώμο της και ανοίγει τον Μπετόβεν. Ας ακούσομε λίγο τον παλιό δάσκαλο, λέει.

Μα, γιατί μιλάει με τόση καλωσύνη — σα να γνωρίζονταν χρόνια πολλά και ο καθένας ήξερε το καθετί για τον άλλο.

Γυρίζει αργά τη σελίδα. Εκείνη παρακολουθεί το χέρι του — πολύ κομψό χέρι και πάντα φαίνεται σα να το 'πλυνε εκείνη τη στιγμή.

— Εδώ είμαστε, λέει ο κ. Μπούλλεν.

Ω! αυτή η ευγενικιά φωνή. Αυτή η μαλακιά κίνηση… Τώρα, έρχονται τα μικρά τύμπανα…

— Θα παίξω την επανάληψη;

— Ναι, αγαπητό μου παιδί.

Η φωνή του έχει τόση καλωσύνη, τόση καλωσύνη. Τα τέταρτα και οι τρίλλιες χορεύουν πάνω κάτω στο πεντάγραμμο σαν μικροί Νέγροι σ' ένα φράχτη. Γιατί είναι τόσο… Δε θα κλάψει — γιατί να κλάψει.

Τί συμβαίνει αγαπητό μου παιδί; Ο κ. Μπούλλεν της κρατάει τα χέρια ανάμεσα στα δικά του. Το κεφάλι της αγγίζει τον ώμο του· το ακουμπάει ελαφρά στο μαλακό ύφασμα τουίντ.

— Η ζωή είναι τόσο φριχτή, ψιθυρίζει εκείνη. Όμως δεν τη νιώθει φριχτή. Εκείνος λέει κάτι για την «προσμονή» για τον «προσδιορισμό του χρόνου» για τη «σπάνια ύπαρξη, τη γυναίκα». Όμως εκείνη δεν ακούει. Είναι τόσο όμορφα εκεί, τόσο άνετα… Για πάντα…

Ξάφνου η πόρτα ανοίγει και μπαίνει η Μαίρη Σβάνσον πριν την ώρα της.

— Παίξε το αλλεγκρέττο γρηγορότερα, λέει ο κ. Μπούλλεν και σηκώνεται κι αρχίζει να περπατάει πάνω-κάτω. Κάθησε στον καναπέ, νεαρή, λέει στη Μαίρη.

***

Ο αγέρας, ο αγέρας. Τη φοβίζει να μένει εδώ στο δωμάτιο μόνη της. Το κρεβάτι, ο καθρέπτης, το λευκό κανάτι και η λεκάνη λάμπουν σαν τον ουρανό έξω. Το κρεβάτι την τρομάζει. Είναι τόσο άψυχο, λες και κοιμάται βαθιά… Μα, πώς φαντάστηκε η μητέρα της ότι θα μπάλωνε όλα αυτά τα ζευγάρια τις κάλτσες, που τα 'ριξε πάνω στο πάπλωμα σαν κουλουριασμένα φίδια; Όχι, όχι μητέρα· δεν καταλαβαίνω γιατί… Ο αγέρας — ο αγέρας! Μια ευχάριστη μυρωδιά καπνιάς έρχεται από την καμινάδα. Να έγραψε κανείς ποιήματα για τον αέρα;… «Φέρνω το δροσερό νερό σε λούλουδα και φύλλα…» Τί ανοησία!

— Εσύ είσαι Μπόγκυ;

— Πάμε έναν περίπατο στη σπιανάδα Ματίλντα; Δεν μπορώ να υποφέρω άλλο,εδώ.

— Εν τάξει. Να φορέσω την κάπα μου. Κοιτάζεται στον καθρέφτη. Το πρόσωπό της είναι ωχρό. Έχουν κι οι δυο τα ίδια σαρκώδη χείλη και μάτια ανήσυχα. Γεια σας… θα γυρίσουμε γρήγορα.

— Είναι καλύτερα έτσι.

— Δος μου το χέρι σου.

Δεν μπορούν να τρέξουν αρκετά γρήγορα, σκύβουν τα κεφάλια τους, τα πόδια τους αγγίζουν, δρασκελίζουν με το ίδιο βήμα την άσφαλτο που φυτρώνει άγρια η χλόη στις άκριες και φτάνουν στη σπιανάδα. Είναι σούρουπο. Ο αγέρας είναι τόσο δυνατός που αγωνίζονται να προχωρήσουν, παραπέφτοντας σα γέροι μεθυσμένοι.

— Έλα, έλα! Ας πλησιάσομε.

Στον κυματοθραύστη το νερό ανεβαίνει ψηλά. Βγάζουν τα καπέλα τους και τα μαλλιά της που της έρχονται στο στόμα έχουν τη γεύση του αλατιού. Η θάλασσα έχει τόσο ανέβει που τα κύματα χτυπάν στο σκληρό βράχο και βυζαίνουν τα μουσκλιασμένα σκαλοπάτια που στάζουν νερό. Ο αφρός ξεπηδάει από το νερό και ραντίζει τη σπιανάδα. Τους βρέχει το νερό. Το στόμα της Ματίλντας είναι υγρό και κρύο.

Του Μπόγκυ η φωνή ακούγεται σπασμένη. Ενώ μιλάει ανεβοκατεβαίνει σε τόνους. Είναι τόσο διασκεδαστικό — σε κάνει να γελάς. Ο αγέρας παίρνει τις φωνές των· σαν κορδέλλες φεύγουν μακριά οι φράσεις.

— Πιο γρήγορα! Πιο γρήγορα! Έχει σκοτεινιάσει. Στο λιμάνι παροπλισμένα πλοία ανάβουν φώτα.

— Κοίτα Μπόγκυ. Κοίτα εκεί.

Ένα μεγάλο, μαύρο πλοίο ξεφυσάει μια στήλη καπνού. Ξεκινάει μ' αναμμένα όλα τα φώτα. Ο αγέρας δεν το σταματάει. Σκίζει τα κύματα, περνάει μέσα από το δρόμο που του ανοίγουν δυο μεγάλοι βράχοι. Είναι τόσο όμορφο, έχει τόσο μυστήριο μέσα στα φώτα του…

Βρίσκονται πάνω στο πλοίο κι ακουμπάν στην κουπαστή πιασμένοι από το χέρι.

«…Ποιοι είναι;»

«… Αδελφός και αδελφή…»

— Κοίτα Μπόγκυ, κοίτα την πόλη. Δε φαίνεται μικρή; Είναι εκεί το Ταχυδρομείο που το ρολόγι του χτυπάει για τελευταία φορά. Νά κι η σπιανάδα που περπατήσαμε την ανεμόδαρτη κείνη μέρα. Θυμάσαι; Έκλαψα στο μάθημα της Μουσικής κείνη τη μέρα… Πόσα χρόνια πριν… Γεια σου μικρό νησί. Γεια σου!…

Τώρα το σκοτάδι απλώνει τις φτερούγες του πάνω στο νερό που κυλάει. Δεν μπορούν πια να δουν εκείνους τους δυο. Γεια, Γεια! Μην ξεχνάς… Όμως το πλοίο φεύγει τώρα…

Ο αγέρας — ο αγέρας.

[πηγή: Ανθολογία Σύγχρονου Αγγλικού Διηγήματος, επιλ.-μτφ. Μερόπη Οικονόμου, Εκδόσεις Νικόδημος, Αθήνα χ.χ., σ. 91-95]

εικόνα