Γεράσιμου Μαρκορά, «Η ευγνωμοσύνη»
Το χάσμα π' άνοιξε ο σεισμός ευθύς εγιόμισ' άνθια
Σολωμός
Ενώ τ' ωραίο νησί του άγρια, μεγάλη
Δύναμη ολέθρου από βαθυά ταράζει,
Σηκόνει ο Ποιητής τ' άσπρο κεφάλι
Και κλαίει, και κλαίει, και θλιβερά φωνάζει.
Αλλά πώς ξάφνου, εκεί που τόσα κάλλη
Και τόσα πλούτια έρμη φθορά σκεπάζει,
Πώς λιγοστεύει του καϋμού του η ζάλη,
Της κλάψας του η πηγή πώς ξάφνου αλλάζει;
Ξανοίγει π' άνθια ελεημοσύνης βγάνει
Κάθε ψυχή, κ' η ευγνώμονη καρδιά του
Τα πάει ψηλά και πλέκει ωραίο στεφάνι.
Χορός αγγέλων τρέχει ολόγυρά του,
Και, λέοντας —Χαίρε— όμοιο τραγούδι πιάνει
Μ' εκείνα που 'χε ο θείος φέρει εδώ κάτου.
[πηγή: Γεράσιμος Μαρκοράς, Ποιήματα, Νεοελληνική Βιβλιοθήκη - Ίδρυμα Κώστα και Ελένης Ουράνη, Αθήνα 1988, σ. 232]