Αντωνίου Μάτεσι, «Απομάκρυνσις»
Ώς πότε, αγάπη μου γλυκειά,
θα 'μαι μακριά από σένα,
ώς πότε ο δύστυχος διά σε
θε να θρηνώ 'ς τα ξένα;
Ολημερνίς και ολονυκτίς
Εσέ, ψυχή μου, κράζω·
το κύμα εκειό, που πέρασες,
συχνά πάω και κοιτάζω.
Και λέω του: «Κύμα αλύπητο,
που ανδρόγυνα χωρίζεις,
ώς πότε την αγάπη μου
να ιδώ θα μ' εμποδίζης;»
Αλλ' ότε η νύκτα η υπνόφορη
σε προσκαλεί 'ς το στρώμα,
εις τ' όνειρό μου φαίνεται
απ' το εύμορφό σου στόμα
να ακούω τα λόγια τα γλυκά,
που μ' επαρηγορούσαν
και εκειά τα μάτια να θωρώ,
που μου εγλυκογελούσαν.
Και απλώνω ευθύς τα χέρια μου
να σε σφικτοαγκαλιάσω
και όσο και αν κάνω δυνατό
δεν μου είναι να σε φθάσω.
Ξυπνώ κ' αισθάνομαι ο πικρός
πως δεν είσαι σιμά μου·
κ' εσύ τάχα ονειρεύεσαι
το τί ποθεί η καρδιά μου;
Πες μου, αν ποτέ τα χείλη σου
γλυκά μ' εμελετήσαν
και αν τ' όνομά μου ακούοντας
τα μάτια σου εδακρύσαν!
Και τότε μ' άκρα υπομονή
προσμένω να περάση
του χωρισμού μας ο καιρός,
η ημέρα ώς που να φθάση
τα χείλη μου εις τα χείλη σου
χίλια φιλιά να δώσουν
και δάκρυα αγάπης και χαράς
τα μάτια μας να ενώσουν.
[πηγή: Αντώνιος Μάτεσις, Έργα. Έμμετρα και πεζά, Εταιρεία Ελληνικών Εκδόσεων, Αθήνα χ.χ., σ. 25-26 (σειρά: Άπαντα των Νεοελλήνων Κλασσικών)]