Αφροδίτης Μαυροειδή, «Αποβιβαζόμαστε στη Μακρόνησο»

(27 Ιανουαρίου 1950)

Έμενε ακόμα να διασχίσουμε με τα οπλιταγωγά μια στενή λουρίδα θάλασσα για να φτάσουμε στη Μακρόνησο. Μπροστά στα μάτια μας απλωνότατε πια καθαρά η σκούρα στενόμακρη ξέρα. Τώρα μπορούσαμε να διακρίνουμε τις τρεις «επικράτειες» που αποτελούν τα τρία τάγματα, χωρισμένα μεταξύ τους με μεγάλες έρημες εκτάσεις γυμνής γης.

Πίσω μας έφευγε το Λαύριο και οι ακτές της Αττικής, η υγρή απόσταση που μας χώριζε απ' το Μακρονησιώτικο βράχο μίκραινε και τ' άσπρα μεγάλα γράμματα από ασβέστη στην πλαγιά του βουνού ξεχώρισαν πια καθαρά φωτισμένα από ένα χλομό ήλιο: «ΖΗΤΩ Ο ΒΑΣΙΛΕΥΣ ΠΑΥΛΟΣ». «ΘΕΛΟΥΜΕ ΟΠΛΑ!»

Στο κέντρο του νησιού φάνταζε μία μεγάλη βασιλική κορόνα. Το οπλιταγωγό έπλεε προς το μεσαίο τάγμα. Διαβάσαμε μια επιγραφή σε μια λοφοπλαγιά, πάνω από τις ίσιες γραμμές που σχημάτιζαν τ' αντίσκηνα: ΑΕΤΟ.

Δεν ξέραμε τί σήμαιναν εκείνα τα γράμματα, που δεν τα βλέπαμε ωστόσο για πρώτη φορά. Τα 'χαμε ξαναδιαβάσει τους τελευταίους μήνες πάνω στα φάκελα που μας έστελναν οι συγγενείς μας από τη Μακρόνησο, δίπλα σε άλλα ακατανόητα συμπλέγματα κεφαλαίων (ΑΕΤΟ) ΕΣΑΙ, ΣΤΓ... κλπ.), ακριβώς κάτω από το όνομα του αποστολέα και δίπλα στη σφραγίδα της λογοκρισίας: «ΜΗ ΛΗΣΜΟΝΕΙΣ ΟΤΙ ΕΓΕΝΝΗΘΗΣ ΕΛΛΗΝ!»

Πόσες φορές δε σκύψαμε πάνω από κείνα τα γράμματα των τελευταίων μηνών, τα μελαγχολικά, τα ανεξήγητα, τα γεμάτα μυστήριο και πόνο. Το μόνο που μπορούσαμε να καταλάβουμε ήταν ότι τους δεσμώτες του Μακρονησιού τους χώρισαν σε τρία συγκροτήματα, σε τρεις μυστηριώδεις τόπους βασανισμού που είχαν τα ονόματα ΑΕΤΟ, ΒΕΤΟ, ΓΕΤΟ.

Και να που από το ΑΕΤΟ δε μας χώριζαν πια παρά λίγες εκατοντάδες μέτρα θάλασσα.

Εκείνο το πλησίασμα στο νησί του τρόμου μάς έκανε να ριγήσουμε. Είχαμε ακούσει με ποιο τρόπο υποδέχονταν τις αποστολές των αντρών κι αναρωτηθήκαμε: Θα γίνει το ίδιο και με μας; Θα χυμήξει απάνω μας ένα λεφούσι από βασανιστές και θα μας χλευάσει και θα μας φτύσει στο πρόσωπο και θα μας μαστιγώσει με τους βούρδουλες μόλις πατήσουμε το πόδι μας στη στεριά, πριν προφτάσουμε να πάρουμε ανάσα; Τούτο το ερώτημα στριφογύριζε ακόμα στη σκέψη μας όταν το οπλιταγωγό άραξε στη μικρή προβλήτα του ΑΕΤΟ.

Δεν πρόφτασε καλά καλά να πέσει η μεγάλη μπούκα-πόρτα γέφυρα ανάμεσα στο σκάφος και στη στεριά και όρμησαν μέσα στο πλοίο μερικοί αξιωματικοί και αλφαμίτες. Μας εξέτασαν με το άγριο βλέμμα τους και διατάξανε:

— Παραταχθείτε σε πεντάδες!

Αμέτρητοι φαντάροι και αξιωματικοί, μιλιούνια άνθρωποι συναγμένοι περίμεναν για την «υποδοχή». Τους κοιτάζαμε με ανησυχία περιμένοντας να χυμήξουν κατά πάνω μας. Αντί όμως αυτό, οι φαντάροι αρχίσανε να τραγουδούν:

«Από κάθε γωνιά σου, Ελλάδα
μαζεμένοι σ' αυτό το νησί
στο μεγάλο σχολειό σου πατρίδα
που το λεν ΑΕΤΟ-ΕΣΑΙ...»

Η μέρα ήταν κρύα. Τα δόντια μας κροτάλιζαν ακατάπαυστα, θες από την αϋπνία και το ξεροβόρι, θες από την αγωνία που μας έσφιγγε.

Οι φαντάροι συνέχιζαν το τραγούδι τους:

«Μολυσμένη ώς τώρα η ψυχή μας
θέλει βάπτισμα ξανά εθνικό. Ναι, εθνικό!
φόβο πια δε θα έχει η φυλή μας
απ' τον άτιμο κομμουνισμό!...»

Ο Καστρίτσης, ο λοχαγός της Α.Μ., μας πλησίασε:

— Παραταχθείτε σε εξάδες! ούρλιαξε.

Πήραμε τα μωρά στην αγκαλιά, βοηθήσαμε τις γιαγιάδες να σταθούνε όρθιες και μπήκαμε σε φάλαγγα. Αρχίσαμε να βαδίζουμε με τις καρδιές σφιγμένες. Ο Βασιλόπουλος φαινότατε να μας εξετάζει με προσοχή, εξάδα την εξάδα, καθώς περνούσαμε μπροστά του. Ακούσαμε τούτο το διάλογο ανάμεσα στους αξιωματικούς:

— Πώς βλέπετε τα πράγματα, κύριε διοικητά;

Ο Βασιλόπουλος, που 'χε κιόλας ζυγίσει την αντοχή μας με το έμπειρο μάτι του, δε δυσκολεύτηκε να δώσει την απάντηση:

— Το πολύ υπόθεσις δέκα ημερών! Δε θα μας κουράσουν περισσότερο.

Βγήκαμε πάνω σ' ένα δρόμο και βαδίζαμε ανάμεσα από τις θλιβερές μάζες των «αναμορφωμένων». Όλοι μας κοίταζαν περίεργα, μην τολμώντας να μας μιλήσουν. Ήτανε η πρώτη φορά που βλέπανε γυναίκες πάνω στους ματωμένους δρόμους του Μακρονησιού. Στα τέσσερα τελευταία χρόνια που απλωνόταν η ζωή του Μακρονησιώτικου κάτεργου, εδώ δεν έφερναν παρά μονάχα άντρες: ναύτες, φαντάρους, αξιωματικούς και τέλος πολίτες, φυλακισμένους και εξόριστους. Κι αυτή εδώ η πορεία μιας ταλαιπωρημένης φάλαγγας γυναικών ήτανε, χωρίς άλλο, μια δυσάρεστη, ίσως ακόμα μια τραγική ποικιλία στη σκληρή ζωή των δεσμωτών της Μακρονήσου.

Όλοι τους ήξεραν τί μας περίμενε...

Τα μεγάφωνα έλεγαν:

— Γυναίκες! Δεν αρμόζουν στα δικά σας χέρια οι αλυσίδες του κομμουνισμού!

— Ελληνίδες! Γυρίστε κει που η φωτιά του πατρικού σπιτιού καίει!

— Ώς πότε θα γυρίζετε στα ξερονήσια! Οι αρχηγοί σας εξοντώθηκαν! Τί περιμένετε;

— Ελληνίδες, ζητήστε τη συγγνώμη της πατρίδος! Είναι μεγαλόκαρδη μητέρα η Ελλάδα και θα σας δώσει τη συγγνώμη της. Ζητήστε την!

Όλο το νησί βούιζε παράξενα, απειλητικά.

[πηγή: Σύλλογος Πολιτικών Εξορίστων Γυναικών, Γυναίκες εξόριστες στα στρατόπεδα του Εμφυλίου. Χίος. Τρίκερι. Μακρόνησος. Άι-Στράτης, επιμ. Βικτωρία Θεοδώρου, συγκέντρωση φωτογραφικού υλικού Κατίνα Σηφακάκη, Εκδόσεις Καστανιώτη, Αθήνα 1996, σ. 107-108]

info