Μελισσάνθης, «Εκ βαθέων»
Μεσάνυχτα βαθιά
ουρλιάζουν τα στοιχειά
κι άγριους χορούς κάτω απ' το παραθύρι μου έχουν στήσει
—το τρομαγμένο νυχτοκάντηλό μου πάει να σβήσει—
Μα στο κατώφλι, ξέρω πως προσμένει
και φέγγει η χάρη σου λευκοντυμένη
Ο φόβος μαντάλωσε τη θύρα
κι ερμητικά κλειστή τώρα σκουριάζει
Μα στου χιτώνα σου τα εξαίσια μύρα
το σκοτεινό κελί μου αρχίζει να ευωδιάζει
Μέσα, η ψυχή μου ξάγρυπνη κι ακούει
Αόρατο δάχτυλο την πόρτα κρούει
κι υψώνεται στη νύχτα η μυστική φωνή
Κάποτε, η θύρα μόνη θ' ανοιχτεί
κι εκείνη ταπεινά θα σε δεχτεί.
Από τη συλλογή Προφητείες (1932)
[πηγή: Τα ποιήματα της Μελισσάνθης (1930-1974), Οι Εκδόσεις των Φίλων, Αθήνα 1975, σ. 75]