Ο Μενέλαος στην αρχαία ελληνική γραμματεία και τέχνη

Ο Μενέλαος καταδιώκει την Ελένη

Eρυθρόμορφος αττικός κρατήρας του 450-440π.Χ. που βρέθηκε στην Egnazia, στην Ιταλία. Βρίσκεται στο Μουσείο του Λούβρου: Ο Μενέλαος κατά την άλωση της Τροίας βρίσκει και σκοπεύει να χτυπήσει την Ελένη, αλλά μένοντας θαμπωμένος από την ομορφιά της ρίχνει το σπαθί του. Ένας ιπτάμενος έρωτας και η Αφροδίτη από αριστερά παρακολουθούν τη σκηνή [πηγή: Wikimedia Commons]. Δείτε μια ανάλογη αγγειογραφία στο Βρετανικό Μουσείο εδώ.

Για το ήθος του Μενελάου μπορείτε να διαβάσετε τα παρακάτω:

Οδύσσεια, Ραψωδία δ (Μενέλαος) [πηγή: Μικρός Απόπλους]
Ιλιάδα, Ραψωδία Γ (Μενέλαος) [πηγή: Μικρός Απόπλους]
Ιλιάδα Ραψωδία Ρ (Μενέλαος) [πηγή: Μικρός Απόπλους ]

Ευριπίδης, Τρωάδες 860-1059

ΜΕΝΕΛΑΟΣ
Ω με τι λάμψη φέγγεις σήμερα, ήλιε,
που αφέντης της γυναίκας μου θα γίνω!
Είμαι ο Μενέλαος, που πολλά έχω πάθει
κι όλος ο αχαϊκός στρατός μαζί μου.
Δεν ήρθα εδώ στην Τροία για μια γυναίκα,
σαν που νομίζουν· ήρθα να χτυπήσω
τον άντρα που ασεβώντας στην ξενία
μού άρπαξε τη γυναίκ' από το σπίτι.
Αυτός μαζί κι η χώρα του έχουν λάβει
απ' τους θεούς τη δίκια τιμωρία·
το ελληνικό τη ρήμαξε κοντάρι.
Τώρα τη Λάκαινα ήρθα δω να πάρω
–τ' όνομα εκείνης που γυναίκα μου ήταν
κάποτε δε μ' αρέσει να το λέω–·
μαζί με τις Τρωαδίτισσες την έχουν
μες στα καλύβια εδώ των αιχμαλώτων.
Αυτοί που πολεμήσαν να την πάρουν
μου τη δώσαν και μου 'παν: σκότωσέ την
ή πάλι, αν θέλεις, πάρ' την πίσω στο Άργος.
Δε θα τη θανατώσω εδώ στην Τροία·
απόφαση έχω, με το πλοίο μου να 'ρθει
η Ελένη στην Ελλάδα· εκεί τη δίνω
να τη σφάξουν αυτοί πο 'χουν να παίρνουν
αίμα δικών τους, στο Ίλιο εδώ χυμένο.
Μπρος, δούλοι, στην καλύβα· αδράχτε τήνε
απ' τα καταραμένα τα μαλλιά της,
σύρτε την έξω και, όταν πάρει πρίμος
αέρας, θα την πάμε στην Ελλάδα.

ΕΚΑΒΗ (ενώ ανασηκώνεται αργά αργά.)
Ω βάθρο εσύ της γης και που έδρα σου έχεις
πάλι τη γης, ό,τι κι αν είσαι, Δία,
ακατανόητον αίνιγμα, είτε νόμος
αλύγιστος της φύσης, είτε πάλι
νους των θνητών, σε προσκυνώ· γιατί όλα
τ' ανθρώπινα ρυθμίζεις με το δίκιο
τον αθόρυβο δρόμο σου ακλουθώντας.

ΜΕΝΕΛΑΟΣ
Τι προσευχή πρωτότυπη! Τι τρέχει;

ΕΚΑΒΗ
Αξιέπαιν' η βουλή σου να σκοτώσεις,
Μενέλαε, τη γυναίκα σου. Μα φεύγα
από μπροστά της, μήπως σε κυριέψει
ο πόθος της, γιατί έχει τέτοια μάγια,
ώστε τα μάτια των αντρών σκλαβώνει,
καίει τα σπίτια και ρημάζει πολιτείες.
Κι εγώ κι εσύ κι όσοι παθοί την ξέρουν.

(Από μια καλύβα βγαίνει η Ελένη, καλοντυμένη και καλοσυγυρισμένη· τη συνοδεύουν οι στρατιώτες που είχαν πάει να τη φέρουν).

ΕΛΕΝΗ
Μενέλαε, τέτοιο προοίμιο εμπνέει το φόβο·
γιατί ήρθανε και μ' άδραξαν κι εδώ έξω
με το στανιό οι ανθρώποι σου με βγάλαν.
Ναι βέβαια σίγουρη είμαι πάνω κάτω
πως με μισείς, μα πάλι να ρωτήσω
επιθυμώ ποιες είναι για τη ζωή μου
οι γνώμες των Ελλήνων κι η δικιά σου.

ΜΕΝΕΛΑΟΣ
Δε χρειάστηκαν πολλές διαδικασίες·
σ' εμένα, που με πρόσβαλες, οι Αργείοι
σε παραδώσαν για να σε σκοτώσω.

ΕΛΕΝΗ
Ε, ν' απολογηθώ την άδεια δώσ' μου
και θ' αποδείξω πως ο θάνατός μου,
αν θα θανατωθώ, δε θα 'ναι δίκιος.

ΜΕΝΕΛΑΟΣ
Να σε σκοτώσω εδώ 'ρθα, όχι για λόγια.

ΕΚΑΒΗ
Άφησέ τη, Μενέλαε, να μιλήσει·
μ' ένα τέτοιο παράπονο ας μην πάει·
και δώσε τον αντίλογο σ' εμένα.
Γιατί απ' τις συμφορές, που αυτή έχει κάμει
στην Τροία, δεν ξέρεις τίποτα. Όταν όλα
λογαριαστούν, θα γίνει φανερό
πως δίχως άλλο πρέπει να πεθάνει.

ΜΕΝΕΛΑΟΣ
Καιρός χαμένος, μα ας μιλήσει, αν θέλει·
να ξέρει μόνο πως την άδεια τούτη
τη δίνω για ν' ακούσω τους δικούς σου
τους λόγους κι όχι για δικιά της χάρη.

ΕΛΕΝΗ
Στα επιχειρήματά μου, αφού εσύ μ' έχεις
για εχθρό σου, κι αν σωστά κριθούν κι αν όχι,
καμιάν απάντηση ίσως να μη δώσεις.
Εγώ θ' ανασκευάσω ένα προς ένα
όσα να πεις σ' εμένα ενάντια θα είχες,
αν δεχόσουν συζήτηση μαζί μου.
Η πρώτη αιτίας του κακού είναι τούτη,
που γέννησε τον Πάρη. Έπειτα ο γέρος,
που το μωρό δε σκότωσε, του ονείρου
το δαυλό, τον Αλέξαντρο μια μέρα,
μας έφαγε κι εμένα και την Τροία.
Άκουσε τη συνέχεια τώρα· ο Πάρης
έκρινε τρεις θεές· η μια, η Παλλάδα,
του τάζει πως μ' εκείνον αρχηγό τους
οι Φρύγες θα κυρίευαν την Ελλάδα·
η Ήρα πως, αν την προτιμούσε ο Πάρης,
θα τον έκανε ρήγα της Ασίας
και της Ευρώπης, όση εδώθε πέφτει·
η Κύπρη το κορμί μου του παινούσε
και θα του το 'δινε, έταζε, αν εκείνη
θα 'παιρνε το βραβείο της ομορφιάς.
Να τώρα το αποτέλεσμα· τις άλλες
νικάει η Κύπρη, κι απ' το γάμο μου είδε
αυτή καν την ωφέλεια η Ελλάδα:
δεν κάματε ρηγάδες τους βαρβάρους,
δε σας χτυπήσαν, δε σας πήραν δούλους.
Μα της Ελλάδας η ευτυχία εστάθη
για με χαμός· πουλήθηκα για να 'μαι
όμορφη και στ' ανάθεμα με στέλνουν,
που μου 'πρεπε στεφάνι στο κεφάλι.
Θα πεις δεν απαντώ στο κύριο θέμα:
γιατί κρυφά απ' το σπίτι σου να φύγω.
Ήρθε αυτηνής ο γιος –πες τονε Πάρη
ή Αλέξαντρο, όπως θες– ο δαίμονάς μου
από μεγάλη θεά συνοδεμένος.
Αυτόν εσύ –ντροπή σου– τον αφήνεις
στο σπίτι σου και φεύγεις για την Κρήτη.
Λοιπόν!
Τώρα ρωτώ, όχι εσένα, τον εαυτό μου
με ποια βουλή ακολούθησα έναν ξένο
και σπίτι και πατρίδα παρατώντας.
Τιμώρησε τη θεά, πιο πάνω στάσου
κι από το Δία, που είν' όλων ο δυνάστης,
μα μπρος της σκύβει· εμέ συμπάθησέ με.
Κάτι θα πεις που λογικό ίσως μοιάζει·
σαν πέθανε ο Αλέξαντρος κι ο γάμος
ο θεόγραφτός μου λύθηκε, απ' το σπίτι
έπρεπ' εγώ να φύγω και στα πλοία
τ' αργίτικα να 'ρθω· αυτό ίσα ίσα
να κάμω προσπαθούσα· έχω μαρτύρους
φρουρούς των πύργων και των κάστρων βάρδιες,
που μ' έπιασαν πολλές φορές, κρυφά
με σκοινιά να γλιστράω απ' τα μπεντένια.
Κι ο Δηίφοβος, ο αφέντης μου ο καινούριος,
παρά τη γνώμη των Φρυγών μ' αρπάζει
και με κρατάει με το στανιό δικιά του.
Με ποιο δίκιο λοιπόν θα με σκοτώσεις,
άντρα μου εσύ, αφού βλέπεις ότι ο ένας
με το στανιό γυναίκα του με κάνει
κι όσο για τ' άλλα, αντίς βραβείο της νίκης
πικρή σκλαβιά με βρήκε; Αν πάλι θέλεις
να τα βάζει κανείς με τους θεούς,
μια τέτοια αξίωση μοιάζει ανόητη κάπως.

Η ΚΟΡΥΦΑΙΑ
Βασίλισσα, υπεράσπισε τη χώρα
και τα παιδιά σου· χάλασε τα μάγια
της πειστικότητάς της· η κακούργα
είν' εύγλωττη· κι αυτό είναι φοβερό.

ΕΚΑΒΗ
Τις θεές θα υπερασπίσω πρώτα πρώτα,
θα δείξω πως αυτή δε λέει αλήθεια.
Δεν πιστεύω ποτέ να καταντήσαν
ανόητες τόσο η Ήρα κι η Παλλάδα,
που να πουλούν τις χώρες τους σε ξένους,
τ' Άργος η μια και η άλλη την Αθήνα.
Στην Ίδη, σε ομορφιάς αγώνα, πήγαν
αυτές έτσι για γούστο, για παιχνίδι.
Τι λόγο θα 'χε η Ήρα να 'βγει πρώτη;
άντρα να πάρει ανώτερο απ' το Δία;
Και η Αθηνά; κανένα θεό ποθούσε,
αυτή που απ' τον πατέρα της για χάρη
την παρθενιά την αιώνια είχε ζητήσει;
Α, μη ζητάς ανόητες ν' αποδείξεις
τις θεές, για να σκεπάσεις τις πομπές σου·
κανείς που να 'χει νου δε σε πιστεύει.
Η Κύπρη –εδώ 'ναι για να σκας στα γέλια–
συνόδεψε το γιο μου, λες, στη Σπάρτη.
Μα δεν μπορούσε κείθε που καθόταν,
από τον ουρανό, να σε τραβήξει
στην Τροία μαζί με τις Αμύκλες όλες;
Ο γιος μου ήταν ωραίος και, σαν τον είδες,
έγινε ο νους σου Κύπρη· όλες τις τρέλες
τις ονομάζουν οι άνθρωποι Αφροδίτη.
Αφροδίτη-Αφροσύνη· δες πώς μοιάζουν!
Στ' ασιατικά στολίδια, στα χρυσάφια
μπρος σου έλαμψε κι ο νους σου πήρε αέρα.
Μικρή και φτωχικιά σου 'πεφτε η Σπάρτη
και θάρρεψες πως θα 'πλεες στο χρυσάφι,
όταν θα 'ρχόσουν στων Φρυγών την πόλη·
το σπίτι του Μενέλαου δεν αρκούσε
στα μεγαλεία σου και στην ξιπασιά σου.
Ας είναι· το παιδί μου λες σε πήρε
με το στανιό· μα φώναξες καθόλου;
Ποιος σ' άκουσε στη Σπάρτη μέσα; Κι όμως
ήταν στον τόπο και τα δυο σου αδέρφια,
κι ο Κάστορας –και τι λεβέντης!– κι ο άλλος·
δεν είχαν ανεβεί στ' αστέρια ακόμα.
Κι όταν στην Τροία σ' ακλούθησαν οι Αργείοι
και δούλευε του φόνου το κοντάρι,
αν έφτανε μαντάτο πως νικούσε
ο πρώτος σου άντρας, του άρχιζες τους ύμνους,
για να σκάει το παιδί μου ακούγοντας δόξες
του αντεραστή του, κι όταν οι Τρωαδίτες
πετύχαιναν, γι' αυτόν δεν έλεες λέξη.
Το φύσημα της τύχης κοίταες μόνο
και γι' αρετή δε σ' έμελλε καθόλου.
Κι έπειτα λες πως πάσκιζες να φύγεις
με τα σκοινιά γλιστρώντας απ' τους πύργους,
με το στανιό σαν να 'μενες στην Τροία.
Ποιος σ' έπιασε ποτέ θελειά να δένεις
ή ν' ακονάς μαχαίρι, σα γυναίκα
πιστή, που λαχταράει τον πρώτο άντρα;
Κι όμως εγώ συχνά σ' ορμήνευα έτσι:
«Κόρη μου, φύγε· τα παιδιά μου βρίσκουν
κι άλλες γυναίκες· σύρε στων Αργείων
τα πλοία· σε βοηθάω εγώ· σταμάτα
τον πόλεμο των Τρώων και των Ελλήνων».
Μα εσένα αυτό δε σ' άρεσε καθόλου·
ήθελες προσκυνήματα βαρβάρων
και μεγαλεία στου Πάρη τα παλάτια.
Και τώρα μας στολίστηκες και βγήκες
κάτ' απ' τον ίδιον ουρανό που βλέπει
–α σιχαμένη!– κι ο άντρας σου· που να 'ρθεις
θα 'πρεπε ταπεινή, τρεμουλιασμένη,
μες στα κουρέλια, με μαλλιά κομμένα,
όχι μ' αδιαντροπιά, με σωφροσύνη
για τα παλιά σου κρίματα. Μενέλαε,
άκουσε τώρα πού θα καταλήξω·
δόξασε την Ελλάδα, σκότωσέ την
αυτήν εδώ, ως αξίζει στην τιμή σου,
και βάλε νόμο για όλες τις γυναίκες:
όποια απατά τον άντρα της, πεθαίνει.

Η ΚΟΡΥΦΑΙΑ
Μενέλαε, σκότωσέ την· το ζητάει
η τιμή των προγόνων, του σπιτιού σου·
αφού στον πόλεμο έδειξες αντρεία,
να μη σε πει δειλόν η Ελλάδα τώρα.

ΜΕΝΕΛΑΟΣ
Σύμφωνος είμαι: με τη θέλησή της
μου 'φυγε από το σπίτι μ' άλλον άντρα,
κι η ανάμειξη της Κύπρης είναι λόγια.
Στην Ελένη.
Θα λιθοβοληθείς. Εμπρός! Χρονώνε
βάσανα των Αχαιών σε μια στιγμή
θα τα πλερώσεις με το θάνατό σου·
ντροπιάσματα η τιμή μου δε σηκώνει.

ΕΛΕΝΗ (γονατίζοντας μπροστά του.)
Στα γόνατά σου πέφτω· μη φορτώσεις
σ' εμέ κακό θεόσταλτο· συγχώρα.

ΕΚΑΒΗ
Τους συμπολεμιστάδες μην προδώσεις
που τούτη εδώ σου σκότωσε· σ' εκείνων
τ' όνομα το ζητώ και στων παιδιών τους.

ΜΕΝΕΛΑΟΣ
Κυρούλα, αρκεί· για τούτη δε με νοιάζει.
Προστάζω να την παν οι ακόλουθοί μου
στο πλοίο που θα τη φέρει στην Ελλάδα.

(Στρατιώτες παίρνουν την Ελένη και φεύγουν.)

ΕΚΑΒΗ
Ω, να μην μπει μ' εσένα στο ίδιο πλοίο.

ΜΕΝΕΛΑΟΣ
Γιατί; Μην παραβάρυνε;

ΕΚΑΒΗ
Η αγάπη,
σαν αγαπήσεις μια φορά, δε σβήνει.

ΜΕΝΕΛΑΟΣ
Κατά πού θα φερθεί ο αγαπημένος.
Μα ας γίνει ως θέλεις· δε θα μπει μες στο ίδιο
μ' εμάς καράβι· όσο γι' αυτό, έχεις δίκιο.
Και στ' Άργος όταν πάει, θα βρει η κακούργα
τη θανή την κακή που της αξίζει,
και θα διδάξει σ' όλες τις γυναίκες
τη σωφροσύνη. Ναι, εύκολο δεν είναι,
αλλά η ποινή της και χειρότερές της
θα μάθει να φοβούνται για όσα κάνουν.

(Ο Μενέλαος φεύγει κατά κει που πήγε και η Ελένη. Η Εκάβη πλαγιάζει.)

[πηγή: Ευριπίδης, Οι Ικέτισσες, Οι Τρωαδίτισσες, Οι Βάκχες, μτφ. Θρ. Σταύρου, Άλφα, Αθήνα 1952]

info