Δημήτρη Μίγγα, Σπάνια χιονίζει στα νησιά (απόσπασμα)

Δεκαπέντε μέρες στο νησί. Νιώθω ακόμα επισκέπτης. Όταν κατέβηκα από τη σκάλα του βαποριού, άφησα τη βαλίτσα δίπλα μου και περίμενα. Είχα την αίσθηση —σχεδόν  ήμουνα βέβαιος, όταν σχεδίαζα το ταξίδι— πως μια κοπέλα όμορφη, ντυμένη στα λευκά, φορώντας άσπρο πλατύγυρο καπέλο θα στεκόταν όρθια στην άκρια του λιμανιού χαμογελώντας.

Περίμενα για ώρα. Η προκυμαία ερήμωσε, αλλά δε φάνηκε εκείνη. Ανηφόρισα απογοητευμένος προς την Αγορά. Κανέναν δε θυμόμουνα, μήτε με γνώρισε κανείς. Τί επιδιώκω, άραγε, με τέτοιου είδους μισερές επιστροφές; […].

Με βασανίζουν τ’ άπιαστα. Σκέφτομαι πως τα απλά πράγματα άμα τ’ αφήσουμε και μεγαλώσουν υπερβολικά εκδικούνται· κλείνουνε σαν το δίχτυ γύρω και μας φυλακίζουν.

Στάθηκα στη μάντρα του αυλόγυρου μπροστά στο σπίτι ύστερα από τόσα χρόνια. Όλα είχαν μικρύνει· μου ερχότανε κι εμένα ώς τη μέση! Με δυσκολία άνοιξα την πόρτα — είχε σκουριάσει η κλειδαριά. Έσπρωξα· οσμή υγρασίας και κλεισούρας διάχυτη. Σε κάθε βήμα μου η εσωτερική σκάλα έτριζε — έλεγες θα πέσει. Έφτασα ώς την κάμαρά μου, δεν είχα κουράγιο ούτε τα ρούχα μου να βγάλω, μήτε το κάλυμμα του κρεβατιού ν’ ανασηκώσω. Έκλεισα τα μάτια μου σε λίγο και ...

Ξανάρθαν όλοι! Άνοιξαν οι πόρτες και μπαινόβγαιναν όσοι είχανε ζήσει και πεθάνει εδώ μέσα.

[πηγή: Δημήτρης Μίγγας, Σπάνια χιονίζει στα νησιά, Πόλις, Αθήνα 1999, σ. 25-26]

εικόνα