Μαίρης Μικέ - Λένας Γκανά, «Εσωτερικός μονόλογος»

Υφολογικά χαρακτηριστικά

Το γεγονός ότι ο εσωτερικός διάλογος κλείνει τον ήρωα στην υποκειμενικότητα ενός βιώματος το οποίο παραμένει σε ένα υπο-λεκτικό επίπεδο, στερούμενο εξ ορισμού ένα πιθανό δέκτη, έχει άμεσες συνέπειες στην μορφική του συγκρότηση:

1) Κυριαρχία της επιφωνηματικής σύνταξης που απαιτείται από την ίδια τη φύση της τεχνικής, καθότι η συντακτικά επιφωνηματική φόρμα στον βαθμό που δεν απαιτεί απάντηση, είναι η κατεξοχήν έκφραση ενός αυτάρκους λόγου, με κατεύθυνση τον εαυτό του. Στοιχεία συγκινησιακής και εκφραστικής τάξης δεσπόζουν στην πλειονότητα των φράσεων, ενώ οι ερωτηματικοί τύποι χρωματισμένοι με επιφωνηματικές αποχρώσεις καταλήγουν στο επίπεδο των ρητορικών ερωτήσεων.

2) Αποφυγή ρηματικών μορφών της περιγραφής και της αφήγησης και πριμοδότηση ονοματικών φράσεων.

Ρήματα δηλωτικά μορφών του ψυχισμού και των εκδηλώσεών του (όπως «ελπίζω», «πιστεύω», «υποθέτω», «σκέφτομαι») παραμερίζουν ρήματα δηλωτικά χειρονομιών και κινήσεων του σώματος.

Η περιγραφή από τον ίδιο τον ήρωα των χειρονομιών του, των κινήσεών του στον χώρο, όπως και του ίδιου του χώρου μέσα στον οποίο βρίσκεται τη στιγμή που μονολογεί, αποκλείονται από τις εκφραστικές προδιαγραφές του.

Ο χώρος δεν μπορεί να αποδοθεί παρά σαν καθαρή αντίληψη —μια και η αφηγηματική περιγραφή είναι αποκλεισμένη— συνθήκη που συνεπάγεται την χρήση ονοματικών φράσεων (π.χ. φωτισμένο, κόκκινο, στολισμένο το καφενείο, ένα παιδί στο άσπρο τραπέζι, καλόγεροι φορτωμένοι με…), ιδιαίτερα ικανών να αποδώσουν την αίσθηση.

Ο εσωτερικός μονόλογος είναι λόγος μη πληροφοριακός. Η πληροφορία (με την κλασική έννοια) για το παρόν ή το παρελθόν εμφανίζεται με τη μορφή του φευγαλέου, άμεσου, ή έμμεσου υπαινιγμού· ο αναγνώστης βρίσκεται έτσι σε μια συνεχή εγρήγορση, σε μια διαδικασία αποδοχής και αναθεώρησης προσπαθώντας να συμπληρώσει τα κενά της πληροφόρησής του που ο λόγος του ήρωα αφήνει δυσαναπλήρωτα, γιατί πολλά πράγματα τα θεωρεί αυτονόητα.

3) Η μη αναφορική φόρτιση της αντωνυμίας.

Εκτός από το «εγώ» —ο εγωκεντρισμός του εσωτερικού μονολόγου υπαγορεύει εξάλλου την ευρεία του χρήση— με σταθερό και ευδιάκριτο σημείο αναφοράς, το δεύτερο και τρίτο πρόσωπο ξεφεύγοντας από αυτή την σταθερότητα ανοίγουν την ίδια στιγμή διόδους για παρερμηνείες της ταυτότητας των προσώπων στα οποία αναφέρονται.

Έτσι, οι αντωνυμίες τρίτου προσώπου προβληματίζουν τον αναγνώστη, γιατί το αντικαθιστούμενο όνομα γίνεται συχνά αντιληπτό μόνο μέσα από το ευρύτερο πλαίσιο συμφραζομένων του κειμένου στην ολότητά του, ή πολύ περισσότερο, του συνολικού έργου του συγγραφέα.

Παράλληλα, η χρήση του δεύτερου προσώπου, οδηγεί σε μια παραπλανητική συνομιλία που υπογραμμίζει την μοναχικότητα του μονολογούντος και την διχοτομία του ανάμεσα στο εγώ και το alter-ego.

Γενικότερα, η τεχνική, στο μέτρο που ανέλαβε την υποχρέωση να αποδώσει στο λεκτικό επίπεδο μια συνειδησιακή κατάσταση, με όσο το δυνατόν μεγαλύτερη πιστότητα, δεν μπορούσε παρά να καταλήξει στην υιοθέτηση μιας ασυνεχούς, διακοπτόμενης, αντιφατικής και ελλειπτικής γραφής· σ' αυτό, συντείνουν τόσο η λέξη που προεκτείνει το σημασιολογικό της βεληνεκές μέσα από ένα πιο ελεύθερο συνδυασμό απ' αυτόν που της προσφέρει η καθομιλουμένη, όσο και διαφορετικά σημασιολογικά επίπεδα που αναζητούν μια ταυτόχρονη έκφραση για να οδηγηθούν τελικά στην ακύρωση, τον εκμηδενισμό, την διακοπή, την αλληλο (επιβεβαίωση-επικάλυψη), κάτω από τις επιταγές της γραμμικής διάστασης της γλώσσας.

[πηγή: Μαίρη Μικέ & Λένα Γκανά, «Εσωτερικός μονόλογος (Αναδρομική περιδιάβαση και σύγχρονη προβληματική μιας αφηγηματικής τεχνικής)», Φιλόλογος, 48 (Καλοκαίρι 1987) 143-145]

εικόνα