Μιχαήλ Μητσάκη, «Το παράπονο του μαρμάρου / Η θλίψις του μαρμάρου»

Το παράπονο του μαρμάρου

Αφιερώνεται
εις τον αγαπητό μου Γεώργιο Καλοσγούρο.

Με τα πόδια σπασμέν' από το γόνατο, με τα χέρια κομμέν' από τον άγκωνα, κοίτεται μέσα στο μουσείον το παλληκάρι το αρχαίο. Μισοπεσμένο στο δεξί του πλευρό, γέρνοντας ζερβά λίγο το κεφάλι, είναι ξαπλωμένο, ολόβολο, απάνω στο ξύλινο στήριγμά του, και φαίνεται ωσάν να κυττάζη το ίδιο του το κορμί. Ακέρηο απ' άκρη σ' άκρη, το σώμα του τεντόνεται, σαν κατάλευκ' ονειροφάντασμα ωραιότητας και γεροσύνης. Της γλυκειάς ωσάν κοριτσιού, της παλληκαρίσιας σαν ήρωα μορφής του το αλαφρό σήκωμα, βαστούνε, του εξαίσιου λαιμού του οι χαριτωμένες γραμμές. Από το σβέρκο του που σκύβει λιγάκι, φεύγουνε πίσωθε, ανοιχτές, οι δυνατές πλάτες του· μα από μπροστά, τα στήθια του ορθόνονται εύρωστα, σφιχτά, με φουσκωμένα, ξαναμμένα τα βυζά, σα ναν τ' ανασηκόνη ο πλούσιος χυμός, που αναβράζει από μέσα τους. Η ράχη του μακρυά, ίσια, κατεβαίνει, χωρισμένη με αυλάκι βαθύ, και τυλίγει, λες και το βλέπεις, αποκάτου από το δέρμα, το κανονικώτατο φκιάσιμο των κοκκάλων και το αξεχώριστο δέσιμό τους. Απαλή, με τα πλευρά πλεγμέν' αρμονικά, τώνα με τ' άλλο, λυγίζεται η μέση του η λεπτή, που σε πάει μαλακά-μαλακά, από το ανδρικό τέντωμα των στηθών του, εις της τρεμάμενης, της ανθισμένης σάρκας των πισινών του την αφροδίσια εμμορφιά, στα ρυθμικά μάγια των λαγαρών του. Λαμποκοπάει, γυαλιστερή σαν καθρέφτης, όλη, με ανεπαίσθητες ζάρες εδώ κ' εκεί, η κοιλιά του, η πλατειά και η σύμμετρη αντάμα, και καταμεσής της χαμογελάει γλυκύτατα ο αφαλός του, που μόλις φαίνεται, και από κάτου της, ξέσκεπο, ελεύθερο, περίλαμπρο, ολόφωτο, το θείο βασίλειο της νειότης του υψόνεται. Ακμαία, γενναία, τορνευμένα, στρογγυλόνονται τα μεριά, και τραβούν κατά κάτου, ομαλά, ευθύγραμμα, για να βρουν τα κορδωμένα ντικλίνια. Δώθε και κείθε δίπλα εις το κορμί, ξεφυτρόνουν από τους ώμους του τα νευροδύναμα μπράτσα του, κι' απάνω τους, χωρισμένοι, καθαρά-καθαρά, καθ' ένας από τον άλλον, μα κ' ενωμένοι αξεκόλλητα εντούτοις, ήσυχοι, αξέννοιαστοι, ωσάν ν' αναπαύονται με απόλυτη εμπιστοσύνη στον εαυτό τους, προβάλλουνε οι μυώνες, καμαρωτοί και περήφανοι. Αλλά κει που με τον αγκώνα η πήχη θα εκαρφωνότανε στερεά στο μπράτσο, κει που η πανώρηα καμάρα της άντζας θα εκολλούσε σφιχτά με την ισάδα την τολμηρή του μεριού, σα μια πληγή ανώμαλη και βαθειά, με απότομα τα ξεπεταχτά της τα χείλια, μονάχη δείχνει, πού θα ήντουσαν τα στιβαρά χέρια, τα επιδέξια να ρίχνουνε το λιθάρι ή να κατεβάζουν τη γροθιά, πού θα ήντουσαν τα πόδια τα φτερωμένα, τα πόδια τα άφθαστα εις το τρέξιμο και τα ασύγκριτα εις το πήδημα. Σαν ναν την έχη δομένη παλάμη άγνωστη, οπού να προμελέτησε το χτύπημα, που να επροσχεδίασε το άδικο, τ' άρπαξε, χέρια και πόδια, καθώς κατέβηκε, η βαθειά πληγή, και λείπουνε παρμένα. Όλο το άλλο του το σώμα, απείραχτο κι' ανέγγιχτο και έμψυχο, παρουσιάζετ' εμπρός σου, μονομιάς, σα ναν του χάρισαν, λες δεν επέρασε ακόμη στιγμή, το δώρο της ύπαρξης, σα να εφύσηξαν μέσα του, λες και δεν είνε στιγμή ακόμη, την πνοή της ζωής. Από τα σκέλια έως εις τα μαλλιά, από την κορφή έως τα ντικλίνια, τίποτα δε θολόνει το φάνταγμα του θαυμαστού του κορμιού, τίποτα δεν ατιμάζει τη μαγική του την όψη, τίποτα δεν ντροπιάζει την όψι του τη λαμπρή. Ούτε το μικρότερο τρίψιμο, ούτε το απλούστερο ράγισμα, ούτε το ελάχιστο χάλασμα, δε ζημιόνει καθόλου του παλληκαριού τη θωριά που σε θαμπόνει. Αλλά των μπράτσων του η πληγή, μα η πληγή των μεριών του, προβάλλει και χάσκει, άσπλαχνη, φρικτή, και κόβει με κακία στη μέση το κατάλευκ' ονειροφάντασμα, και ξυπνάει το μάτι άξαφνα απ' το μεθύσι του το γλυκό. Θάλεγες πως μοίρα κρυφή, θάλεγες πως εκδίκηση μυστική, που ή εφθόνησε η ίδια το τέλειο, το μοναδικό το κορμί, ή θέλησε να δουλέψη το άγριο μίσος εχθρού ζηλιάρη, επίτηδες άπλωσ' απάνω του το βαρύ χέρι της, το χέρι της το αλύπητο, κ' επίτηδες τ' άφηκε ανέγγιχτο τ' άλλο, κ' επίτηδες τούκοψε μονάχα τα άκρα του, για ναν του πάρη τη δύναμι να κινιέται, για ναν το κάμη ν' απομείνη να σέρνεται, το φτωχό, πεντάμορφο, μα κολοβωμένο, για ναν το κάμη να βλέπη, ωσάν κατάδικος, τον εαυτό του παράλυτο, για ναν το κάμη να παρασταίνη αντάμα και τη μεγαλήτερη εμμορφιά και τη μεγαλήτερη ασχήμια. Και ο νέος, κοίτεται τόρα, έτσι, εκεί πέρα, δίχως να μπορή ούτε στα χέρια του να βασταχθή, ούτε στα ποδάρια του να στηρίξη, δίχως να μπορή να σταθή ορθός, δίχως να μπορή να σηκωθή, σαν σακάτης σε κρεββάτι αρρώστιας. Την ασπράδα την άγγιχτη του κορμιού του, θλιβερά αγκαλιάζει η μαυρίλα του ξύλου, που είν' απλωμένος, κι' αποκάτου του ένα ψηφίο φανερόνει τη σειρά που τον έχουν βαλμένον. Απ' των παραθυριών τα αψηλά τζάμια πέφτει χάμου, θαμπό το φως, και σκορπίζει πένθιμη λάμψι. Γύρω τριγύρω του, συντρόφια του εις τη συφορά του, σα ναν τα σώριασε η ίδια μοίρα, κι' αυτά κει-πέρα, παρόμοιας κατάρας θύματα, άθλια χαλάσματα της ζωής, οπού γυρεύουν ησυχίαν από τα πάθη, λείψανα τέτοιας τύχης οπού βρήκαν λιμάνι για να φύγουν τις μπόρες, να γλυτώσουν τα βάσανα ταραγμένης υπάρξεως με τον ίδιον τρόπο, απαράλλαχτ' απάνω στα ξύλινα, απάνω στα μαύρα στηρίγματά τους, σα σε κρεββάτια ξαπλόνονται, γεμίζουν όλον τον τόπο, κοψοπόδαρα, ή κουλά, ή ραγισμένα, ή μισοσπασμένα, ή κατατσακισμένα, σα σε νοσοκομείου ζωγραφιά, λες κι' ακαρτερούν το χειρούργο για να ιδή της πληγές τους, ένα σωρό κι άλλα κορμιά σαν αυτόν, ωσάν αυτόν κι άλλα κουφάρια ένα σωρό. Μέσα στην κρύα τη σάλα, τη στρωμένη με πλάκες, η σιωπή είνε απόλυτη, ανέκφραστο παράπονο βασιλεύει και μισοπεσμένο στο δεξί του πλευρό, γέρνοντας ζερβά λίγο το κεφάλι, το παλληκάρι το ωραίο, φαίνεται σαν να βλέπη το ίδιο του το κορμί, και σαν σύννεφο λύπης, που μόλις διακρίνεται, να σκεπάζη την καλή του μορφή, την παλληκαρίσια και τη γλυκειά. Αχ, δεν εφανταζότανε ποτέ βέβαια, αυτήν την τύχη, όταν, λεβέντης καμαρωμένος, εσυργιανούσε εις τις στοές και στα γυμναστήρια της παλαιάς πόλεως την ανεκδιήγητη δόξα των αψεγάδιαστων μελών του. Αχ, δεν εφανταζότανε βέβαια αυτήν την τύχη, όταν, στεφανωμένος αγωνιστής έρριχνε το λιθάρι στο Στάδιο, ή ενικούσε στο πάλαιμα, ή εκουβέντιαζε με τους φιλοσόφους, ή ανέβαινε στην Ακρόπολι, μπροστά-μπροστά στα ιερά πανηγύρια. Δεν εφανταζότανε ποτέ βέβαια αυτήν την τύχη, όταν έβγαινε απ' τα χέρια του γλύπτη του, όταν άστραφτε μέσα στ' αργαστήρι του, αποκάτου απ' τον ολάνοιχτο ουρανό της Αθήνας, αποκάτω απ' του ήλιου την ασκίαστη λάμψι, ανατριχιάζοντας όλος από δύναμι κι' από αντρειά. Και δεν εφανταζότανε, —αχ, ποτέ βέβαια!— αυτήν την τύχη, όταν, θνητός αυτός, έβλεπε ναν τον στηλόνουνε στο ναό, για να παραστήση του Απόλλωνα ή του Ερμή το αθάνατο το είδωλο. Και σαν νικημένος πολεμιστής, με σπασμένα τα πόδι' από το γόνατο, με κομμένα τα χέρι' από τον άγκωνα, είνε ξαπλωμένο, ολόβολο, απάνω στο ξύλινο στήριγμά του. Ακίνητο, με τα μάτια του σταθερά, θάλεγες όμως πως τριγυρνάει το βλέμμα του από τους ώμους του τους νευρώδεις εις τα τορνευμένα του τα μεριά, από τη λυγερή του τη μέση εις το φούσκωμα των στηθών του, απ' την τρεμάμενη, την ανθισμένη σάρκα των πισινών του στο θείο βασίλειο της γυμνής νειότης του. Καθώς σκύβει ελαφρά το λαιμό του, λες κ' εξετάζει μονάχος του το σώμα του, και μελετάει τους μυώνες του και σπουδάζει το φκιάσιμό του. Και κάπου-κάπου, στον κρυφό του περίπατο, το βλέμμα του φαίνεται σα να καρφόνεται, βαρύ, βαρύ, και εις των γονάτων του τις απότομες λαβωματιές, και εις τις σκληρές των αγκώνων του τις πληγές. Κι' αν τον κυττάξης ώρα πολλή, πολλή, πεσμένον έτσι, με της λύπης το σύννεφο το άφαντο, οπού σκεπάζει το μετωπό του, θαρρείς πως —τάχα μονάχα σε γελάει το μάτι σου;— σιωπηλό δάκρυο λαμποκοπάει κάπου-κάπου, μεσ' απ' τα πέτρινα ματόφυλλά του…

 

Η θλίψις του μαρμάρου

Με τεθραυσμένας κνήμας εκ του γόνατος, ηκρωτηριασμένους από της ωλένης του βραχίονας, κατάκειται εν τω μουσείω ο αρχαίος έφηβος. Ημικλινής επί του δεξιού πλευρού, στρέφων μικρόν προς τα αριστερά την κεφαλήν, απλούται κατά μήκος επί του ξυλίνου βάθρου του, και φαίνεται ως να προσβλέπη εις το ίδιον σώμα του. 'Αρτιος κατά πάντα, ο κορμός αυτού, εκτείνεται, πάλλευκον όνειρον κάλλους και ευρωστίας. Της γλυκείας ως κόρης και αρρενωπής ως ήρωος μορφής την ελαφράν έπαρσιν ανέχει του εξαισίου τραχήλου η εύγραμμος χάρις. Ευρείαι φεύγουν οπίσω, από του ηρέμα καμπτομένου αυχένος, αι ισχυραί ωμοπλάται, ενώ προς τα εμπρός ογκούνται τα στέρνα, ρωμαλέα, έντονα, με προεξέχοντας και σφριγώντας τους μαστούς, ωσεί υπεγειρόμενα εκ του πλουσίου χυμού, του κυκλοφορούντος μέσα των. Υπό βαθείας αύλακος τεμνομένη καταβαίνει η ράχις, μακρά, ευθυτενής, περιβάλλουσα την μαντευομένην υπό το δέρμα κανονικωτάτην των οστών διάπλασιν και την αδιάσπαστον σύνδεσιν. Λεπτή, με τας πλευράς συμπλεκομένας προς αλλήλας εν αρμονική διαδοχή, γλαφυρά, κολπούται η οσφύς, μαλακώς μετάγουσα, από των στέρνων την ανδρώδη έντασιν, προς της αναθαλλούσης και παλλομένης σαρκός των νώτων την επαφρόδιτον ευμορφίαν και των ισχίων ή των λαγόνων τα εύρυθμα θέλγητρα. Αναλάμπει, στίλβουσα όλη, ανεπαισθήτως πτυχουμένη πού και πού, η αδρά συγχρόνως σύμμετρος γαστήρ, εν μέσω της οποίας, ηδύτατα, μόλις διαφαινόμενος, προσμειδιά ο ομφαλός, και υφ' ην, ακάλυπτον, ελεύθερος, παμφαές, έκπαγλον, εγείρεται της ήβης το θείον κράτος. Τολμηροί, εύτορνοι, ακμαίοι, στρογγυλούνται οι μηροί, ίσοι και λείοι βαίνοντες προς τας τεταμένας ιγνύς. Από των ώμων, εκατέρωθεν, εκ παραλλήλου τω κορμώ, εκφύεται των βραχιόνων η νευρώδης δύναμις, εφ' ων κυρτούνται αγερώχως οι μυώνες, κεχωρισμένοι αφ' εκάστων ευκρινώς, και συνεχόμενοι αρρήκτως εντοσούτω, ήσυχοι, γαλήνιοι, ωσεί αναπαυόμενοι εν πεποιθήσει υπερτάτ' εις εαυτούς. Αλλ' όπου διά του αγκώνος ο πήχυς θα συνεπορπούτο προς τον βραχίονα στερρώς, όπου της κνήμης η θεσπεσία καμπύλη θα συνηρμόζετο προς την θρασείαν ευθύτητα του μηρού, ωσεί πληγή ανώμαλος και βαθεία, με απότομα τα προέχοντα χείλη, μόνη δεικνύει πού θα υπήρχαν αι στιβαραί χείρες, αι δεξιώταται να ρίπτουν τον δίσκον ή να κατάγουν την πυγμήν, οι ευπετείς πόδες, οι προσφορώτατοι διά τον δρόμον ή ανυπέρβλητοι εις το πήδημα. Ως δι' αγνώστου παλάμης, ήτις να ανεμέτρησε το κτύπημα, ήτις να προδιέγραφε το αδίκημα, τας αφήρπασε κατενεχθείσα, κ' ελλείπουν αποτετμημέναι. Όλον το λοιπόν σώμα του, άθικτον, ανέπαφον, έμψυχον, εμφανίζεται, ωσάν προ μιας στιγμής έτι να έλαβε της υπάρξεως το δώρον, να ενεφυσήθη την πνοήν της ζωής. Από των σκελών μέχρι της κόμης, από της κορυφής μέχρι των ιγνύων, τίποτε δεν αμαυρόνει του θαυμασίου κορμού την αίγλην, τίποτε δεν μιαίνει το γόητρον της λαμπράς όψεως. Ουδ' η παραμικρά προστριβή, ουδέ το απλούστερον ρήγμα, ουδ' η ελαχίστη απώλεια, ζημιοί του νεανίου την θαμβούσαν παράστασιν. Αλλά, μοχθηρώς διακόπτουσα το πάλλευκον όνειρον, εξεγείρουσα βιαίως το όμμα από της αβράς μέθης του, των βραχιόνων η πληγή προβάλλει, και των μηρών χαίνει το τραύμα, ανηλεές και απαίσιον. Θα έλεγέ τις, ότι κρυφή μοίρα, μυστική νέμεσις, ή αυτή φθονήσασα του απαραμίλλου σώματος την τελειότητα, ή αντιζήλου υπηρετούσα το άγριον μίσος, επίτηδες επέθηκεν αυτώ την βαρείαν και αδυσώπητον χείρα της, και εκείνο μεν αφήκεν αλώβητον από σκοπού, κατέκοψε δε μόνα τα άκρα του, ως διά ν' αφαιρέση απ' αυτού την ισχύν της κινήσεως, να το καταδικάση εις την οικτράν τύχην να σύρεται εις το εξής, πάγκαλον αλλά κολοβόν, να βλέπη εαυτό εν αδρανεία, να εικονίζη άμα την υψίστην ωραιότητα και την υψίστην ασχημίαν. Κείται ούτως εκεί, ο νέος, αδυνατών να ανεγερθή, ανίκανος να στηριχθή εις τας χείρας του, ανίκανος να σταθή επί των ποδών του, ως ανάπηρος επί κλίνης νοσοκομείου. Προς του σώματός του την άσπιλον την λευκότητα, πενθίμως αντιτίθεται η μελανότης του υποστηρίγματος, και αριθμός δηλοί υπ' αυτό την θέσιν, ην κατέχει εν τω ιδρύματι. Διά των υέλων των υψηλών παραθύρων καταπίπτει αμυδρόν το φως, σκορπίζον σκυθρωπήν λάμψιν. Γύρω του, σύντροφοι εν τη συμφορά, ωσάν να εσώρευσε και αυτούς εκεί, παρομοίας κατάρας θύματα, οικτρά της ζωής ερείπια, ησυχίαν από των παθών ζητούντα, λείψανα αναλόγου βίου, η αυτή μοίρα, ευρόντα άσυλον από των θυελλών πολυταράχου υπάρξεως, κατά τον αυτόν τρόπον, επί των μελανών ξυλίνων βάθρων των, ως επί κλινών, απαραλλάκτως εξαπλούνται, πληρούντα πάντα τον χώρον, κυλλά, ή χωλά, ή κατεαγότα, ή συντεθλασμένα παντοίως, χειρουργείου εικόνα παριστώντα ως ν' αναμένουν θα υπέθετες τον μέλλοντα να θεωρήση τας πληγάς των, πλείστ' άλλα σώματα και πλείστοι άλλοι κορμοί ως αυτός. Εν τη διαψύχρω αιθούση με το πλακόστρωτον έδαφος, η σιγή είνε απόλυτος, και άρρητος μελαγχολία βασιλεύει. Και ημικλινής επί του δεξιού πλευρού, στρέφων μικρόν προς τα αριστερά την κεφαλήν, ο ωραίος έφηβος, φαίνεται ωσάν να προσβλέπη εις το ίδιον σώμα του, και ως αδιόρατον νέφος θλίψεως να σκιάζη την καλήν του μορφήν, την αρρενωπήν και γλυκείαν. Α! δεν εφαντάζετο βεβαίως ποτέ την τύχην αυτήν, όταν, θριαμβευτής μείραξ, περιήγεν ανά τας στοάς και τα γυμναστήρια της αρχαίας πόλεως την άφατον δόξαν των αμέμπτων μελών του. Δεν εφαντάζετο βεβαίως ποτέ την τύχην αυτήν, όταν στεφανηφόρος αθλητής, έβαλλεν εν τω Σταδίω τον λίθον, ή ενίκα την πάλην, ή συνωμίλει τοις φιλοσόφοις, ή ανήρχετο εις την Ακρόπολιν, άγων τας ιεράς πομπάς. Δεν εφαντάζετο βεβαίως ποτέ την τύχην αυτήν, όταν εξήρχετο από των χειρών του γλύπτου του, κ' εξήστραπτεν εν τω εργαστηρίω του, υπό τον αναπεπταμένον αττικόν ουρανόν, υπό την πλήρη λάμψιν του ηλίου, φρίσσων όλος εκ ρώμης και αλκής. Και δεν εφαντάζετο —α, βεβαίως ποτέ!— την τύχην αυτήν, όταν, θνητός αυτός, απετίθετο εν τω ναώ, μέλλων να υποτυπώση του Απόλλωνος ή του Ερμού το αθάνατον είδωλον. Και ως ηττημένος μαχητής, με τεθραυσμένας κνήμας εκ του γόνατος, ηκρωτηριασμένους από της ωλένης τους βραχίονας, απλούται κατά μήκος επί του ξυλίνου βάθρου του. Ακίνητος, με σταθεράς τας κόρας των ομμάτων του, περιάγει εν τούτοις θα έλεγες το βλέμμα του, από των νευρωδών ώμων εις τους ευτόρνους μηρούς, από της κολπουμένης οσφύος εις των στέρνων την προβολήν, από των νώτων την παλλομένην και αναθάλλουσαν σάρκα εις της γυμνής ήβης το θείον κράτος. Καθώς κάμπτει ελαφρώς τον αυχένα, ετάζει, θα υπέθετες, τον κορμόν, και μελετά τους μυώνας, και επισκοπεί την όλην του κατασκευήν. Και από καιρού εις καιρόν, εν τη λανθανούση περιπλανήσει του, το βλέμμα αυτού φαίνεται ως να προσκολλάται βαρύ, και εις των γονάτων τας αποτόμους πληγάς, και εις των αγκώνων τα τραχέα τραύματα. Και παρατηρών αυτόν επί μακρόν, με το αδιόρατον νέφος της θλίψεως όπερ καλύπτει το μέτωπόν του, νομίζεις σχεδόν —είνε άραγε οπτική μόνον απάτη;— ότι σιγηλόν δάκρυ μαρμαίρει ενίοτε μεταξύ των λιθίνων βλεφάρων του…

[πηγή: Μιχαήλ Μητσάκης, Το έργο του, εισαγ.-σχόλια-επιμ. Μιχ. Περάνθης, Βιβλιοπωλείον «Εστίας», Αθήνα 1956, σ. 239-245]

εικόνα