Αριστοτέλη Νικολαΐδη, «Λεύκα»

Δεν ήταν το πράσινο ή τ' οξυγόνο, δεν ήταν ασφαλώς η παρουσία των δένδρων, τα φύλλα που ανασαίνουν, τα φύλλα που πέφτουν, το φθινόπωρο μέσα στους δρόμους ή τους υποθετικούς μας κήπους.

Πρόκειται για ένα μόνο δένδρο, μια Λεύκα, φουντωμένη και υψηλή, με φύλλα που θροΐζουν ασημένια, καθώς εμείς καθισμένοι κάτω απ' αυτήν σ' ένα τραπέζι καφενείου την θωρούμε σιωπηλοί, με την πλάτη μας κολλημένη στο ερεισίνωτο της καρέκλας.

Δεν είμαστε και τόσο σιωπηλοί, συχνά τα λέμε: μνήμες από ταξείδια μας και φίλους μακρυνούς ή αυτούς πολύ κοντά μας, έγνοιες από τρέχουσες καταστάσεις, όταν ερχόμαστε τα θερμά τούτα βράδια κάτω από την Λεύκα μας —έτσι τη νοιώθουμε, δική μας— και βυθίζουμε το βλέμμα στα κλαδιά της.

«Είναι σαν θάλασσα», μου είπες κάποια μέρα, «κυματίζει» και από τότε δεν έπαυσα κι εγώ να εξερευνώ τις επιφάνειές της, να ταξιδεύω στα κύματά της. Είναι μια Λεύκα βαθιά ριζωμένη στον καιρό… Α, πόσο απέραντη είναι η Λεύκα τούτη, το κάθε φύλλο της σε μεταφέρει σ' άλλα φύλλα, κλώνους, αντικλώνους, το θρόισμά της σου μηνάει αέρηδες αναπνοές, απίθανες πνοές.

«Λες να την ανακαλύψουν κι άλλοι;» ρώτησες κάποια μέρα.

«Γιατί όχι;»

«Και όμως αμφιβάλλω.»

«Τί είμαστε εμείς…»

«Τίποτε, συμφωνώ.»

«Γιατί λοιπόν να μην την δουν και οι άλλοι, θα ήταν τελείως τυφλοί.»

«Δηλαδή, θέλω να πω, αν βλέπουν…»

«Ό,τι βλέπουμε κι εμείς;»

«Αυτό ακριβώς.»

«Ασφαλώς θα βλέπουν άλλα πράγματα, άλλα φαντάσματα.»

«Φοβάμαι μήπως δεν την βλέπουν με καλό μάτι. Μη με παρεξηγείς. Δεν λέγω τάχατε πως έγινε για μας η Λεύκα τούτη, όχι αγάπη μου. Ή ότι εμείς μονάχα μπορούμε να την δούμε αληθινά. Την βλέπουν μα δεν την προσέχουν, ίσως δεν την θέλουν.»

«Γιατί να μην τη θέλουν;»

«Ξέρω κι εγώ, ένα προαίσθημα…»

«Έλα τώρα, οι ξαφνικές, οι ανεξήγητές σου φοβίες. Κοίτα καλύτερα την Λεύκα, κοίτα την τώρα που τα φύλλα της τρεμίζουν. Θυμάσαι το περασμένο φθινόπωρο; Θεέ μου, τί φυλλόρροια! Εσύ δεν μου 'πες όταν αφήνεις έστω και πέντε λεπτά το βλέμμα σου να πλανηθεί στις φυλλωσιές της, πως τότε ηρεμείς; Το ίδιο συμβαίνει και σε μένα τώρα τελευταία. Το μόνο είναι πως κάποιος πρέπει να το πει, να σε μυήσει —εσύ!— αν δεν το ανακαλύψεις μοναχός σου. Κατάλαβες; Κάποιος να το πει, να το προφέρει.»

«Κατάλαβα…»

«Θαρρείς το άγχος μας απορροφάται από τα φύλλα τότε και όλα γίνονται πιο μαλακά, πιο οικεία. Κάτι σαν δενδροθεραπεία!»

«Να θεραπευθούμε ωστόσο από τί;»

«Απ' αυτό φυσικά που είμαστε· το υπαρξιακό μας άγχος; Κατάντησε σχεδόν μια αστειότητα η έκφραση τούτη κι όμως το άγχος είναι εκεί, σαν άσπρη και άνυδρη σαρανταποδαρούσα. Λοιπόν ας δούμε λίγο και τριγύρω μας. Η πόλη χάλασε, σου λέω, μ' ενοχλεί.»

Αυτό το τελευταίο πια δεν ήταν ανάγκη να το ξεστομίσω. Η επιβίωση μού φαινόταν από καιρό σαν ένα θαύμα κι ένα ερώτημα: ας μην αναλύουμε ολότελα τα πράγματα, ας βλέπουμε τα θαύματα, τα θαύματα… Κι έτσι αμφιβάλλοντας όπως πάντα, ήρθαμε σ’ αυτή την γειτονιά δεν ξέρω κι εγώ γιατί. Εδώ μπορείς να περπατάς τουλάχιστον. «Η πόλη τούτη μοιάζει με αποκλεισμένη πόλη, από το κέντρο προς την περιφέρεια, και τανάπαλιν… Σε λίγο δεν θα έχει πού να πας, πού να σταθείς», έλεγε κάποιος.

«Όταν ήμουν έφηβος, θυμάμαι που βαδίζαμε στη λεωφόρο Συγγρού ίσαμε την θάλασσα, μια θάλασσα πότε γαλήνια, πότε φουσκωμένη, ένιωθες από μακρυά τη διάθεσή της.»

«Ναι, πώς μ’ αρέσει η φουσκοθαλασσιά!»

«Περπάτησα σε πολλούς δρόμους από τότε, είδα πολλά δένδρα, πολλές θάλασσες, ανθρώπους…»

«Πέτρες στις ακρογιαλιές...»

«Πολλά κτυπήματα, έχεις δίκιο: πόλεμος, χαλασμοί, τέλος, η ανοικοδόμηση, τί φρίκη! Πώς άλλαξε λοιπόν η πόλη αυτή! Επιτέλους, η ατομική ιδιοκτησία θριάμβευσε στο λεκανοπέδιο της Αττικής. Οι μισοί περίπου με τους τοίχους τους και οι άλλοι μισοί που περιμένουν την ίδια τύχη. Βέβαια, υπάρχουν και οι αξιομνημόνευτες περιπτώσεις… Σιχαίνομαι την ιδιοκτησία, σου λέω, ιδίως εδώ τριγύρω μας που μαγαρίζει το τοπίο.»

«Μη θίγεις τα ιερά και τα όσια.»

«Ναι, κανένας δεν φαίνεται να θυμάται κι ο καθένας με το κομμάτι του, ο καθένας με το καθίκι του… Μου φαίνονται όλοι πάντως στραβοκαθισμένοι σ’ αυτό τον τόπο. Είναι το τοπίο, ίσως, που κάνει τα πράγματα πιο δύσκολα, πιο φανερό το έγκλημα;»

«Για ποιο έγκλημα μιλάς;»

«Μα για το γνωστό, το πασίγνωστο, βέβαια, έγκλημα. Πώς να το καθορίσω, έχει τόσες μορφές, τόσες παραπλανήσεις και παραλλαγές, αλλά στην πραγματικότητα είναι το ίδιο, οι ρίζες του είναι βαθιές, όσο κι αυτής της Λεύκας.»

«Μην λες ανόσιες λέξεις, φοβερές!»

«Θέλω να πω, μπορεί καμμιά φορά να υποδυθεί και την μορφή της Λεύκας.»

«Δεν σου έμεινε, λοιπόν, καμμιά εμπιστοσύνη στον εαυτό σου;»

«Μιας Λεύκας ολόστητης… καλά στημένης δηλαδή.»

«Στημένης από ποιόν;»

«Χμ, από κάποιο κύκλωμα ή έστω βραχυκύκλωμα, μια μηχανή τουτέστιν. Δεν σου φαίνεται περίεργο πως υπάρχει ακόμη μια Λεύκα σαν κι αυτή, χωρίς να την καθαρίσουν, χωρίς να την περικόψουν καν ή απλούστατα να την κόψουν…»

«Δεν μ’ αρέσουν αυτού του είδους οι αστειότητες. Μου έρχεται να κλάψω. Δεν ένοιωσες λοιπόν ποτέ πραγματικά την σκιά της;»

«Κανονικά θα έπρεπε να υποπτευόμασθε τις σκιές.»

«Δεν πρέπει να μιλάς έτσι και προπαντός μην συνδυάζεις τα πράγματα, συνδυάζοντάς τα γίνονται συχνά αποτρόπαια.»

«Το ξέρω, μα το νοιώθω μέσα μου, νιώθω τα δόντια του άλλου, την παχειά και γλιστερή του γλώσσα, τον χώρο του, τον βόθρο του, χα, χα, αέρα!»

«Μην φωνάζεις έτσι.»

«Φώναξα; Νόμισα πως ψιθύρισα.»

«Είπες αέρα κι άρχισε η Λεύκα μας να τρέμει!»

«Τρέμεις;»

«Φοβάμαι…»

«Τί φοβάσαι;»

«Καίνε, θα την κάψουν. Αχ, δες την Λεύκα, να μην μιλάμε όμως και πολύ γι’ αυτήν, ας την ξεχάσουμε, μην μας την κάψουν…»

Σηκώθηκε πάλι τ’ αεράκι κι όλα τα φύλλα της Λεύκας, κλαδιά και φύλλα έτρεμαν σ’ ένα θρόισμα συνεχές, ένα κυμάτισμα.

Κρατούσα στα χέρια μου ένα φύλλο της, σαν μια παλάμη με τις γραμμές της, λεπτές, σχεδόν ακτινωτές, από τον μίσχο στην περιφέρεια, τί να μαντέψεις; Αργυρόχρωμη από τη μια μεριά, πράσινη από την άλλη.

«Σε κάθε φύλλο, βλέπω το δάσος και το φεγγάρι», μου είπες, «τί φύλλα, πόσα φύλλα…»

«Τί φουσκοφυλλωσιά!»

[πηγή: Αριστοτέλης Νικολαΐδης, Κάτω από τόσα βλέφαρα. Διαδοχικές ιστορίες, Κέδρος, Αθήνα 1992, σ. 383-386]

εικόνα