Αλέκας Παΐζη, [Το θέατρο της εξορίας]

Πήγα εξορία στο Τρίκερι στις 22-4-1949. Σχεδόν αμέσως άρχισαν τα άγρια καψόνια που προηγήθηκαν της μεταφοράς μας στη Μακρόνησο. Εκείνο τον καιρό, τόσο στο Τρίκερι όσο και στη Μακρόνησο, ήταν αδύνατη κάθε απόπειρα οργανωμένης ψυχαγωγίας. Διάβαζα ποιήματα στις γυναίκες όταν υπήρχε κάποια ανάσα. Είχα μάθει σε κάποιες από μας ένα χορικό από το ποίημα του Άγγελου Σικελιανού «Ο θάνατος του Διγενή»: «Σηκώθη η λεβεντογενιά, φρεγάδα μ' ανοιχτά πανιά στον νιον αγέρα, για ν' αρμενίσει το ντουνιά κι ακόμα πέρα... Με το Νοτιά, με το Βοριά ν' ανοίξει απέραντη πορειά στη Λευτεριά, στη Λευτεριά...». Ήταν ωραίο κάποτε που τ' άκουσα να το σιγολένε μέσα στη νύχτα. Με ξεχωριστή συγκίνηση θυμάμαι όταν μια μέρα διάβασα την «Αντιγόνη» του Σοφοκλή: Υπήρχε μια μεγάλη σκηνή που χωρούσε πολλές γυναίκες. Ήξερα πως είχαμε γυναίκες διαφορετικής μόρφωσης, γι' αυτό είπα πως αν κάποια βαρεθεί, θα μπορούσε να φύγει. Διάβασα ολόκληρο το βιβλίο· δεν έφυγε καμιά. Και είχαμε γυναίκες από επιστημόνισσες ώς αναλφάβητες. Όταν ύστερα από το Μακρονήσι μάς γύρισαν ξανά στο Τρίκερι, μπορέσαμε να δώσουμε μια παράσταση. Ήταν το ποίημα του Αριστοτέλη Βαλαωρίτη «Ο Φωτεινός», θεατροποιημένο. Επίσης δουλέψαμε κάποια tableaux-vivants. Το θέμα τους ήταν γυναίκες που ανέβαιναν στο βουνό, γυναίκες στην Αντίσταση. Αυτά τα λίγα με πολλή συγκίνηση, αγάπη και πίστη.

[πηγή: Σύλλογος Πολιτικών Εξορίστων Γυναικών, Γυναίκες εξόριστες στα στρατόπεδα του Εμφυλίου. Χίος. Τρίκερι. Μακρόνησος. Άι-Στράτης, επιμ. Βικτωρία Θεοδώρου, συγκέντρωση φωτογραφικού υλικού Κατίνα Σηφακάκη, Εκδόσεις Καστανιώτη, Αθήνα 1996, σ. 63]

info