Παυλίνας Παμπούδη, «Ανακοίνωση»
Κατ' αρχήν πιστεύω πως η ρητορική ερώτηση «υπάρχει λοιπόν γυναικεία ποίηση;» απευθύνεται μόνο στο υποσυνείδητο — στο συλλογικό υποσυνείδητο ομιλητών και ακροατών. Εκεί βρίσκεται η λαμπρή ιδέα πως η ποίηση de facto είναι ανδρική. Είναι φυσικό να έχει δημιουργηθεί τέτοια πεποίθηση —από κεκτημένη ταχύτητα, όχι από δόλο— εφ' όσον όλα τα πεδία ήταν για τους άνδρες.
Αν το καλοσκεφτούμε όμως, πρόκειται περί ιστορικής πλάνης: ειδικά η ποίηση είναι τελείως στα γυναικεία μέτρα. Όχι επειδή είναι γένους θηλυκού (όπως κι οι υπόλοιπες τέχνες εξάλλου), αλλά επειδή απαιτεί κλείσιμο στο σπίτι, απαιτεί να χειρίζεσαι το λόγο σα μεταξωτές κλωστές και γενικά είναι μια αθόρυβη ενασχόληση. Κι ανέκαθεν εθεωρείτο μάλλον «θηλυπρεπής». θυμάστε βέβαια την εικόνα του «Ποιητή»: ήταν χλωμός, γοητευτικός, λεπτεπίλεπτος, ασθενικός, ευαίσθητος — ιδιότητες αναγνωρίσιμες ως αρετές μόνον αν αφορούσαν γυναίκα. Και τα ποιήματα εξέφραζαν συναισθήματα απαγορευμένα από την ανατροφή των σκληρών ανδρών, που δεν κλαίνε κι έχουν τα λόγια τους μετρημένα και τα αισθήματά τους τα δείχνουν με πράξεις. Δεν μιλάω για τα «ανδρικά» ποιήματα με τους ρωμαλέους δυνατούς κι εθνεγερτικούς στίχους — γιατί αυτά παρουσιάζονται μόνον σε εποχές κρίσης ή εθνικών παλλιγενεσιών, οπότε, ως γνωστόν, όλες οι αξίες ανατρέπονται. Βεβαίως το, π.χ., «Ομπρός βοηθάτε να σηκώσουμε τον ήλιο πάνω από τον κόσμο» δε θα μπορούσε να το 'χει γράψει γυναίκα, αλλά νομίζω πως σήμερα δεν θα το 'γραφε ούτε άνδρας. Ευτυχώς η εποχή μας έχει απαλλάξει την ποίηση από τα συνθήματα και τη μεγαλοστομία — αυτά τα χειρίζονται τώρα άλλοι τομείς (ανδρικοί). Κι η ποίηση, όχι, δεν είναι ανδρική.
Αλλά είπαμε: Η πεποίθηση θα εξακολουθήσει να υπάρχει στην αποθήκη του υποσυνείδητου. Και στο δικό μου υποσυνείδητο, σίγουρα, υπάρχουν αρκετά αντιφατικά κουβάρια ατταβιστικών συμπλεγμάτων. Όπως ανακάλυψα τελευταία, αυτά μ' έκαναν να δηλώνω ποιητής κι όχι ποιήτρια, κι αυτά με εμπόδιζαν να γράψω ερωτικά ποιήματα (γεγονός καθόλου επιζήμιο για την ποίηση). Υπάρχουν. Ε, και; Ας τ' αφήσουμε όλοι εκεί στα βαθιά, μαζί με τόσα άλλα —αχρείαστα να 'ναι— μαζί λ.χ. με τις παρορμήσεις μας να επιδοθούμε ξαφνικά σε βίαιες πράξεις.
Θέλω να καταλήξω πως δε χρειάζεται, σε συνειδητό επίπεδο, να μας απασχολεί η ύπαρξη ή μη γυναικείας ποίησης, περισσότερο απ' όσο η ύπαρξη ή μη ποίησης ποιητών με μεγάλη μύτη ή ποίησης ποιητών με αμυγδαλές. Εξάλλου, πιστεύω πως όλες αυτές οι περιδημιουργικές παθήσεις (ονομάζω έτσι τις θεωρίες, τις αναλύσεις, τις κριτικές, τις ταξινομήσεις, τα πώς και τα κατά πόσον) είναι αυθαίρετες, αυθύπαρκτες και αυτοϊκανοποιούμενες. Δεν αφορούν και πολύ το αντικείμενό τους, την πρωτογενή δημιουργία· βουίζουν όμως γύρω του επίμονα σα θολό σύννεφο εντόμων — εντάξει, καμιά φορά μπορεί να 'χουν και λίγη γονιμοποιό γύρη στα πόδια τους.
Η ποίηση είναι απλώς καλή, κακή ή μέτρια και το φύλο του γράφοντος είναι το τελευταίο που επηρεάζει την ποιότητά της. Τί το συζητάμε; Ήδη το κοινωνικό μοντέλο του άνδρα που προβάλλεται σήμερα περιορίζει τις διαφορές του απ' τη γυναίκα μόνο στο σημείο που βρέχει την πάνα του.
Ας κλείσω πιο σοβαρά, επικαλούμενη και παραφράζοντας κάτι από την Αγία Γραφή: «Και ο άνθρωπος εποίησε την ποίηση κατ' εικόνα και ομοίωσιν αυτού, άρρεν και θήλυ εποίησεν αυτήν». (Όπως ξέρουμε, το επόμενο χωρίο που αναφέρεται στην χειρουργική επέμβαση είναι εμβόλιμο).
Από κει και πέρα όλα τα άλλα είναι, κουβέντα να γίνεται. Η ποίηση, ελπίζω, εξακολουθεί να υπάρχει πάνω από τις θεολογικές έριδες περί της φύσεώς της, όπως κι ο Θεός.
[πηγή: Α. Φραντζή, Κ. Αγγελάκη-Ρουκ, Ρ. Γαλανάκη, Α. Παπαδάκη, Π. Παμπούδη, Υπάρχει, λοιπόν, γυναικεία ποίηση;, Εταιρεία Σπουδών Νεοελληνικού Πολιτισμού και Γενικής Παιδείας, Αθήνα 1990, σ. 53-56]