Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη, «Υπό την βασιλικήν δρυν»
(απόσπασμα)

[...]

Ήμην κατάκοπος, κάθιδρος και πνευστιών. Άμα έφθασα, ερρίφθην επί της χλόης, εκυλίσθην επάνω εις παπαρούνες και χαμολούλουδα. Αλλ' όμως ησθανόμην κρυφήν ευτυχίαν, ονειρώδη απόλαυσιν. Ερρέμβαζον αναβλέπων εις τους κλώνας της τους κραταιούς, και ηνοιγόκλειον ηδυπαθώς τα χείλη εις την πνοήν της αύρας της, εις τον θρουν των φύλλων της. Εκατοντάδες πουλιών ανεπαύοντο εις τους κλώνας της, έμελπον τρελά τραγούδια… Δρόσος, άρωμα και χαρμονή εθώπευον την ψυχήν μου…

εικόνα

Gustav Klimt, Stoclet Fries (1905). Μωσαϊκό [πηγή: Μουσείο Gustav Klimt]

Ήμην αποσταμένος, και δεν είχον κοιμηθή καλά την νύκτα. Ο ύπνος μού έλειπεν. Εις την σκιάν του πελωρίου δένδρου, εν μέσω των μηκώνων του των κατακοκκίνων, ο Μορφεύς ήλθε και μ' εβαυκάλησε, και μοι έδειξεν εικόνας, ως εις περίεργον παιδίον.

Μου εφάνη ότι το δένδρον —έσωζον καθ' ύπνον την έννοιαν του δένδρου— μικρόν κατά μικρόν μετέβαλλεν όψιν, είδος και μορφήν. Εις μίαν στιγμήν η ρίζα του μου εφάνη ως δύο ωραίαι εύτορνοι κνήμαι, κολλημέναι η μία επάνω εις την άλλην, είτα κατ' ολίγον εξεκόλλησαν κ᾽ εχωρίσθησαν εις δύο· ο κορμός μού εφάνη ότι διεπλάσσετο και εμορφούτο εις οσφύν, εις κοιλίαν και στέρνον, με δύο κόλπους γλαφυρούς, προέχοντας· οι δύο παμμέγιστοι κλάδοι μού εφάνησαν ως δύο βραχίονες, χείρες ορεγόμεναι εις το άπειρον, είτα κατερχόμεναι συγκαταβατικώς προς την γην, εφ᾽ ης εγώ εκείμην· και το βαθύφαιον, αειθαλές φύλλωμα μού εφάνη ως κόμη πλουσία κόρης, αναδεδημένη προς τ᾽ άνω, είτα λυομένη, κυματίζουσα, χαλαρουμένη προς τα κάτω.

Το πόρισμά μου, το εν ονείρω εξαχθέν, και εις λήρον εν είδει συλλογισμού διατυπωθέν, υπήρξε τούτο: «Α! δεν είναι δένδρον, είναι κόρη· και τα δένδρα, όσα βλέπομεν, είναι γυναίκες!»

Όταν μετ' ολίγον εξύπνησα, ως συνέχειαν του ονείρου έσχον εν νω την ανάμνησιν της ιστορίας του τυφλού, τον οποίον ο Χριστός εθεράπευσε, καθώς είχον ακούσει τον διδάσκαλόν μας εις την Ιεράν Ιστορίαν: «Καταρχάς μεν είδε τους ανθρώπους ως δένδρα· δεύτερον δε τους είδε καθαρά…»

Πλην δεν εξύπνησα ακόμη, πριν ακούσω τί έλεγε το φάσμα· η κόρη — η δρυς, είχε λάβει φωνήν και μοι έλεγεν:

— Ειπέ να μου φεισθούν, να μη με κόψουν… διά να μη κάμω ακουσίως κακόν. Δεν είμ᾽ εγώ νύμφη αθάνατος· θα ζήσω όσον αυτό το δένδρον…

[...]

[πηγή: Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, Άπαντα, τ. 3, κριτ. έκδ. Ν.Δ. Τριανταφυλλόπουλος, Δόμος, Αθήνα 1989, σ. 330-331]

info