Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη, «Η Νοσταλγός»
(απόσπασμα)
[...]
Joaquín Sorolla, Βράχια στη Χάβεα, Η άσπρη βάρκα (1905). Λάδι σε καμβά [πηγή: WikiArt.org]
Εκάθισεν εις τας κώπας και ήρχισε να ελαύνη. Εκείνη, εις την πρύμνην καθημένη, εδέχετο κατ' όψιν το ωχρόν φως της σελήνης, το οποίον επέχριεν ως με αργυράν κόνιν τους αβρούς χαρακτήρας του ωραίου προσώπου της. Ο νέος την εκοίταζε δειλώς.
[...]
Η Λιαλιώ έμεινε με το μεσοφούστανον, κοντόν έως τας κνήμας, λευκόν όσον και το κολόβιον, και με τας λευκάς περικνημίδας, υφ᾽ ας εμάντευε τις τας τορνευτάς και κομψάς κνήμας, λευκοτέρας ακόμη. Έμεινε με τα κρίνα του λαιμού της ατελώς καλυπτόμενα από την πορφυράν μεταξωτήν τραχηλιάν της, κ' εκάθισε συνεσταλμένη παρά την πρύμνην, βραχυσωμοτέρα ή όσον ήτο, με το μέτριον και χαρίεν ανάστημά <της>.
[...]
Ο νέος, ως γείτων, είχε πληροφορηθή τα συμβαίνοντα, και την ηγάπησε κρυφά. Η χάρις του λιγυρού αναστήματός της δεν εξηλείφετο από την άνευ μέσης περιβολήν την οποίαν εφόρει. Και τα κατσαρά, τα οποία εκόσμουν το ηδυπαθές μέτωπόν της, ήσαν φυσικά και όχι επίπλαστα. Η λάμψις των βαθέων και μαύρων οφθαλμών της έκαιεν αμαυρά, υπό τας καμαρωτάς οφρύς, και τα πορφυρά χείλη της ερρόδιζον επί της ωχράς και διαυγούς χροιάς των παρειών της, αίτινες εβάπτοντο μ' ελαφρόν ερύθημα εις τον παραμικρόν κόπον ή εις την ελαχίστην συγκίνησιν. Αλλά το λεπτόν και ήρεμον πυρ των οφθαλμών της έκαιε την καρδίαν του νέου.
[πηγή: Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, Άπαντα, τ. 3, κριτ. έκδ. Ν.Δ. Τριανταφυλλόπουλος, Δόμος, Αθήνα 1989, σ. 48, 52-53 & 56]