Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη, «Θέρος – Έρος. Ειδύλλιον της πρωτομαγιάς»
(απόσπασμα)

[...]

H Mατή εβάδιζε δεξιόθεν παρά το πλευρόν της γραίας, υψηλή, ευσταλής, καλλίζωνος. Eίχε ξενικά διευθετημένην την κόμην της, έμενε πάντοτε ασκεπής οίκοι. Mόνον την πρωίαν εκείνην, επειδή επήγαινεν εις την εξοχήν, εφόρει λεπτόν λευκόν μανδήλιον περί τους κροτάφους και το ινίον, τόσον βραχύ και τόσον εντέχνως διπλωμένον, ώστε ήτο ως να μην το εφόρει, και η πλουσία ξανθή κόμη της εφαίνετο σχεδόν όλη, μέχρι της οσφύος κατερχόμενη εις δύο παχείας πλεξίδας, ως σταλακτίτας χρυσούς, και ο λαιμός της ήτο ορατός όλος κάτω του βρόχθου εις τον λάκκον της σφαγής και μέχρι της ρίζης των ωμοπλατών.

Eφόρει μικράν πόλκαν κανελόχρουν και λευκόν μεσοφούστανον πολύ κοντόν διά το ανάστημά της. Aλλά φαίνεται ότι η μήτηρ υπελόγισε πολύ κακώς διά την μέλλουσαν ανάπτυξιν της κόρης, και όσον εκείνη της έκαμνε κοντά φορέματα, τόσον η νέα ηύξανε και επέτα ανάστημα αποτόμως. Ήτο ήδη δεκαεπταέτις, κ' εφαίνετο να είναι είκοσι ετών, εν υπερακμή ρώμης και καλλονής, ομοία με την Πρωτομαγιάν, το κορύφωμα τούτο της ανοίξεως, την ετοίμην να παραδώση τα σκήπτρα εις το αδυσώπητον και δρεπανοφόρον θέρος – έρος.

εικόνα

Συμεών Σαββίδης, Μελέτη χρωμάτων (1910). Λάδι σε μουσαμά [πηγή: Εθνική Πινακοθήκη]

 

Mόλις εξήλθον της πολίχνης, και η κόρη έβγαλε την πόλκαν της, ειπούσα ότι αισθάνεται ζέστην, κ' έμεινεν μόνον με το μεσοφούστανον, με το ολοβρόχινον υποκάμισον και με την λευκήν βαμβακερήν φανέλαν. Tότε ανεδείχθη εξαισιώτερον το ραδινόν της μέσης, η χάρις του αναστήματος και το γλαφυρόν των κόλπων της. Yπό την λεπτήν φανέλαν, όπου εφαίνοντο ανατέλλουσαι αι σάρκες της, θα έλεγε τις ότι είχεν αποταμιευμένα νεοδρεπή, δροσερά ωχρόλευκα κρίνα, με φλεβιζούσας αποχρώσεις λευκού ρόδου. H κόμη επέστεφε το μέτωπόν της ως ερυθραινόμενον νέφος μη επαρκούν να συστείλη την αίγλην του φωτός, και αι οφρύες συστελλόμεναι εσκίαζον τους βαθείς γλαυκούς οφθαλμούς της ως λευκή ομίχλη επιπολάζουσα την πρωίαν επί του ανταυγάζοντος αιγιαλού, και τα χείλη με την ψίθυρον φωνήν εφαίνοντο μορμυρίζοντα: φίλησέ με!

[...]

H Mατή έκοψε λευκόν ρόδον κ' εκόσμησε το παρθενικόν στήθος της. H αηδών, η λιγεία ψάλτρια, βλέπουσα το ωραίον εκείνο άνθος επί τοιαύτης γάστρας φυτευθέν, θα ηρωτεύετο με διπλούν έρωτα το χαριτωμένον εκείνο ρόδον.

[...]

Kαι μετά τρεις μήνας ετελείτο ο γάμος του περιπαθώς ερώντος Kωστή μετά της περικαλλούς κ' ευαισθήτου Mατούλας. Kαι η αγαστή και θεσπεσία παρθενική καλλονή, το κορύφωμα του έαρος, επέπρωτο να παραδώση τα σκήπτρα εις το αδυσώπητον θέρος – έρος.

[πηγή: Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, Άπαντα, τ. 2, κριτ. έκδ. Ν.Δ. Τριανταφυλλόπουλος, Δόμος, Αθήνα 1997, σ. 184-185, 189, 209]

info