Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη, «Τα Ρόδιν' ακρογιάλια. Κοινωνικόν μυθιστόρημα»
(απόσπασμα)

ΠΡΟΛΟΓΟΣ

Ω ναι, απήλαυσα... Τί άλλο θα ωνειροπολούσα τάχα εις τον κόσμον; Τί άλλο, παρά μίαν στιγμήν να την ίδω;... Και τώρα την έβλεπα επί πολλά λεπτά, τα οποία εφαίνοντο να ήσαν σταγόνες πεσούσαι από το κέρασμα της θείας αμβροσίας εις την τρυφήν του παραδείσου.

Ναι, ενθυμούμαι καλά. Τα παραπετάσματα ήσαν ανεβασμένα, και το γυαλί του παραθύρου κατελάμπετο από την λυχνίαν την πλησίον, ήτις πρέπει να ίστατο επί τραπέζης κειμένης σύρριζα δίπλα εις το παράθυρον.

Είχεν έλθει κ' εκάθισε σιμά στο παράθυρον, βλέπουσα προς την τράπεζαν. Εφόρει λευκά· μόνον αι πλατείαι χειρίδες του υποκαμίσου της είχον ερυθρόν κέντημα. Έφερε το εργόχειρον κρεμαστόν περί τον θείον λαιμόν της, κ' έκυπτεν αυτή επί της θεσπεσίας τραχηλιάς της, της κολπουμένης με πτυχάς και σχήμα ανέφικτον εις την πλέον ιδεώδη πλαστικήν. Έκυπτε, και τί έκαμνεν; Ίσως ηρίθμει τας θηλειάς του πλεξίματός της. Έπαλλε γοργά τας μακράς βελόνας της. Ω, με αυτάς μου είχε περονήσει την καρδίαν· αλλ' είναι λίαν προσφιλής η καίουσα πληγή...

Ιδού, στρέφει το αγλαόν πρόσωπον προς τα έξω. Βλέπει προς το μέρος μου. Και τί βλέπει; Θάλασσαν, σκότος, άβυσσον. Ω, να ήτο δυνατόν να υποπτεύση ότι υπάρχει έν μαύρον σημάδι εδώ· μία βαρκούλα, και στην βαρκούλα μέσα, τί; Έν σπάραγμα του πόνου, ράκος ανθρώπινον.

εικόνα

Homer Winslow, Rowing Home (1890). Υδατογραφία [πηγή: Google Art Project]

Ιδού, μειδιά· ω κάλλος, ω μορφή, ω οπτασία!... Είδα τα δοντάκια της να λάμπουν, τα χείλη της να λουλουδίζουν, τα μάγουλά της να μηλολονθούν... Και τώρα, γελά, μόνη της· ω μέλος, ω άνθος, ω άστρον επίγειον!...

Το σώμ' αυτό το αιθέριο στη γη να μη λυγίση
Και το χαμόγελο ποτέ στα χείλη να μη σβήση.
Να μη φανή το κάλλος σου πως είν' από το χώμα.
Ω, χαίρε, του θανάτου, που μ' επότισες το πόμα·

[...]

...Ιδού εγώ, κωμάζω υπό τα παράθυρά της. Ούτε φωνή, ούτε κιθάρα, ούτε στεναγμός. Έβαλα τας κώπας εις ανάπαυσιν, κ' εστάθην. Παρακαλώ τα ρεύματα να μη με παρασύρουν. Εδώ αντικρύζει ακριβώς. Βλέπω —φευ, είναι ωραίον να έχη τις όμματα διά να βλέπη τούτο— βλέπω το παράθυρον φωτισμένον. Η καρδία πάλλει, το παν ηρεμεί. Μη φυσάς, αύρα, μη με σύρετε, ρεύματα. Περιμένω την τρισολβίαν στιγμήν... Ω, ας έλθη η στιγμή εκείνη· είναι ανταξία των αιώνων· και είτα ας έλθη το μηδέν, πλην όταν εκείνη επί στιγμήν ανατείλη, εις το μηδέν θα μείνη έν μόριον υπάρξεως, και εις το χάος μία ακτίς αναμνήσεως. Έπλευσα, κι απέκαμα, κ' ενυκτώθην... [...].

[πηγή: Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, Άπαντα, τ. 4, κριτ. έκδ. Ν.Δ. Τριανταφυλλόπουλος, Δόμος, Αθήνα 2005, σ. 223-224]

info