Μαρίας Παπαδήμα, «Fernando Pessoa, Γίνε πολλαπλός σαν το σύμπαν» (αποσπάσματα)Αν σαν πεθάνω, θελήσετε να γράψετε τη Θα ακολουθήσουμε την υπόδειξη του ποιητή, και δεν θα μακρυγορήσουμε με τη διεξοδική παράθεση βιογραφικών στοιχείων. Ο Fernando António Nogueira Pessoa γεννήθηκε στη Λισαβώνα στις 13 Ιουνίου 1888 και πέθανε στη Λισαβώνα στις 30 Νοεμβρίου 1935. Θα αρκεστούμε στη συνοπτική περιγραφή που δίνει ένας άλλος ποιητής, ο Octavio Paz: Αγγλομανής, μύωψ, ευγενής, αλλοπαρμένος, ντυμένος στα σκούρα, απόμακρος και οικείος, κοσμοπολίτης που κηρύσσει τον εθνικισμό, επίσημος ερευνητής των ασήμαντων πραγμάτων, άνθρωπος με χιούμορ που δεν χαμογελάει ποτέ και που μας παγώνει το αίμα, εφευρέτης άλλων ποιητών και εξολοθρευτής του εαυτού του, συγγραφέας ενός παράδοξου λόγου καθαρού σαν το νερό και σαν κι αυτό απύθμενου: προσποίηση σημαίνει αυτογνωσία. Μυστηριώδης σαν το φεγγάρι το καταμεσήμερο, σιωπηλό φάντασμα του πορτογαλικού μεσημεριού· ποιος είναι ο Πεσσόα; [...] Το φαινόμενο αυτό [της ετερωνυμίας] δεν είναι εντελώς νέο στην ιστορία της λογοτεχνίας. Ο Kierkegaard (1813-1855) υπογράφει το έργο του με διάφορα ονόματα. Χρήση της ετερωνυμίας κάνει και ο ισπανός ποιητής Antonio Machado (1875-1939) με τη δημιουργία των Abel Martin και Juan de Mairena. Ωστόσο η γραφή τους δεν διαφέρει ριζικά, παρά την ξεχωριστή βιογραφία τους και οι δύο δεν αυτονομούνται επαρκώς από την προσωπικότητα του δημιουργού τους. «Εγώ είναι ένας άλλος», δηλώνει ο Rimbaud αποκαλύπτοντας τους κανόνες του παιχνιδιού. Στην περίπτωση του Πεσσόα, αυτός ο άλλος έχει συγκεκριμένο όνομα. Ο Καέϊρο, ο Ρέϊς και ο Κάμπος είναι ποιητές ισάξιοι και διαφορετικοί από το δημιουργό τους. Ο πρώτος εκ των τριών που εμφανίζεται στη δημόσια ζωή είναι ο Άλβαρο ντε Κάμπος. Τα ποιήματά του Opiarium και Θριαμβική ωδή, η πρώτη από τις μεγάλες ωδές του, δημοσιεύονται στο πρώτο τεύχος του περιοδικού Orpheu, Ιανουάριος-Μάρτιος 1915, και το όνομά του εμφανίζεται στα περιεχόμενα δίπλα σ' εκείνο των ιδρυτών του περιοδικού, του ίδιου του Πεσσόα και του Μάριο ντε Σα Καρνέϊρο, και των άλλων συνεργατών. Ωστόσο τα ποιήματά του παρουσιάζονται ως «δύο συνθέσεις του Άλβαρο ντε Κάμπος που εκδίδονται από τον Φερνάντο Πεσσόα». Ο Πεσσόα αφήνει έτσι να διαφαίνεται από την αρχή, χωρίς βεβαίως να τη διευκρινίζει περισσότερο, μια αόριστη σχέση μ' αυτόν τον άλλο ποιητή. Σ' όλη του τη ζωή θα διατηρήσει αυτή τη διφορούμενη στάση έναντι των ετερωνύμων του, οι οποίοι πέραν των ποιημάτων, θα δίνουν συνεντεύξεις, θα γράφουν άρθρα, θα ασκούν κριτική ο ένας για το έργο του άλλου χωρίς το ευρύ κοινό να υποψιάζεται ότι πρόκειται για έναν και μόνο ποιητή, αλλά όταν ο ίδιος ο Πεσσόα σχεδιάζει την έκδοση του έργου του, ομολογεί ότι σκοπεύει να συμπεριλάβει τα ποιήματα όλων, αποδεχόμενος την πατρότητά τους. Θα επανέλθει στο θέμα αυτό είκοσι χρόνια αργότερα στην περίφημη επιστολή του, με ημερομηνία 13 Ιανουαρίου 1935, προς τον ποιητή και ιδρυτή του περιοδικού Presença Adolfo Casais Monteiro, στην οποία αναλύει διεξοδικά τη γένεση των ετερωνύμων του. Αυτή η εκ των υστέρων εξομολόγηση αντιμετωπίζεται πολύ συχνά με δυσπιστία από τους ερευνητές του έργου του Πεσσόα. Αρκετοί εξ αυτών υποστηρίζουν ότι πρόκειται για μια εκλογικευμένη εξήγηση και για μια σαφή πρόθεση εκ μέρους του να δημιουργήσει ένα μύθο. Στα όρια της προσωπικής εξομολόγησης ενός δημιουργού και μιας ακόμη μυθοπλασίας, το κείμενο αυτό προσφέρεται για διαφορετικές αναγνώσεις ενώ ταυτόχρονα μας προσφέρει αν όχι το κλειδί, τουλάχιστον τα κύρια χαρακτηριστικά των ετερωνύμων του. « […] Θα απαντήσω τώρα στην ερώτησή σας σχετικά με τη γένεση των ετερωνύμων μου. Δεν ξέρω αν θα τα καταφέρω να σας δώσω μια ικανοποιητική απάντηση. [...] Από παιδί είχα την τάση να δημιουργώ γύρω μου έναν κόσμο πλασματικό, να περιβάλλομαι από φίλους και γνωστούς που ουδέποτε υπήρξαν. (Δεν ξέρω, βεβαίως, αν πραγματικά δεν υπήρξαν ή αν αυτός που δεν υπάρχει είμαι εγώ. Γι' αυτά τα πράγματα, όπως και για όλα τ' άλλα, δεν πρέπει να είμαστε δογματικοί). Από τότε που με γνωρίζω ως αυτόν που αποκαλώ εαυτό μου, θυμάμαι ότι είχα με ακρίβεια στο μυαλό μου τη μορφή, τις κινήσεις, το χαρακτήρα και την ιστορία πολλών μη πραγματικών προσώπων που ήταν για μένα τόσο ορατά και δικά μου σαν τα αντικείμενα που αποτελούν αυτό που αποκαλούμε, καταχρηστικά ίσως, πραγματική ζωή. Αυτή η τάση που υπάρχει από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου, με συνοδεύει πάντα, αλλάζοντας λίγο το είδος της μουσικής με την οποία με σαγηνεύει αλλά ουδόλως τον τρόπο της σαγήνης της. Θυμάμαι, για παράδειγμα, αυτόν που νομίζω ότι υπήρξε στα έξι μου χρόνια το πρώτο μου ετερώνυμο, ή μάλλον ο πρώτος μου ανύπαρκτος γνωστός — κάποιος ονόματι Chevalier de Pas, εξ ονόματος του οποίου έγραφα γράμματα προς τον εαυτό μου. Η μορφή του, όχι εντελώς θολή, απολαμβάνει ακόμη εκείνου του μέρους της αγάπης μου που συνορεύει με τη νοσταλγία. Θυμάμαι, αλλά λιγότερο καθαρά, μιαν άλλη μορφή με όνομα ξένο πάλι το οποίο όμως μου διαφεύγει, που ήταν, δεν ξέρω ως προς τί, ο αντίπαλος του Chevalier de Pas…Πρόκειται για κάτι που συμβαίνει σε όλα τα παιδιά; Ασφαλώς — ή ίσως. Αλλά τα έζησα τόσο έντονα ώστε να τα ζω ακόμη και σήμερα, σε σημείο που χρειάζεται να καταβάλλω προσπάθεια για να πεισθώ πως δεν ήταν πραγματικότητα. Αυτή μου η τάση να δημιουργώ γύρω μου έναν άλλο κόσμο, ίδιο με τον υπαρκτό αλλά με άλλους ανθρώπους, δεν έφυγε ποτέ από τη φαντασία μου. Πέρασε από διάφορα στάδια, μεταξύ των οποίων και αυτό που αντιστοιχεί στην ενήλικη ζωή μου. Μου ερχόταν στο νου μια έκφραση, εντελώς ξενή, για τον άλφα ή το βήτα λόγο, από αυτό που είμαι ή από αυτό που νομίζω ότι είμαι. Την έλεγα αμέσως, αυθόρμητα, σαν να ήταν κάποιου φίλου μου, του οποίου το όνομα εφεύρισκα, προσέθετα την ιστορία και πάραυτα έβλεπα μπροστά μου τη μορφή του — πρόσωπο, ανάστημα, ρούχα και κινήσεις. Κι έτσι κατασκεύασα και έκανα γνωστούς πολλούς φίλους και απλές γνωριμίες οι οποίοι δεν υπήρξαν ποτέ αλλά που ακόμη και σήμερα, σε απόσταση τριάντα χρόνων, ακούω, νιώθω, βλέπω. Επαναλαμβάνω: ακούω, νιώθω, βλέπω. Και τους νοσταλγώ. [...] Ορισμένες ακόμη σημειώσεις επί του θέματος… Βλέπω μπροστά μου, στον άχρωμο αλλά πραγματικό χώρο του ονείρου, τα πρόσωπα, τις κινήσεις του Καέϊρο, του Ρικάρντο Ρέϊς και του Άλβαρο ντε Κάμπος. Τους κατασκεύασα ηλικία και ζωές. Ο Ρικάρντο Ρέϊς γεννήθηκε το 1887 (δεν θυμάμαι ημέρα και μήνα, αλλά κάπου τα έχω), στο Πόρτο, είναι γιατρός και ζει αυτή τη στιγμή στη Βραζιλία. Ο Αλμπέρτο Καέϊρο γεννήθηκε το 1889 και πέθανε το 1915. Γεννήθηκε στη Λισαβώνα αλλά έζησε σχεδόν όλη τη ζωή του στην εξοχή. Δεν είχε επάγγελμα και σχεδόν καμιά παιδεία. Ο Άλβαρο ντε Κάμπος γεννήθηκε στην Ταβίρα, στις 15 Οκτωβρίου 1890 (στη 1:30 το μεσημέρι, μου λέει ο Φερνάντο Γκόμες. Είναι αλήθεια, γιατί το ωροσκόπιο που αντιστοιχεί στην ώρα αυτή το επιβεβαιώνει). Αυτός, όπως θα γνωρίζετε, είναι ναυπηγός μηχανικός (σπούδασε στη Γλασκώβη), αλλά τώρα βρίσκεται στη Λισαβώνα, χωρίς δουλειά. Ο Καέϊρο ήταν μεσαίου αναστήματος, και άν και ήταν πραγματικά ασθενικός (πέθανε φυματικός), δεν το έδειχνε. Ο Ρικάρντο Ρέϊς είναι ελάχιστα, αλλά πολύ ελάχιστα, κοντότερος, δυνατότερος, στεγνότερος. Ο Άλβαρο ντε Κάμπος είναι ψηλός (1,75 ύψος, δηλαδή 2 εκατοστά ψηλότερός μου), λεπτός και σκύβει ελαφρώς. Όλοι είναι ξυρισμένοι — ο Καέϊρο είναι ανοιχτόξανθος, με γαλάζια μάτια· ο Ρέϊς μελαχρινός σταράτος· ο Κάμπος ούτε καστανός ούτε μελαχρινός, μοιάζει αόριστα με πορτογάλο εβραίο, αλλά τα μαλλιά του είναι ίσια με χωρίστρα στο πλάι και μονόκλ. Ο Καέϊρο, όπως είπα, δεν είχε καμιά μόρφωση — μόνο το δημοτικό. Έχασε από πολύ νωρίς τον πατέρα του και τη μητέρα του και ζούσε με κάποια μικρά εισοδήματα. Ζούσε με μια γριά θεία του, αδερφή της γιαγιάς του. Ο Ρικάρντο Ρέϊς, ο οποίος ανατράφηκε σ' ένα κολλέγιο Ιησουιτών, είναι, όπως είπα, γιατρός. Ζεί στη Βραζιλία από το 1919, όπου εκπατρίστηκε γιατί ήταν φιλομοναρχικός. Είναι λατινιστής, λόγω της μόρφωσης που έλαβε, και αυτοδίδακτος ελληνιστής κατά το ήμισυ. Ο Άλβαρο ντε Κάμπος φοίτησε σ' ένα κοινό λύκειο, κι ύστερα τον έστειλαν στη Σκωτία να σπουδάσει μηχανικός, πρώτα μηχανολόγος και μετά ναυπηγός. Σε κάποιες διακοπές ταξίδεψε στην Ανατολή από όπου εμπνεύστηκε το Opiarium. Του έμαθε λατινικά ένας θείος του από την Μπέϊρα που ήταν ιερέας. Πώς γράφω εξ ονόματος αυτών των τριών; Στην περίπτωση του Καέϊρο πρόκειται για απλή και καθαρή έμπνευση, χωρίς να ξέρω ούτε καν να φαντάζομαι τί θα έγραφα: Όσο για τον Ρικάρντο Ρέϊς, προέκυψε ύστερα από έναν αφηρημένο στοχασμό που ξαφνικά πήρε τη μορφή ωδής. Με το όνομα του Κάμπος γράφω όταν νιώθω μια ξαφνική διάθεση να γράψω και δεν ξέρω περί τίνος πρόκειται. (Ο κατά ήμισυ ετερώνυμός μου Μπερνάρντο Σοάρες, ο οποίο άλλωστε μοιάζει σε αρκετά σημεία με τον Άλβαρο ντε Κάμπος, εμφανίζεται πάντα όταν είμαι κουρασμένος ή νυστάζω, με αποτέλεσμα να μη λειτουργεί πλήρως η σκέψη μου και ο έλεγχος. Η πρόζα του είναι μια διαρκής περιπλάνηση. Πρόκειται για έναν κατά το ήμισυ ετερώνυμο γιατί η προσωπικότητά του δεν είναι η δικιά μου ούτε διαφορετική από τη δικιά μου, αλλά μέρος της δικιάς μου. Είμαι εγώ, αν εξαιρέσουμε τον τρόπο σκέψης και το συναίσθημα. Η πρόζα του, εκτός από αυτό που ο τρόπος σκέψης δίνει ως tenue στη δικιά μου, είναι ίδια, και η χρήση της πορτογαλικής γλώσσας ακριβώς η ίδια. Αντιθέτως, ο Καέϊρο γράφει σε κακά πορτογαλικά, ο Κάμπος μέτρια αλλά και με λάθη, όπως για παράδειγμα "eu proprio" αντί για "eu mesmo" κ.λπ. και ο Ρέϊς καλύτερα από μένα αλλά με έναν καθαρευουσιανισμό που θεωρώ υπερβολικό. Το δύσκολο για μένα είναι να γράψω την πρόζα του Ρέϊς —ακόμα κι ανέκδοτη— ή του Κάμπος. Η προσποίηση είναι πιο εύκολη, καθότι είναι πιο αυθόρμητη, στο στίχο).» [...] [πηγή: περ. Ποίηση, τχ. 11 (Άνοιξη – Καλοκαίρι 1998) 3 & 5-11] |