Γιάννη Πατίλη, «Η τελευταία φορά. Απολογία Διονυσίου Σολωμού ενώπιον εισαγγελέως»

Τρία άτομα πιάστηκαν προχθές στη Ζάκυνθο, με την κατηγορία ότι καλλιεργούσαν και διακινούσαν χασίς και χάπια στο νησί [ ]. Οι συλληφθέντες είναι οι: Μιχ. Ζιάγκας, 24 χρόνων από τον Τύρναβο, Αρμενάκης Μαθιέλης, 28 χρόνων από τη Μυτιλήνη και ο 34χρονος Διον. Σολωμός από τη Ζάκυνθο [ ]. Σήμερα θα οδηγηθούν στον Εισαγγελέα.

Ελευθεροτυπία, 16/8/89

Πως θα δικάσετε έναν Διονύσιο Σολωμό μη σας τρομάζει
Πρόκειται για απλή συνωνυμία
Τα ονόματα έχουν τόση εξουσία
Εσείς το ξέρετε καλύτερα καθό αρμόδιος
Είναι αυτά που μένουν έξω από τις φυλακές
Αυτά που μένουν έξω από το χώμα και τα χρόνια
Όταν όλα τα άλλα πάνε μέσα
Κι ήταν γι’ αυτό εξάλλου που άφησα και το σχολειό
Αίθουσες κρύες βιβλία βαρετά παπαγαλίες
Άνοστα καλαμπούρια με το όνομα
Κι ούτε είχα γράψει εγώ στην τουαλέτα
Φθυς κατ’ εμάς εβούιξε κρυφά το Ποιος θα ζήσει
Κι ας είχε από κάτω τ’ όνομά μου
Το ποιος θα ζήσει το’ μαθα μετά
Τέσσερεις μ’ έξι εις το πολύαστρον του αιθέρος
Δεύτερος όρχος τεθωρακισμένων Μυτιλήνη
Στενήμαχος Αυλώνα Έβρος Κατερίνη
Με λυσσασμένα σκέλια να φωνάζουνε Μαρία
Του έρωτα τις στάσεις της που ζήλευε ώς κι ο τοίχος
Τότε ήτανε μόνο σοβάδες ξεφτισμένοι κι υγρασία
Της Μεσαριάς βροχές που πίναν το μεδούλι κι άδειοι δρόμοι
Άδειες στοές και θάλασσα άδεια
Κι όσο θολώναν τα νερά τόσο πληθαίναν τ’ άστρα
Μόνο που εκείνα πέφταν κάπως μακριά
(Αν και τα κοντινά εξίσου σκέπαζε η μακρότης)
Βράχια πολλά μας σταίνανε τα χρόνια
Μόνο το στήθος ζούσε κάτω από τη στάχτη
Ένα κρυφό μυστήριο που ξεδίπλωνε τις μέρες
Κι έφερνε αυγές που ζήλευε το γάλα
Καθώς πρωί καλοκαιριού όταν αφήνεις το σεντόνι
Μες σ’ ένα φως που στόλιζε τα σπίτια και τους δρόμους
Που βάσταε όλη μέρα κι ώς το βράδυ
Ένα άναμμα βαθύ σε χείλη μέτωπο και μάτια
Μα και το λίγο το μισούσανε τα χρόνια
Ήταν κι απέναντι ένας τόπος που πονούσε
Βρώμικοι δρόμοι σκονισμένα πάρκα πολυκατοικίες
Η οδός Κορίνθου δειλινό να σε ματώνει
Πλάι σ’ επιπλάδικα μουντά και σε καφάσια
Και σε κομμάτια σκοταδιού που πέφταν
Απ’ τους τοίχους και κυλούσαν
Ώς την πλατεία την άδεια που περνούσε
Το φάντασμα μιας διαδήλωσης που φώναζε Αντρέας
Υπήρχε κάτι πάνω σ’ όλα που πονούσε
Σαν χαλασμένο υπεραστικό σε μάντρα αυτοκινήτων
Σαν ξεχασμένο σύνθημα σε τοίχο
Έτσι ξεθώριαζαν τα χρόνια δίχως να πεθαίνουν
Παλιώνανε οι μέρες πριν κυκλοφορήσουν
Οι ώρες πριν αργήσουν
Μόνο το στήθος ζούσε ακόμη κάτω από τη στάχτη
Ένα κρυφό μυστήριο που αρνιόταν να πεθάνει κι οδηγούσε
Εδώ που τώρα λάμπαν άλλοι ουρανοί
Με το φιλάκι μοναχά τη φλόγα μου να σβήνω
Όταν δεν έχω τίποτα για να ’χω και να δίνω
Σε μέρες που ’χαν σαν παρθενικό τριαντάφυλλο το στόμα
Και μου ανάβαν την ψυχή και μου ’σβηναν το χώμα
Τον ύπνο μου ευωδιάζοντας μες στο ξερό χορτάρι
Που με τον άσπρο του καπνό νιο ουρανό σε κάνει
Κι ανοίγει μου στα αυτιά αυτιά και μέσ’ στα μάτια μάτια
Να ακούω χρώματα λαμπρά ήχους μαλαματένιους
Πάνω στα πέλαα να πατώ χωρίς να τα σουφρώνω
Σε βράχια πάνω να πετώ χωρίς να τα ματώνω

Ας ήτανε το τρυφερό κλωνάρι μόνο να ’χα

Κι ούτε έχω γράψει άλλους στίχους ούτε πια
Θα ξαναγράψω.

Από τη συλλογή Γραφέως Κάτοπτρον (1989)

[πηγή: Γιάννης Πατίλης, Ταξίδια στην ίδια πόλη (Ποιήματα 1970-1990), ύψιλον/βιβλία, Αθήνα 1993, σ. 260-262]

info