Cesare Pavese, «Χρόνια»

Από εκείνο που ήμουν τότε δεν απομένει πια τίποτα: μόλις που 'χα γίνει άντρας, ήμουν ακόμη ένα αγόρι. Το ήξερα εδώ και λίγο καιρό, όμως όλα συνέβησαν στο τέλος του χειμώνα, μια νύχτα κι ένα πρωί. Ήμασταν μαζί, σχεδόν κρυμμένοι, σ' ένα δωμάτιο που έβλεπε σε μια λεωφόρο. Η Σίλβια μου είπε, εκείνη τη νύχτα, ότι πρέπει να φύγω ή θα έφευγε εκείνη, δεν είχαμε πια τίποτα να κάνουμε μαζί. Την ικέτεψα ν' αφήσει να ξαναδοκιμάσουμε. Ήμουνα ξαπλωμένος στο πλευρό της και την αγκάλιαζα. Εκείνη μου είπε: «Με ποιο σκοπό;». Μιλούσαμε χαμηλόφωνα, μες στο σκοτάδι.

'Eπειτα η Σίλβια αποκοιμήθηκε, κι εγώ ακουμπούσα μέχρι το πρωί το γόνατό μου στο δικό της. Το πρωί έφτασε όπως έφτανε πάντα, κι έκανε πολύ κρύο. Η Σίλβια είχε τα μαλλιά ριγμένα στα μάτια της κι έμενε ακίνητη. Στο ημίφως εγώ κοιτούσα το χρόνο να κυλάει, ήξερα ότι κυλούσε κι ότι έτρεχε, κι ότι έξω ήταν η ομίχλη. Όλος ο καιρός που ήμουν με τη Σίλβια σ' εκείνο το δωμάτιο ήταν σαν μια μονάχα μέρα και μια νύχτα, που τώρα τελειώνει στο πρωινό. Τότε κατάλαβα πως ποτέ πια δεν θα ξανάβγαινε μαζί μου στην ψυχρή ομίχλη.

Θα 'ταν καλύτερα αν ντυνόμουνα κι έφευγα δίχως να την ξυπνήσω. Αλλά τώρα είχα στο μυαλό μου κάτι ακόμα να τη ρωτήσω. Περίμενα, προσπαθώντας ν' αποκοιμηθώ.

'Oταν ξύπνησε η Σίλβια, μου χαμογέλασε. Ξαναρχίσαμε να μιλάμε. Είπε: «Είναι ωραίο να είναι κανείς ειλικρινής όπως εμείς». «Ω, Σίλβια» ψιθύρισα, «τί θα κάνω βγαίνοντας από δω; Πού θα πάω;» Αυτό ήταν που ήθελα να τη ρωτήσω. Εκείνη, δίχως να σηκώσει το κεφάλι απ' το μαξιλάρι, χαμογέλασε ευτυχισμένη. «Χαζέ», είπε, «Θα πας όπου θέλεις. Δεν είναι ωραίο να 'μαστε ελεύθεροι; Θα γνωρίσεις ένα σωρό κοπέλες, θα κάνεις ό,τι θέλεις. Πίστεψέ με, σε ζηλεύω».

Τώρα το πρωινό γέμιζε το δωμάτιο και δεν υπήρχε λίγη ζέστη παρά μόνο στο κρεββάτι. Η Σίλβια περίμενε ήσυχη. «Εσύ είσαι σαν μια πόρνη», της είπα, «κι έτσι ήσουν πάντα».

Η Σίλβια δεν άνοιξε τα μάτια. «Τώρα που το 'πες νιώθεις καλύτερα;» μου είπε.

Τότε ήμουν σαν εκείνη να μην βρισκόταν εκεί, και κοιτούσα το ταβάνι κι έκλαιγα δίχως θόρυβο. Τα δάκρυα μου γέμιζαν τα μάτια και χύνονταν στο μαξιλάρι. Δεν άξιζε τον κόπο να το καταλάβει εκείνη. Τόσος καιρός έχει περάσει, και τώρα ξέρω ότι εκείνα τα βουβά δάκρυα ήταν η μοναδική αντρίκια πράξη που έκανα με τη Σίλβια· ξέρω ότι έκλαιγα όχι για κείνην αλλά γιατί είχα προβλέψει το πεπρωμένο μου. Από εκείνο που ήμουν τότε δεν απομένει πια τίποτα. Μένει μονάχα ότι είχα καταλάβει ποιος θα 'μουνα στο μέλλον.

'Eπειτα η Σίλβια μου είπε: «Τώρα φτάνει. Πρέπει να σηκωθώ».

Σηκωθήκαμε μαζί, και οι δύο. Δεν την είδα να ντύνεται. Βρέθηκα αμέσως όρθιος, στο παράθυρο, και κοιτούσα τη βλάστηση να χάνεται. Πίσω απ' την ομίχλη ήταν ο ήλιος, ο ήλιος που τόσες φορές είχε ζεστάνει το δωμάτιο. Και η Σίλβια ντύθηκε γρήγορα, και με ρώτησε αν θα πάρω μαζί μου τα πράγματά μου. Της είπα πως προηγουμένως θέλω να ζεστάνω τον καφέ, κι άναψα το καμινέτο.

Η Σίλβια, καθισμένη στην άκρη του κρεββατιού, άρχισε να περιποιείται τα νύχια της, κάτι που στο παρελθόν έκανε πάντα στο τραπεζάκι. Φαινόταν αφηρημένη και τα μαλλιά της έπεφταν συνέχεια στα μάτια. Τότε τίναζε το κεφάλι της πίσω και ελευθέρωνε το πρόσωπό της. Εγώ γύρισα το δωμάτιο και μάζεψα τα πράγματά μου. Έκανα ένα σωρό πάνω σε μια καρέκλα και ξαφνικά η Σίλβια σηκώθηκε κι έτρεξε να σβήσει τον καφέ που χυνόταν.

Κατόπιν τράβηξα τη βαλίτσα κι έβαλα μέσα τα πράγματα. Την ίδια στιγμή, μέσα μου, προσπαθούσα να συγκεντρώσω όλες τις δυσάρεστες αναμνήσεις που είχα από τη Σίλβια — τις ευτέλειες, τις κακοκεφιές, τα οργισμένα λόγια, τις ρυτίδες. Αυτά έπαιρνα μαζί μου απ' το δωμάτιό της. Εκείνο που άφηνα ήταν μια ομίχλη.

Όταν τελείωσα, ο καφές ήταν έτοιμος. Τον ήπιαμε στο πόδι, δίπλα στο καμινέτο. Η Σίλβια κάτι είπε, ότι εκείνη τη μέρα θα περνούσε από κάποιον, να μιλήσει για κάποια υπόθεση. Λίγο αργότερα, άφησα το φλιτζάνι κι έφυγα με τη βαλίτσα. Έξω η ομίχλη κι ο ήλιος σε τύφλωναν.

μτφ. Ευριπίδης Γαραντούδης

[πηγή: περ. Εντευκτήριο, τχ. 7 (1989) 29]

εικόνα