Λουΐτζι Πιραντέλλο, «Το κοράκι του Μίτσαρο»

ΒΟΣΚΟΙ ΧΑΣΟΜΕΡΗΔΕΣ, ΣΚΑΡΦΑΛΩΝΟΝΤΑΣ ΜΙΑ ΜΕΡΑ ΣΤΙΣ απόκρημνες πλαγιές του Μίτσαρο, έπιασαν στη φωλιά του ένα μεγάλο κοράκι, που καθόταν ήσυχα και κλώσαγε τ' αυγά του.

— Ω, χαζοπούλι, τί κάνεις; Μα για κοιτάξτε λιγάκι! Κλωσάει τ' αυγά! Είναι δουλειά της γυναίκας σου, χαζοπούλι!

Δεν θα 'πρεπε να πιστέψει κανείς πως το κοράκι δεν πρόβαλε τις δικαιολογίες του. Τις πρόβαλε — αλλά στα κορακίστικα. Και φυσικά κανείς δεν το κατάλαβε.

Οι βοσκοί διασκέδασαν βασανίζοντάς το μια ολόκληρη μέρα. Έπειτα ένας από αυτούς το πήρε μαζί του στο χωριό. Αλλά την άλλη μέρα, μην ξέροντας τί να το κάνει, του έδεσε για ενθύμιο ένα μπρούντζινο κουδουνάκι στο λαιμό και το άφησε πάλι ελεύθερο.

— Στο καλό!

Τί εντύπωση έκανε στο κοράκι εκείνο το πράγμα που κουδούνιζε το ήξερε μονάχα αυτό που το φορούσε στο λαιμό του και πετούσε στον ουρανό. Αν κρίνουμε από το πέταγμα του, έμοιαζε ευχαριστημένο, αδιάφορο πια για τη φωλιά και για το ταίρι του.

Ντιν ντιντίν ντιν ντιντίν…

Οι χωριάτες που δούλευαν σκυμμένοι στα χωράφια, ακούγοντας εκείνο το κουδούνισμα, ανασηκώνονταν και κοίταζαν εδώ κι εκεί, στις απέραντες πεδιάδες κάτω από τον πυρωμένο ήλιο:

— Πού σημαίνουν;

Δεν φυσούσε πνοή ανέμου. Από ποια, λοιπόν, μακρινή εκκλησία έφτανε στ' αυτιά τους εκείνη η γιορτινή κωδωνοκρουσία;

Όλα θα μπορούσαν να τα φανταστούν, εκτός από το ότι ένα κοράκι κουδούνιζε έτσι στον αέρα.

«Πνεύματα!» συλλογίστηκε ο Τσικέ, που δούλευε μόνος του σ' ένα αγρόκτημα, σκάβοντας λάκκους γύρω από μερικές αμυγδαλιές για να βάλει κοπριά. Κι έκανε το σταυρό του. Γιατί αυτός πίστευε στα πνεύματα. Ακόμα και να τον φωνάζουν είχε ακούσει κάποιο βράδυ, καθώς γυρνούσε αργά απ' τα χωράφια, στο δρόμο, κοντά στα σβησμένα Καμίνια, όπου, καθώς έλεγαν όλοι, κατοικούσαν. Να τον φωνάζουν; Και πώς; Τον φώναζαν: Τσικέ! Τσικέ! Έτσι. Και οι τρίχες του κεφαλιού του είχαν σηκωθεί κάτω από το σκούφο του.

Τώρα εκείνο το κουδούνισμα το άκουσε πρώτα κάπου μακριά, έπειτα κοντά, έπειτα πάλι μακριά. Και γύρω δεν υπήρχε ψυχή. Χωράφια, δέντρα και φυτά, που δεν μιλούσαν και δεν άκουγαν και που με την αταραξία τους μεγάλωναν τον τρόμο του. Κατόπιν, πηγαίνοντας για το κολατσιό του, που το είχε φέρει το πρωί από το σπίτι του, μισό καρβέλι κι ένα κρεμμύδι μέσα στο σάκο που είχε αφήσει μαζί με το σακάκι του σε μεγάλη απόσταση από εκεί, κρεμασμένον στο κλαδί μιας ελιάς, μάλιστα κύριε, το κρεμμύδι ήταν εκεί, μέσα στο σάκο, αλλά το μισό καρβέλι δεν το βρήκε. Κι αυτό για τρίτη φορά μέσα σε λίγες μέρες.

Δεν είπε τίποτα σε κανέναν, γιατί ήξερε πως όταν τα πνεύματα σ' έβαζαν στο σημάδι, ήταν κακό να παραπονιέσαι: σε τσάκωναν πάλι μ' όλη τους την άνεση και σου έκαναν χειρότερα.

— Δεν νιώθω καλά, απάντησε ο Τσικέ, το βράδυ που γύρισε από τη δουλειά, στη γυναίκα του, που τον ρώτησε γιατί είχε εκείνη την παράξενη έκφραση.

— Τρως όμως! παρατήρησε μετά από λίγο η γυναίκα του, βλέποντάς τον να καταβροχθίζει δυο και τρεις γαβάθες σούπα, τη μια πίσω από την άλλη.

— Τρώω, ναι! μουρμούρισε ο Τσικέ, νηστικός από το πρωί και θυμωμένος γιατί δεν μπορούσε να εξομολογηθεί το μυστικό του.

Κάποτε, όμως, διαδόθηκε στην ύπαιθρο το νέο για τον κλέφτη που πετούσε στον ουρανό χτυπώντας το κουδουνάκι του.

Ο Τσικέ έκανε το λάθος να μη γελάσει όπως όλοι οι άλλοι που το έμαθαν.

— Ορκίζομαι, είπε, πως θα μου το πληρώσει!

Και τί έκανε; Έβαλε στο σάκο του, μαζί με το κρεμμύδι και το μισό καρβέλι, τέσσερα ξερά κουκιά και τέσσερα κομμάτια σπάγκο. Μόλις έφτασε στο αγρόκτημα, έβγαλε το σαμάρι από το γάιδαρο και τον άφησε να βοσκήσει στην πλαγιά. Ο Τσικέ μιλούσε στο γάιδαρό του, όπως το συνηθίζουν οι χωριάτες. Και ο γάιδαρος, κάτι τέτοιες στιγμές, σήκωνε τ' αυτιά του και κάθε τόσο γκάριζε, σαν να του απαντούσε κατά κάποιο τρόπο.

— Πήγαινε, Τσίτσο, πήγαινε, του είπε εκείνη τη μέρα ο Τσικέ. Και στάσου να δεις, θα το γλεντήσουμε!

Τρύπησε τα κουκιά, τους πέρασε το σπάγκο, έδεσε τις άκρες του στο σαμάρι κι άφησε τα κουκιά πάνω στο σάκο. Έπειτα απομακρύνθηκε κι άρχισε να σκάβει.

Πέρασε μια ώρα, πέρασαν δυο. Κάθε τόσο ο Τσικέ σταματούσε τη δουλειά του, νομίζοντας κάθε φορά πως άκουσε τον ήχο του κουδουνιού στον αέρα. Ανασηκωνόταν και τέντωνε τ' αυτί του. Τίποτα. Κι άρχιζε πάλι να σκάβει.

Ήρθε η ώρα του κολατσιού. Αναποφάσιστος, να πάει για φαγητό ή να περιμένει λίγο ακόμα, ο Τσικέ στο τέλος ξεκίνησε. Αλλά έπειτα, βλέποντας την παγίδα τόσο καλά στημένη πάνω στο σάκο, δεν θέλησε να τη χαλάσει. Εκείνη τη στιγμή άκουσε καθαρά ένα μακρινό κουδούνισμα. Σήκωσε το κεφάλι.

— Νά το!

Και αθόρυβα, σκυφτός, με την καρδιά στο στόμα, άφησε τη θέση του και κρύφτηκε μακριά.

To κοράκι όμως, σαν ν' απολάμβανε τον ήχο του κουδουνιού του, πετούσε ψηλά, ψηλά, και δεν κατέβαινε.

«Ίσως με βλέπει», συλλογίστηκε ο Τσικέ. Και σηκώθηκε για να κρυφτεί ακόμα πιο μακριά. Αλλά το κοράκι εξακολούθησε να πετάει ψηλά και δεν έδειχνε να θέλει να κατεβεί.

Ο Τσικέ πεινούσε, δεν ήθελε όμως να υποχωρήσει. Άρχισε πάλι να σκάβει. Περίμενε, περίμενε, το κοράκι πάντοτε εκεί, σαν να το έκανε επίτηδες. Πεινασμένος, με το ψωμί δυο βήματα πιο κει, χωρίς να μπορεί να το αγγίξει! Ο Τσικέ υπέφερε μέσα του, αλλά αντιστεκόταν, φουρκισμένος, πεισματάρης.

— Θα κατεβείς! Θα κατεβείς! Πρέπει να πεινάς κι εσύ!

Το κοράκι στο μεταξύ, από τον ουρανό, με τον ήχο του κουδουνιού του έμοιαζε να του απαντάει πεισμωμένα:

Ούτε εσύ ούτε εγώ! Ούτε εσύ ούτε εγώ!

Έτσι πέρασε η μέρα. Ο Τσικέ, εξοργισμένος, ξέσπασε στο γάιδαρό του κι έπειτα του ξαναφόρεσε το σαμάρι, από το οποίο κρέμονταν, σαν κάποιο παράξενο στολίδι, τα τέσσερα κουκιά. Και προχωρώντας δάγκωσε θυμωμένα εκείνο το ψωμί που στάθηκε το μαρτύριό του όλη μέρα. Σε κάθε μπουκιά εκτόξευε και μια βρισιά προς την κατεύθυνση του κορακιού —κακούργε, κλέφτη, άτιμε— γιατί δεν τον είχε αφήσει να το τσακώσει.

Αλλά την άλλη μέρα τα κατάφερε.

Αφού ετοίμασε την παγίδα με τα κουκιά με την ίδια φροντίδα, είχε αρχίσει εδώ και λίγη ώρα να δουλεύει, όταν άκουσε εκεί κοντά τον ήχο του κουδουνιού κι ένα απεγνωσμένο κρώξιμο, καθώς και θόρυβο από φτερά που χτυπούσαν μανιασμένα. Έτρεξε αμέσως. Το κοράκι ήταν εκεί, παγιδευμένο από το σπάγκο που έβγαινε από το ράμφος του και το έπνιγε.

— Α, κατέβηκες; του φώναξε αρπάζοντάς το απ' τις φτερούγες. Είναι καλά τα κουκιά; Και τώρα μαζί μου, βρωμοπούλι! Θα σου δώσω να καταλάβεις.

Έκοψε το σπάγκο και, γι' αρχή, κατάφερε δυο γροθιές στο κεφάλι του κορακιού.

— Αυτή για το φόβο που πήρα κι αυτή γιατί έμεινα νηστικός!

Στο μεταξύ ο γάιδαρος, που στεκόταν λίγο μακρύτερα κι έβοσκε στην πλαγιά, ακούγοντας το κοράκι να κρώζει, το 'χε βάλει στα πόδια τρομοκρατημένος. Ο Τσικέ τον σταμάτησε φωνάζοντας κι έπειτα του 'δειξε από μακριά το μαυροπούλι.

— Νά το, Τσίτσο! Το κρατάμε! Το κρατάμε!

Το έδεσε από τα πόδια, το κρέμασε στο δέντρο και γύρισε στη δουλειά του. Καθώς έσκαβε, συλλογιζόταν την εκδίκηση που έπρεπε να πάρει. Θα του έκοβε τα φτερά, για να μην μπορεί πια να πετάξει, κι έπειτα θα το παρέδιδε στα παιδιά του και στα άλλα παιδιά της γειτονιάς που θα το βασάνιζαν. Και γελούσε μέσα του.

Όταν έπεσε το βράδυ, έβαλε το σαμάρι στη ράχη του γαϊδάρου, κατέβασε το κοράκι, το κρέμασε από τα πόδια στο λουρί του σαμαριού, καβάλησε κι έφυγε. Το κουδουνάκι που ήταν δεμένο στο λαιμό του κορακιού άρχισε τότε vα κουδουνίζει. Ο γάιδαρος τέντωσε τ' αυτιά του και σταμάτησε.

— Ντε! του φώναξε ο Τσικέ τραβώντας το χαλινάρι.

Κι ο γάιδαρος άρχισε πάλι να βαδίζει, όχι απολύτως σίγουρος όμως, εξαιτίας εκείνου του ασυνήθιστου ήχου που συνόδευε τον αργό τροχασμό του πάνω στη σκόνη του δρόμου.

Καθώς πήγαινε ο Τσικέ συλλογιζόταν πως από εκείνη τη μέρα κανείς πια δεν θ' άκουγε στα χωράφια το κοράκι του Μίτσαρο να χτυπάει στον ουρανό το κουδουνάκι του. Το είχε εκεί, και τώρα πια δεν έδινε σημάδια ζωής το βρωμοπούλι.

— Τί κάνεις; το ρώτησε γυρίζοντας και δίνοντάς του μια στο κεφάλι με το χαλινάρι. Αποκοιμήθηκες;

Με το χτύπημα, το κοράκι έκανε:

Κρα!

Σ' εκείνη την αναπάντεχη κραυγή, ο γάιδαρος σταμάτησε ξαφνικά, με το λαιμό ψηλά, τ' αυτιά τεντωμένα. Ο Τσικέ έσκασε στα γέλια.

— Ντε, Τσίτσο! Τί φοβάσαι;

Και χτύπησε με το σχοινί το γάιδαρο στ' αυτιά. Έπειτα από λίγο ρώτησε πάλι το κοράκι:

— Αποκοιμήθηκες;

Και το ξαναχτύπησε, πιο δυνατά. Τότε, πιο δυνατά και το κοράκι:

Κρα!

Αλλά αυτή τη φορά ο γάιδαρος έδωσε ένα απότομο σάλτο και το 'βαλε στα πόδια. Μάταια προσπαθούσε να τον συγκρατήσει ο Τσικέ μ' όλη τη δύναμη των χεριών και των ποδιών του. Το κοράκι, που χτυπιόταν πέρα δώθε σ' εκείνη την ξέφρενη κούρσα, άρχισε να κρώζει απελπισμένα. Μα πιο πολύ φώναζε και πιο πολύ έτρεχε ο τρομοκρατημένος γάιδαρος.

Κρα! Κρα! Κρα!

Ο Τσικέ ούρλιαζε κι αυτός και τραβούσε, τραβούσε το χαλινάρι. Μα τώρα πια τα δυο ζώα έμοιαζαν ξετρελαμένα απ' τον τρόμο που προκαλούσε το ένα στο άλλο. Για λίγο ακουγόταν μέσα στην ησυχία της νύχτας ο σαματάς αυτής της απεγνωσμένης φυγής. Έπειτα ακούστηκε ένας μεγάλος γδούπος και τίποτα πια.

Την άλλη μέρα ο Τσικέ βρέθηκε τσακισμένος στο βάθος μιας χαράδρας κάτω απ' το γάιδαρό του: ένας άμορφος σωρός που άχνιζε κάτω απ' τον ήλιο, μέσα σ' ένα σύννεφο μύγες.

Το κοράκι του Μίτσαρο, μαύρο μες στα γαλάζια χρώματα του πρωινού, χτυπούσε ξανά στους ουρανούς το κουδουνάκι του, ελεύθερο κι ευτυχισμένο.

[πηγή: Λουΐτζι Πιραντέλλο, Χάος. Διηγήματα, μτφ. Σωτήρης Τριβιζάς, Εκδόσεις Καστανιώτη, Αθήνα 1996, σ. 13-18]

εικόνα