Πέτρου Αμπατζόγλου, «Από θέσεως ισχύος»
Δεν ήταν βέβαια καμία στρατιωτική μεγαλοφυΐα αλλά υπηρετούσε την πατρίδα με υπακοή. Η αλήθεια είναι πως οι κατώτεροί του στο βαθμό περνούσαν δύσκολες ώρες μαζί του, αυτό όμως γινόταν για το δικό τους καλό αφού ο στρατιώτης κι ο παπάς πρέπει να ξεχνούν την υπερηφάνεια και τον εγωισμό τους. Τότε το σύστημα λειτουργεί υποδειγματικά και δεν παρουσιάζει καμιά επικίνδυνη διαφωνία. Ο συνταγματάρχης ήταν αυστηρός, ο ίδιος έλεγε πως η σκληρότητά του ήταν κρυμμένη τρυφερότητα για τους άλλους κι ύστερα είχε πάντα δίκιο. Πραγματικά, στα τριάντα χρόνια της στρατιωτικής του ζωής δεν έπιασε τον εαυτό του ούτε μια φορά να βρίσκεται στο άδικο, απορούσε μάλιστα κι ο ίδιος γι' αυτή τη σύμπτωση που τον έκανε περίπου αλάθητο. Διαπίστωνε πως έφταιγαν πάντα οι άλλοι και το περίεργο είναι πως αυτό γινόταν όχι μονάχα με τους κατωτέρους του —πράγμα άλλωστε φυσικό— αλλά και με τους ανωτέρους. Πολλές φορές, σε ώρες περισυλλογής, σκεπτόταν με μια αδιόρατη πίκρα, πόσο θαυμάσιο θα ήταν το στράτευμα αν είχε πέντε δέκα στρατηγούς με το δικό του χαρακτήρα, ευφυΐα και ήθος. Οπωσδήποτε, παρηγοριόταν με τη σκέψη πως τίποτα δεν είναι τέλειο στον κόσμο ούτε κι η διάρθρωση του στρατεύματος.
Αυτή τη χρονιά έγινε μια επανάσταση. Οι λόγοι ήταν μια οικονομική κρίση και η διαφωνία του λαού με την Κυβέρνηση ως προς τη σημασία της «ελευθερίας». Ο συνταγματάρχης διοικούσε μια δύναμη από τεθωρακισμένα κι είχε στρατοπεδεύσει στο Δημόσιο Πάρκο με τη διαταγή να ξεκαθαρίσει τους ακραίους συνοικισμούς της πόλης. Ευτυχώς η δουλειά ήταν σχετικά εύκολη, γιατί η επανάσταση πνίγηκε πριν προφτάσει να καταλάβει το Ραδιοφωνικό σταθμό και το Υπουργείο Ασφαλείας, δηλαδή ολόκληρο το Κράτος. Έτσι ο συνταγματάρχης σηκώθηκε εκείνο το πρωί με κέφι για δουλειά, μια ακόμα τέτοια επανάσταση και θα έφθανε το βαθμό του ταξίαρχου κι ύστερα πια ένας καλός πόλεμος και θα γινόταν στρατηγός. Όπως ντυνόταν επιθεωρούσε με ευχαρίστηση τα καλοσιδερωμένα ρούχα του και τις μπότες, μύρωσε το ξανθό μουστάκι του και χάιδεψε τα μάγουλά του. Πόσο το αγαπούσε αυτό το πρόσωπο, αυτές τις πολυαγαπημένες ρυτίδες και τα έξυπνα μάτια. Μετά την πραγματοποίηση του ονείρου του —τον πόλεμο— θα έπαιρνε σύνταξη και θα έγραφε τα απομνημονεύματά του. Έτσι, χώρια από τη στρατιωτική δόξα, θα χαιρόταν τη ζωή και σαν πνευματικός άνθρωπος. Του άξιζε όμως, γιατί πίστευε πως ήταν μια μοναδική και εξέχουσα φυσιογνωμία. Έτοιμος τώρα, έριξε μια ματιά στο δωμάτιό του. Το κρεβάτι ήταν άστρωτο και μόρφασε με απέχθεια όπως το είδε μπροστά του. Το μισούσε το κρεβάτι γιατί εμπόδιζε την πρόοδό του. Είχε μια μικρή θεωρία πάνω σ' αυτό το θέμα. Στον ύπνο του άλλου, έλεγε, φτιάχνεις την καταστροφή του. Γιατί μονάχα εκείνες τις ώρες είσαι, επιτέλους, χωρίς αντίπαλο. Οπωσδήποτε σήμερα δεν είχε διάθεση για φιλοσοφικές σκέψεις αλλά για δράση. Διασκέδαζε κιόλας με την ιδέα πως την ίδια στιγμή που αυτός χαιρόταν το ηλιόλουστο πρωινό, οι επαναστάτες περίμεναν απελπισμένοι το θάνατό τους.
Έξω στην πλατεία, που λουζόταν στον ανοιξιάτικο ήλιο, οι λόχοι σχημάτιζαν ένα μεγάλο τετράγωνο και τίποτε δεν έδειχνε την ανυπομονησία τους. Ο συνταγματάρχης θαύμαζε το στρατό του, αλλά έπνιξε γρήγορα την αρχή μιας περίεργης συγκίνησης. «Οι συναισθηματισμοί», έλεγε, «είναι η αχίλλειος πτέρνα του ήρωα».
Ένας γέρο-ταγματάρχης, ο υποδιοικητής, πλησίασε και χαιρέτησε με σεβασμό.
— Έτοιμοι για επιθεώρηση, κύριε Διοικητά.
Ο συνταγματάρχης χαμογέλασε.
— Γεια σου, Γιώργο έχουμε δουλειά σήμερα, ε;
Αυτή η φιλική προσφώνηση ήταν η απόδειξη της αγάπης του για τον ταγματάρχη. Πήρε αναφορά κι ύστερα οι λόχοι μοιράστηκαν, τ' αυτοκίνητα γέμισαν, οι μηχανές των τεθωρακισμένων βρυχήθηκαν κι ο διοικητής έδωσε το σύνθημα για το ξεκίνημα απ' τον πυργίσκο του τανκ, λαμπερός στον ήλιο σα μοντέρνος κένταυρος, απ' τη μέση κι απάνω άνθρωπος κι από κει και κάτω ένας όγκος σίδερο μ' ερπύστριες αντί για πόδια.
Η παράταξη προχωρούσε με ρυθμισμένο θόρυβο ανάμεσα στα κατάκλειστα σπίτια της λεωφόρου. Οι στρατιώτες μέσα στ' αυτοκίνητα στέκονταν σαν είδωλα με τις σκέψεις καταχωνιασμένες βαθιά στο νου. Όσο να 'ναι ο φόβος ερχότανε με κύματα πάνω τους, γιατί ήξεραν πως πολλοί απ' αυτούς θα τέλειωναν τη ζωή τους εκείνο το πρωινό. Μα ήταν κάτι άλλο που πίκραινε περισσότερο απ' το θάνατο. Η ιδέα πως πήγαιναν να χτυπηθούν με τους επαναστάτες χωρίς να υπάρχει πια επανάσταση. Θύμωναν και βλαστημούσαν τους εχθρούς που αποφάσισαν να πεθάνουν από μόνοι τους, χωρίς να περιμένουν την απόφαση του στρατοδικείου. Ξαφνικά η φάλαγγα έκοψε ταχύτητα, οι πυργίσκοι έκλεισαν, τα κανόνια και τα πυροβόλα γύρισαν ερευνητικά στον αέρα σαν προβοσκίδες γιγαντιαίων μαστοφόρων. Σιγά σιγά το σχέδιο του συνταγματάρχη φανερώθηκε. Τα μηχανοκίνητα κύκλωσαν μερικά τετράγωνα και στο τέλος, η υπόλοιπη δύναμη ήρθε και στάθηκε σε μια μικρή πλατεία. Ο συνταγματάρχης βγήκε πρώτος από το τανκ και κοίταξε γύρω. Μια εκκλησιά, δυο ατροφικά δέντρα, ένα έρημο καφενείο. Οι αξιωματικοί έτρεξαν βιαστικά κοντά του.
— Κύριοι, θα προχωρήσουμε από σπίτι σε σπίτι. Όσοι προσπαθήσουν να ξεφύγουν, θα πέσουν πάνω στις δυνάμεις μας στη λεωφόρο. Και μια συμβουλή: Μην τσιγκουνεύεσθε τις σφαίρες.
— Ας ελπίσουμε πως θα παραδοθούν, είπε ο υποδιοικητής.
— Θα πολεμήσουν, φώναξε ο συνταγματάρχης, με την κρυφή ελπίδα πως έτσι θα γινόταν.
Ο δρόμος έρημος. Οι στρατιώτες προχωρούσαν προσεκτικά κάτω απ' τα κλειστά παράθυρα. Από κάποιο σπίτι έπεσε ένας πυροβολισμός κι απάνω του άδειασαν με μιας όλα τα όπλα. Τα παραθυρόφυλλα κομματιάστηκαν, η πόρτα έσπασε κι οι στρατιώτες έβγαλαν με σπρωξιές έξω, δυο τρεις τρομαγμένους άνδρες.
Χώρια απ' αυτό το μικρό επεισόδιο καμιά άλλη αντίσταση. Κι άλλες πόρτες άνοιξαν κι άλλοι τρομαγμένοι αιχμάλωτοι. Τα όπλα άρχισαν να στοιβάζονται στα ρείθρα κι η πλατεία γέμισε από ρακένδυτους πολεμιστές, καθισμένους σταυροπόδι.
— Δε θα πολεμήσουν, είπε ο υποδιοικητής μ' ανακούφιση.
Ο συνταγματάρχης έσκυψε το κεφάλι. Ο θυμός τον έπνιγε μα δεν μπορούσε να μιλήσει. Χτυπούσε τις μπότες του κι απειλούσε με το πιστόλι του τον αέρα.
— Γελοία κατάσταση. Ανοησίες, είπε στο τέλος. Κάνουμε τη δουλειά του αστυφύλακα… Δε θα πολεμήσουν, τα καθάρματα.
Ο ταγματάρχης απομακρύνθηκε χωρίς να απαντήσει. Από τη γωνία έφερναν ένα τραυματισμένο. Ο στρατιώτης τον έσπρωξε και κείνος γύρισε να τον χτυπήσει. Έγινε ένα επεισόδιο κι ο συνταγματάρχης όρμησε σα θηρίο.
— Στον τοίχο αυτό το κτήνος, φώναξε, στον τοίχο…
Οι στρατιώτες έδειξαν κάποιο δισταγμό αλλά ο τραυματίας πήγε και στάθηκε μόνος του μπροστά στη μάντρα. Έτσι αποφάσισε ο ίδιος για την τύχη του και τον τουφέκισαν. Τώρα πλησίαζαν στη λεωφόρο κι ήταν φανερό πως δε θα συναντούσαν αντίσταση. Ο συνταγματάρχης περνούσε σαν προσβλημένη θεότητα κι έβριζε τους δικούς του και τους εχθρούς χωρίς διάκριση. Όλοι έτρεμαν στην παρουσία του, η οργή του ήταν η μοναδική έγνοια νικητών και νικημένων. Λίγο ακόμα και θα συμμαχούσαν μεταξύ τους για τον αντιμετωπίσουν.
Ξαφνικά, από ένα μονώροφο σπίτι άρχισαν πυροβολισμοί. Ένας δυο στρατιώτες έπεσαν κι ο δρόμος άδειασε. Ύστερα τα πολυβόλα στράφηκαν πάνω στο σπίτι και κομμάτια από σίδερο διάλυσαν τους τοίχους, τις πόρτες και τα παράθυρα. Ήταν, φαίνεται, τόσο αποτελεσματική η επίδειξη του στρατού, που αμέσως ένα άσπρο κουρέλι υψώθηκε στο κοντάρι μιας σκούπας. Από μέσα παρουσιάστηκαν δειλά μερικοί άντρες κι ένα ξανθό παιδί γύρω στα δεκατέσσερά του χρόνια. Το παιδί αυτό έδωσε έναν τόνο ευθυμίας στο δυσάρεστο επεισόδιο. Φορούσε ένα παλιό, γερμανικό κράτος, ένα εγγλέζικο αμπέχωνο και κοντά ναυτικά πανταλόνια. Τα παπούτσια του ήταν μεγάλα κι όπως μπαινόβγαιναν άφηναν να φαίνεται μια βρώμικη γυμνή φτέρνα απ' την τεράστια τρύπα της κάλτσας. Σα συμπλήρωμα αυτής της εικόνας είχε περάσει σταυρωτά στο στήθος δυο σειρές σφαίρες, στο χέρι όμως κρατούσε αντί για τουφέκι μια παλιά σάλπιγγα δεμένη με σπάγγο απ' το λαιμό. Ακολούθησαν πειρακτικά συνθήματα.
— Γεια σου, ήρωα και λεβέντη.
— Μαέστρο, παίξε μας κανένα κλέφτικο.
— Από κλέφτικα άλλο τίποτα, είπε ένας ετοιμόλογος ανθυπολοχαγός. Όλοι τους κλέφτες είναι.
Τώρα οι στρατιώτες γελούσαν με την καρδιά τους. Κορόιδευαν με αισχρά πειράγματα τον ανδρισμό των αιχμαλώτων, δηλαδή έκαναν ό, τι συνηθίζεται στις περιπτώσεις θριάμβου. Το παιδί κοκκίνισε από θυμό και ντροπή. Του είχαν πει πως το αποτέλεσμα μιας αποτυχημένης επανάστασης είναι ο θάνατος. Τώρα μάθαινε πως ήταν ο εξευτελισμός. Έτσι, στεκόταν ανάμεσα στους άλλους με το κεφάλι γυρτό, τα ξανθά μαλλιά να σκεπάζουν το μέτωπο και τα χείλη μαζεμένα, έτοιμο να βάλει τα κλάματα. Ο συνταγματάρχης ήρθε και στάθηκε μπροστά στους αιχμαλώτους.
— Λοιπόν, φώναξε, τί θέλουν οι ήρωες; Μια καραβάνα φασόλια κι ένα κομμάτι ψωμί και θα μας φιλήσουν τα πόδια, οι ξευτιλισμένοι.
Σ' αυτά τα λόγια ο σαλπιγκτής γλίστρησε απ' τη θέση του και χώθηκε μέσα στο σπίτι. Ανέβηκε βιαστικά στην ταράτσα κι άρπαξε ένα εγκαταλειμμένο αυτόματο. Οι σφαίρες έπεσαν τη στιγμή που ο ανθυπολοχαγός διέταξε «τροχάδην». Πρώτα χτυπήθηκαν οι αιχμάλωτοι, μετά οι στρατιώτες. Ο ανθυπολοχαγός έφερε το χέρι στο μέτωπο σα να θυμήθηκε κάτι κι έπεσε μέσα στα αίματα. Η ατμόσφαιρα έγινε πάλι πολεμική.
— Χτυπάτε τα παράθυρα και τις πόρτες, φώναξε ο συνταγματάρχης.
Ο θόρυβος έπνιξε τις φωνές των πληγωμένων και μέσα σ' αυτό το χαλασμό ένα παιδικό κεφάλι, γεμάτο απορία, φάνηκε απ' το πεζούλι της ταράτσας. Ο συνταγματάρχης σημάδεψε ανάμεσα στα μάτια και πυροβόλησε, το κεφάλι έγειρε κάπως παράξενα, σα μαριονέτα που έσπασαν τα σχοινιά και την τράβηξαν βιαστικά μέσα.
Ένα νοσοκομειακό ήρθε, κι αμέσως μετά ο υποδιοικητής.
— Είχατε φασαρίες; ρώτησε ανήσυχα.
Απ' την πόρτα του τσακισμένου σπιτιού δυο στρατιώτες έφεραν το παιδί και το πέταξαν στο ρείθρο. Το παπούτσι είχε χαθεί κι η φτέρνα πρόβαλλε απ' την τρύπια κάλτσα.
— Τί κρίμα ένα τόσο όμορφο παιδί, είπε ο υποδιοικητής.
— Ανοησίες, απάντησε ο συνταγματάρχης. Ποιος είπε πως τα παιδιά δεν πρέπει να πεθαίνουν. Κι ύστερα, αυτός εδώ σκότωσε μερικούς άνδρες πριν από λίγο.
Αυτό το επεισόδιο είχε μια απρόβλεπτη συνέχεια. Το απόγευμα που γύρισαν όλοι κουρασμένοι στο στρατώνα και μετά απ' το συσσίτιο που μοιράστηκε πλουσιότερο και καλύτερο από άλλες φορές, ο συνταγματάρχης πήγε ευδιάθετος στη λέσχη των Αξιωματικών να παίξει τάβλι και να πιει μπύρα. Ο υποδιοικητής ήταν κιόλας εκεί κι αυτό το γεγονός έδωσε ακόμα μεγαλύτερη χαρά στο συνταγματάρχη, γιατί ήταν το μόνο πρόσωπο που συμπαθούσε σε βαθμό μάλιστα που έφτανε την εκτίμηση. Ο ίδιος εξηγούσε αυτή τη μικρή αδυναμία του σα φυσική συνέπεια μιας μακρόχρονης απομόνωσης που ζητούσε διέξοδο.
— Γεια σου Γιώργο, φώναξε και τον χτύπησε φιλικά στην πλάτη. Θα πιούμε μια μπύρα για τη νίκη;
Ο άλλος κούνησε το κεφάλι, σα να έλεγε και «ναι» και «όχι» κι έμεινε σιωπηλός στη θέση του.
— Δεν είσαι στα κέφια σου απόψε, είπε ο συνταγματάρχης και κάθισε δίπλα του. Τί συμβαίνει λοιπόν;
— Θα σου φανεί περίεργο αλλά με βασανίζει εκείνο το παιδί με τις τρύπιες κάλτσες.
Ο συνταγματάρχης θυμήθηκε το επεισόδιο κι έβρισκε, φυσικά, ανόητη αυτή την αισθηματολογία, αλλά δεν ήθελε να κακοκαρδίσει το φίλο του.
— Έχεις δίκιο, έκανε μελαγχολικά. Τί να γίνει όμως; Φαντάζεσαι πως έχει σημασία ο θάνατος; Τρία εκατομμύρια Γερμανοί σκοτώθηκαν πριν εξοντώσουν είκοσι εκατομμύρια Ρώσους. Στη Νορμανδία έγινε μακελειό, στην Αφρική σφαγή, στην Ιαπωνία δυο πόλεις γίνηκαν αγροί. Το Λονδίνο κάηκε…Προσπάθησε να βλέπεις τον κόσμο σαν αθροιστικό αποτέλεσμα χωρίς σημασία. Έτσι θα κοιμάσαι ήσυχος το βράδυ.
— Ας παίξουμε τάβλι, είπε ο ταγματάρχης.
Μα τί έγινε ακριβώς;
Υπάρχουν αναμνήσεις κομματιαστές που ίσως να είναι η αρχή κάποιου εφιάλτη. Πρώτα είδε πολύ καθαρά τα ζάρια να πέφτουν και να φέρνουν εξάρες. Ύστερα ένα γελοίο κατώτερο αξιωματικό που είπε τα «σέβη μου». Μέχρι αυτό το σημείο όλα ήταν λογικά κι έτσι έγιναν χθες το βράδυ, αλλά ξαφνικά παρουσιάστηκε αυθαίρετα ένα τανκ που ο πυργίσκος του χάλασε και γύριζε σαν σβούρα στον αέρα. Πριν ακόμα συνέλθει από την κατάπληξή του, μια γυμνή γυναίκα τον αγκάλιαζε και προσπαθούσε μ' ένα ξύλινο μαχαίρι να τον τρυπήσει στο πλευρό. Μετά κολυμπούσε σε μια φουρτουνιασμένη θάλασσα που θα πρέπει να ήταν γεμάτη καρχαρίες, αν κι αυτός δεν έβλεπε ούτε ένα. Όμως είχε τον τρόπο ότι από στιγμή σε στιγμή θα έχανε τα πόδια και τα χέρια και θα έμενε ένας ματωμένος κορμός. Και τότε άφησε μια πληγωμένη φωνή και ξύπνησε. Απ' αυτή τη στιγμή ο συνταγματάρχης, μ' ορθάνοιχτα μάτια, είδε τον εφιάλτη του πόνου να συνεχίζεται μέσα σ' ένα έρημο δωμάτιο νοσοκομείου, με πρόσωπα χωρίς συμπόνια, γεμάτα επαγγελματική προσήλωση. Αργότερα ήρθε ο ταγματάρχης και κάθισε δίπλα στον άρρωστο. Το δέρμα ήταν κιτρινόμαυρο, τα δεμένα χέρια χούφτωναν τον αέρα, το κορμί τιναζόταν σαν αψίδα κι απ' τα χείλη έβγαιναν σάλια και μια μονότονη παράκληση «Μη….μη….μη». Ύστερα το σώμα χαλάρωσε, δέχτηκε την καταστροφή του κι ησύχασε.
Ο ταγματάρχης αντάμωσε το γιατρό έξω απ' το θάλαμο.
— Τέτανος, δεν είναι έτσι;
— Ναι, ένευσε.
— Και να σκεφθείτε, μουρμούρισε ο ταγματάρχης πως εκατομμύρια σκοτώθηκαν στον πόλεμο κι ο καθένας είχε τη δική του στιγμή.
«Ανθρωπιστής θα είναι», σκέφθηκε ο γιατρός, κι απαυδισμένος μπήκε στο χειρουργείο.
[πηγή: Πέτρος Αμπατζόγλου, Με τον Μινώταυρο, Εκδόσεις Φέξη, Αθήνα 1962, σ. 200-205]