Κ.Γ. Καρυωτάκη, «Ο Μιχαλιός»

Το Μιχαλιό τον πήρανε στρατιώτη.
Καμαρωτά ξεκίνησε κι ωραία
με το Μαρή και με τον Παναγιώτη.
Δεν μπόρεσε να μάθει καν το «επ' ώμου».
Όλο εμουρμούριζε: «Κυρ Δεκανέα,
άσε με να γυρίσω στο χωριό μου».

Τον άλλο χρόνο, στο νοσοκομείο,
αμίλητος τον ουρανό κοιτούσε.
Εκάρφωνε πέρα, σ' ένα σημείο,
το βλέμμα του νοσταλγικό και πράο,
σα να 'λεγε, σα να παρακαλούσε:
«Αφήστε με στο σπίτι μου να πάω».

Κι ο Μιχαλιός επέθανε στρατιώτης.
Τον ξεπροβόδισαν κάτι φαντάροι,
μαζί τους ο Μαρής κι ο Παναγιώτης.
Απάνω του σκεπάστηκεν ο λάκκος,
μα του αφήσαν απέξω το ποδάρι:
Ήταν λίγο μακρύς ο φουκαράκος.

Από τη συλλογή Ελεγεία και Σάτιρες (1927)

[πηγή: Κ.Γ. Καρυωτάκης, Ποιήματα και Πεζά, επιμ. Γιώργος Σαββίδης, Βιβλιοπωλείον της «Εστίας», Αθήνα 1998, σ. 105]

info