Γιάννη Ρίτσου, «Γράμματα για το μέτωπο»
8
Χιονίζει απόψε, γιε μου, και παγώνει
το αίμα μου από το κρύο κι από τον τρόμο·
κουλουριασμένη εδώ στο παραγώνι
κοιτάζω τη φωτιά στοχαστικά
κ' η σκέψη μου τραβάει τον ίδιο δρόμο
να σε καλησπερίσει γκαρδιακά.
Τέτοιες βραδιές νωρίς ερχόσουν σπίτι,
σ' έβλεπα εκεί στην πόρτα να τινάζεις
τα χιόνια απ' το γιακά σου σα σπουργίτι
κ' έτρεχα να σου βγάλω το παλτό.
«Αχ, γιε μου, έχεις μουσκέψει· δεν αλλάζεις;»
κι αποκρινόσουν «μάνα, ευχαριστώ».
Σ' έβαζα πλάι στο τζάκι να στεγνώσεις,
σου 'ψηνα ευωδιασμένο τσάι βουνίσιο
να πιεις, να πυρωθείς και να ξαπλώσεις.
Χιόνιζε, μα δω μέσα είταν ζεστά,
τ' όνειρο φωτογέλαε παραδείσιο
πίσω απ' τα βλέφαρά μας τα κλειστά.
Κι απόψε, γιε μου, θα 'σαι μες στο χιόνι
κι ο χάρος στο χαράκωμα θα σκύβει
και κόκκινο το βλέμμα θα καρφώνει
στο βλέμμα σας. — Ποιανού θα 'ναι η σειρά;
Ποια θα ντυθεί στα μαύρα; Ποιο καλύβι
θα κλειστεί μπρος στον ήλιο, στη χαρά;
Από τη συλλογή Πυραμίδες (1935)
[πηγή: Γιάννης Ρίτσος, Ποιήματα. 1930-1942, τ. Α΄, Κέδρος, Αθήνα 121979, σ. 146]