Γιάννη Ρίτσου, «Γράμματα απ' το μέτωπο»

1

Μάνα, τον ήλιο εδώ σκεπάζουν ίσκιοι
κι αναπαμό ποτέ η καρδιά δε βρίσκει·
ένα: οι αυγές κ' οι νύχτες μας γυρνούν·
φριχτές πεντάλφες γράφουν στο σκοτάδι
σήματα, που τον κίνδυνο μηνούν,
πύρινα φίδια από τα βάθη του Άδη.

Ζούμε στ' αμπριά θαμμένοι, διπλωμένοι
κ' έξω απ' την τρύπα ο θάνατος περμένει.
Μας έπνιξαν το φως και τη χαρά,
στεγνώσαν την ψυχή μας και το σώμα,
μα κάτι μέσα μας κυλά βουερά
και ξέσπασμα δε βρήκε κάπου ακόμα.

Φουσκώνουν της ζωής μας τα πελάη·
σ' όλες τις φλέβες μου, αίμα μου, κυλάει
της Μαριγώς το φλογερό φιλί…
(θέλω να πω,  μητέρα μου, για κείνο
το φιλί της που μου 'δωσε δειλή
προτού από την πατρίδα μας μακρύνω).

Η κάθε μου ίνα τη χαρά φωνάζει,
μα ο πόλεμος τη νιότη μου σκεπάζει
και με ατσάλι αναμμένο με κεντά·
όμως μέσα η καρδιά μου δε λυγίζει.
Μητέρα, εδώ, στο θάνατο κοντά,
πρωτόμαθα το πόσο η ζωή αξίζει.

[...]

8

Μάνα, σου γράφω βιαστικά, στο πόδι.
Σήμερα θλιβερό βγάλαμε ξόδι,
σκοτώθηκαν πεντ' έξι σ' έν' αμπρί
—όλοι είκοσι μέχρ' εικοσπέντε χρόνω,
στην ώρα πάνω που ήταν για γαμπροί—
κ' έχω μες στην καρδιά μου τόσο πόνο!

Στεγνό είναι το παγούρι μου, σταγόνα
νερό δυο μέρες. Κόβουνται τα γόνα,
σαν το τσαρούχι η γλώσσα μου κολλά
και το ξερό σα φλόγα καίει λαρύγγι.
Δεν ξέρω, κάτι μέσα μου κυλά
σα χείμαρρος και τη γροθιά μου σφίγγει.

Μας ρίχνουν στη φωτιά κ' υπολογίζουν
παράσημα τη ζωή μας και γιομίζουν
με το αίμα την κοιλιά τους τη χοντρή·
και σκέφτουμαι –πώς να στο πω, μητέρα;—
μην είναι τούτοι, αλήθεια, οι μόνοι οχτροί
κ' η σκέψη αυτή με τρώει νύχτα - μέρα.

Μην πεις πως ετρελλάθηκα· είναι κι άλλοι
πολλοί που σκέφτουνται έτσι. Τη μεγάλη
εβδομάδα, που εσείς βάφατε αυγά,
εμείς σ' αυτή την ίδια σκέψη πάνω
μιλούσαμε ώς το σούρουπο σιγά.
Μητέρα, πια δεν ξέρω τί θα κάνω.

Από τη συλλογή Πυραμίδες (1935)

[πηγή: Γιάννης Ρίτσος, Ποιήματα. 1930-1942, τ. Α΄, Κέδρος, Αθήνα 121979, σ. 150 & 157]

info