Κώστα Βάρναλη, «Παλιολαός»

Σαν πρωτόβγα στη ζωή,
τίποτα δε βρήκα.
Ένας δρόμος. Κι ουδέ νους
ουδέ μάτια κι ακοή.
Στο κοπάδι μπήκα
και με δέσαν μ' ολουνούς.

Θάλασσα, στεριά και φως
τίποτα δικό μας.
Τίποτ' έξω μας κ' εντός.
Μόν' ο Χάρος αδερφός
και μοναδικό μας
φως και τέρμα του παντός.

— Πού πηγαίνουμε, αδερφοί;
φώναζα. Κανένας
δε γυρνούσε. Είταν, οϊμέ
όλοι τους όμοια κουφοί
και τυφλοί της γέννας
και δεμένοι σαν κ' εμέ!

Σκουντουφλούσαμε γερτοί
λάσπη φορτωμένοι.
— Προχωράτε ζωντανά!
νά και τούτη, νά κι αυτή
σ' όποιον αποσταίνει,
να μη σηκωθεί ξανά.

Προχωράμε ολοζωίς
κ' είμαστε όλο πίσου.
Ένας κλαίει, άλλος γελά,
όταν σκάβουμε τη γης,
ξέχειλοι του μίσου,
το δικό μας τάφο... Αλλά

νά! μπροστά μας άλλοι οχτροί,
όμοι' αλυσωμένοι!
— Ίσ' απάνω τους!... Καρδιά!...
Θα σας πάρουν την ιερή
την πατρίδα οι ξένοι,
τις γυναίκες, τα παιδιά!

Μνέσκαμ' από τη σφαγή
ένας κάθε δέκα
και σακάτηδες! Ξανά
εδικιά τους όλ' η γη,
τέκνα μας, γυναίκα
και δεμένοι πιο στενά!

Χάιντε πάλι απ' την αρχή
ξύλο και πορεία
κατά θέλημα θεού,
δίχως σώμα και ψυχή.
Προπατορική ιστορία
του παλιολαού!

Ξαφνικά σεισμός, βουλκάνοι
με φωτιά κατεβατή.
Στοπ! Δεν έχει άλλη πορεία!
Τρέχει ο δήμιος, δεν προκάνει,
σ' εκκλησιά πελεκητή
να γυρέψει σωτηρία.

Τ' είναι τούτ': Οργή Λαού
παρά θέλημα Θεού!

[πηγή: Κώστας Βάρναλης, Ποιητικά, Εκδόσεις «Ο Κέδρος», Αθήνα 2006, σ. 223-224]

info