Μανόλη Πρατικάκη, «Από την μεγάλη σκιά. Ι»
Ένα βράδυ του είπα: κάποτε μιλώ με τη φωνή σου.
Κάποτε με μιαν ορμή δική σου πέφτω στα σκοτάδια.
Κι άλλοτε του αρχαγγελικού Διονύσιου
ο άγριος κρίνος
τα δύο ανόμοια σώματά μας ευωδιάζει· τις δύο ανόμοιες
σκέψεις μας τραβάει στου πυθμένα το χορό.
Απαγγέλλοντας «Γυναίκα της Ζάκυθος». Α υπέροχες
του Ιουνίου νύχτες· μακρινές στιγμές
ραδιοφώνου. Η φωνή σου ζωντάνευε
τα λόγια του, βγαλμένα
από το αίμα του λαγού· «απ’ τα παλιά
νεύρα του ξύλου».
Τρέχαν εδώ τρέχαν εκεί και κάναν σαν αηδόνια.
Το ίδιο φως μας δείχνει και μας ψάχνει·
στο έρημο στήθος μου άφησες μιαν άχνη
παντοτινή.
Στο δέντρο το αειθαλές θα κλαίει και θα κρώζει
το ίδιο πουλί. Κι εσύ θα λες.
Αυτή η μακριά πορεία θα μας σώζει.
[πηγή: Μανόλης Πρατικάκης, Ποιήματα 1984-2000, Μεταίχμιο, Αθήνα 2002, σ. 94]