H λειτουργία των προοιμίων (exordium) στους ρητορικούς λόγους

Ορισμός του προοιμίου ενός ρητορικού λόγου από τον Αριστοτέλη («Ρητορική» 1414b19-1414b29):

ΑΡΧΑΙΟ ΚΕΙΜΕΝΟ

  ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ

τὸ μὲν οὖν προοίμιόν ἐστιν ἀρχὴ λόγου, ὅπερ ἐν ποιήσει πρόλογος καὶ ἐν αὐλήσει προαύλιον: πάντα γὰρ ἀρχαὶ ταῦτ᾽ εἰσί, καὶ οἷον ὁδοποίησις τῷ ἐπιόντι. τὸ μὲν οὖν προαύλιον ὅμοιον τῷ τῶν ἐπιδεικτικῶν προοιμίῳ: καὶ γὰρ οἱ αὐληταί, ὅ τι ἂν εὖ ἔχωσιν αὐλῆσαι, τοῦτο προαυλήσαντες συνῆψαν τῷ ἐνδοσίμῳ, καὶ ἐν τοῖς ἐπιδεικτικοῖς λόγοις δεῖ οὕτως γράφειν, ὅ τι γὰρ ἂν βούληται εὐθὺ εἰπόντα ἐνδοῦναι καὶ συνάψαι, ὅπερ πάντες ποιοῦσιν. παράδειγμα τὸ τῆς Ἰσοκράτους Ἑλένης προοίμιον: οὐθὲν γὰρ κοινὸν ὑπάρχει τοῖς ἐριστικοῖς καὶ Ἑλένῃ. ἅμα δὲ καὶ ἐὰν ἐκτοπίσῃ, ἁρμόττει, καὶ μὴ ὅλον τὸν λόγον ὁμοειδῆ εἶναι.

 

«Το προοίμιο λοιπόν είναι η αρχή του ρητορικού λόγου, ό, τι είναι ο πρόλογος στη (δραματική) ποίηση και το προαύλιο στην αύληση: όλα αυτά είναι αρχές, κάτι σαν άνοιγμα δρόμου προς ό, τι θα ακολουθήσει. Το προαύλιο λοιπόν μοιάζει με το προοίμιο των επιδεικτικών λόγων· πραγματικά οι αυλητές, αφού πρώτα παίξουν ένα κομμάτι που ξέρουν να το παίζουν καλά, το συνάπτουν τονικά με την αρχή του κομματιού που πρόκειται να εκτελέσουν· με τον ίδιο τρόπο πρέπει να γράφει κανείς και τους επιδεικτικούς του λόγους: αφού πρώτα πει κάτι -οτιδήποτε- που του αρέσει, να περνάει αμέσως στο προοίμιο και να κάνει τη σύνδεση με το θέμα του. Αυτό δεν κάνουν και όλοι οι ρήτορες; Παράδειγμα το προοίμιο της Ελένης του Ισοκράτη· τίποτε, πράγματι, το κοινό δεν υπάρχει ανάμεσα στους Εριστικούς και στο θέμα της Ελένης. Την ίδια στιγμή, ακόμη και αν ο ρήτορας απομακρυνθεί από το θέμα του, το πράγμα είναι ταιριαστό, παρά να είναι όλος ο λόγος ομοιόμορφος.

[πηγή: Perseus Digital Library]  
[πηγή: Αριστοτέλης, «Ρητορική», βιβλίο τρίτο, εισαγωγή, σχόλια, Μτφρ. Δ. Λυπουρλής, Ζήτρος, Θεσσαλονίκη 2002]

Εικόνα

Οι λειτουργίες του προοιμίου στους δικανικούς λόγους (Αριστοτέλης, «Ρητορική» 1415a8-1415a15):

ΑΡΧΑΙΟ ΚΕΙΜΕΝΟ   ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ

τὰ δὲ τοῦ δικανικοῦ προοίμια δεῖ λαβεῖν ὅτι ταὐτὸ δύναται ὅπερ τῶν δραμάτων οἱ πρόλογοι καὶ τῶν ἐπῶν τὰ προοίμια: τὰ μὲν γὰρ τῶν διθυράμβων ὅμοια τοῖς ἐπιδεικτικοῖς: “διὰ σὲ καὶ τεὰ δῶρα εἴτε σκῦλα”. ἐν δὲ προλόγοις καὶ ἔπεσι δεῖγμά ἐστιν τοῦ λόγου, ἵνα προειδῶσι περὶ οὗ ᾖ ὁ λόγος καὶ μὴ κρέμηται ἡ διάνοια: τὸ γὰρ ἀόριστον πλανᾷ: ὁ δοὺς οὖν ὥσπερ εἰς τὴν χεῖρα τὴν ἀρχὴν ποιεῖ ἐχόμενον ἀκολουθεῖν τῷ λόγῳ.

 

«Όσο για τα προοίμια στον δικανικό λόγο, πρέπει να δεχτούμε ότι αυτά λειτουργούν με τον ίδιο ακριβώς τρόπο που λειτουργούν οι πρόλογοι στα δράματα και τα προοίμια στα έπη (γιατί τα προοίμια των διθυράμβων μοιάζουν με τα προοίμια των επιδεικτικών λόγων: «για σένα, για τα δώρα σου ή και τα λάφυρά σου». Στους (δικανικούς), πάντως, λόγους και στα έπη πρόκειται για μια πρόγευση από το θέμα, ώστε οι ακροατές να γνωρίζουν από πριν περί τίνος ο λόγος, και ο νους τους να μη μένει μετέωρος· γιατί το αόριστο παραπλανάει. Δίνοντας λοιπόν -για να το πούμε έτσι- την αρχή στο χέρι του ακροατή τον βοηθούμε να κρατηθεί γερά από αυτήν και έτσι να παρακολουθήσει τον λόγο».

[πηγή: Perseus Digital Library]  
[πηγή: Αριστοτέλης, «Ρητορική», βιβλίο τρίτο, εισαγωγή, σχόλια, Μτφρ. Δ. Λυπουρλής, Ζήτρος, Θεσσαλονίκη 2002]

Θετική αξιολόγηση των προοιμίων των δικανικών λόγων του Λυσία (Διονύσιος Αλικαρνασσεύς, «Περί των αρχαίων ρητόρων, Λυσίας 17»):

ΑΡΧΑΙΟ ΚΕΙΜΕΝΟ   ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ

φημὶ δὴ πάντων δεξιώτατον εἶναι τὸν ῥήτορα κατὰ τὰς εἰσβολὰς τῶν λόγων καὶ χαριέστατον, ἐννοούμενος, ὅτι ἄρξασθαι μὲν καλῶς οὐ ῥᾴδιόν ἐστιν, εἰ δή τις τῇ προσηκούσῃ χρῆσθαι βούλοιτο ἀρχῇ καὶ μὴ τὸν ἐπιτυχόντα λόγον εἰπεῖν “οὐ γὰρ τὸ πρῶτον ῥηθέν, ἀλλ᾽ ὃ τοῦ προτεθέντος λόγου μηδαμοῦ μᾶλλον ἢ ἐπὶ πρώτου ὠφελήσειε, τοῦτο ἀρχή τε καὶ προοίμιον”, ὁρῶν δὲ τὸν ῥήτορα πᾶσι κεχρημένον, οἷς τέχναι τε παραγγέλλουσι καὶ τὰ πράγματα βούλεται. τότε μὲν γὰρ ἀπὸ τοῦ ἰδίου ἐπαίνου λέγων αὐτὸς ἄρχεται, τότε δὲ ἀπὸ τῆς διαβολῆς τοῦ ἀντιδίκου, εἰ δὲ τύχοι αὐτὸς προδιαβληθείς, τὰς αἰτίας πρῶτον ἀπολύεται τὰς καθ᾽ αὑτοῦ: τότε δὲ τοὺς δικαστὰς ἐπαινῶν καὶ θεραπεύων οἰκείους ἑαυτῷ τε καὶ τῷ πράγματι καθίστησι, τότε δὲ τὴν ἀσθένειαν τὴν ἰδίαν καὶ τὴν πλεονεξίαν τὴν τοῦ ἀντιδίκου καὶ τὸ μὴ περὶ τῶν ἴσων ἀμφοτέροις εἶναι τὸν ἀγῶνα ὑποδείκνυσι: τότε δὲ ὡς κοινὰ τὰ πράγματα καὶ ἀναγκαῖα πᾶσι καὶ οὐκ ἄξια ὑπὸ τῶν ἀκουόντων ἀμελεῖσθαι λέγει, τότε δὲ ἄλλο τι κατασκευάζεται τῶν δυναμένων αὐτὸν μὲν ὠφελῆσαι, τὸν δὲ ἀντίδικον ἐλαττῶσαι. ταῦτα δὲ συντόμως καὶ ἀφελῶς διανοίαις τε χρησταῖς καὶ γνώμαις εὐκαίροις καὶ ἐνθυμήμασι μετρίοις περιλαβὼν ἐπὶ τὴν πρόθεσιν ἐπείγεται, δι᾽ ἧς τὰ μέλλοντα ἐν ταῖς ἀποδείξεσι λέγεσθαι προειπὼν καὶ τὸν ἀκροατὴν παρασκευάσας εὐμαθῆ πρὸς τὸν μέλλοντα λόγον ἐπὶ τὴν διήγησιν καθίσταται: καὶ ἔστι μεθόριον αὐτῷ ἑκατέρας τῶν ἰδεῶν ὡς τὰ πολλὰ ἡ πρόθεσις, ἤδη δέ ποτε καὶ ἀπὸ μόνης ταύτης ἤρξατο. καὶ ἀπροοιμιάστως ποτὲ εἰσέβαλε τὴν διήγησιν ἀρχὴν λαβών. καὶ οὐκ ἄψυχος οὐδ᾽ ἀκίνητός ἐστι περὶ ταύτην τὴν ἰδέαν: μάλιστα δ᾽ ἄν τις αὐτοῦ θαυμάσειε τὴν ἐν τοῖς προοιμίοις δύναμιν, ἐνθυμηθεὶς ὅτι διακοσίων οὐκ ἐλάττους δικανικοὺς γράψας λόγους ἐν οὐδενὶ πέφηνεν οὔτε ἀπιθάνως προοιμιαζόμενος οὔτε ἀπηρτημένῃ τῶν πραγμάτων ἀρχῇ χρώμενος, ἀλλ᾽ οὐδὲ τοῖς ἐνθυμήμασιν ἐπιβέβληκε τοῖς αὐτοῖς οὐδ᾽ ἐπὶ τὰς αὐτὰς κατενήνεκται διανοίας. καίτοι γε τοῦτο καὶ οἱ λόγους ὀλίγους γράψαντες εὑρίσκονται πεπονθότες, λέγω δὲ τὸ τοῖς αὐτοῖς ἐπιβαλεῖν τόποις: ἐῶ γὰρ ὅτι καὶ τὰ παρ᾽ ἑτέροις εἰρημένα λαμβάνοντες ὀλίγου δεῖν πάντες οὐκ ἐν αἰσχύνῃ τίθενται τὸ ἔργον. οὑτοσὶ δὲ καινὸς ὁ ῥήτωρ ἐστὶ καθ᾽ ἕκαστον τῶν λόγων κατά γε οὖν τὰς εἰσβολὰς καὶ τὰ προοίμια καὶ δυνατός, ὃ βούλοιτο, διαπράξασθαι: οὔτε γὰρ εὔνοιαν κινῆσαι βουλόμενος οὔτε προσοχὴν οὔτε εὐμάθειαν ἀτυχήσειεν ἄν ποτε τοῦ σκοποῦ. κατὰ μὲν δὴ ταύτην τὴν ἰδέαν ἢ πρῶτον ἢ οὐδενὸς δεύτερον αὐτὸν ἀποφαίνομαι.

 

 

«Υποστηρίζω ότι ο Λυσίας είναι ο πιο ικανός απ’ όλους και ο πιο ευχάριστος, όταν αρχίζει τους λόγους. Καταλαβαίνω ότι δεν είναι εύκολο να αρχίσει κάποιος καλά, αν τυχόν θέλει να κάνει μια σωστή αρχή και να μην πει ό, τι του έρθει (διότι αρχή και προοίμιο δεν είναι αυτό που λέγεται πρώτα, αλλά αυτό το τμήμα του προτεινόμενου λόγου που δεν θα ωφελούσε να τοποθετηθεί πουθενά καλύτερα παρά στην αρχή). Παρατηρώ ακόμα ότι ο ρήτορας χρησιμοποιεί όλους τους τρόπους που προτείνουν τα ρητορικά εγχειρίδια για το προοίμιο και που απαιτούν οι περιστάσεις. Άλλες φορές αρχίζει στο πρώτο πρόσωπο με αυτοέπαινο, άλλοτε με κατηγορίες για τον αντίδικο, αντικρούοντας αρχικά τις κατηγορίες εις βάρος του, αν τύχει να έχει κατηγορηθεί πρώτος. Μερικές φορές κερδίζει την εύνοια των δικαστών στο πρόσωπό του και στην υπόθεση, επαινώντας και κολακεύοντάς τους. Άλλοτε υποδεικνύει τη δική του μειονεκτική θέση και την πλεονεκτική θέση του αντιδίκου του και ότι ο αγώνας μεταξύ τους είναι άνισος. Κάποιες φορές παρουσιάζει την υπόθεσή του ως κοινού ενδιαφέροντος, σημαντική για όλους και τέτοια που αξίζει την προσοχή των δικαστών, ή γενικά επινοεί οποιοδήποτε άλλο επιχείρημα που μπορεί να ωφελήσει τον ίδιο και να μειώσει τον αντίδικό του.
Αφού παρουσιάσει όλα αυτά σύντομα και απλά, με φρόνιμα διανοήματα, κατάλληλες ρήσεις και μετριοπαθή επιχειρήματα, στη συνέχεια περνάει βιαστικά στην έκθεση της υπόθεσης, όπου κάνει μια προκαταρκτική αναφορά στα αποδεικτικά επιχειρήματα που θα χρησιμοποιήσει αργότερα, και αφού προετοιμάσει έτσι το ακροατήριό του να ακούσει με προθυμία ό, τι πρόκειται να πει, περνάει στη διήγηση. Αυτή η έκθεση της υπόθεσης είναι συνήθως στον Λυσία το όριο μεταξύ του προοιμίου και της διήγησης, έχει τύχει όμως μερικές φορές να αρχίσει με αυτή μόνο την έκθεση. Μερικές φορές πάντως ξεκινά δίχως προοίμιο, με τη διήγηση, κάνοντας αυτή αρχή του λόγου του.
Τα προοίμιά του διακρίνονται για τη ζωντάνια και την κίνηση που έχουν· αυτή του την ικανότητα στα προοίμια θα μπορούσε να τη θαυμάσει κανείς, προπάντων αν σκεφτεί ότι, ενώ έγραψε πάνω από διακόσιους δικανικούς λόγους, σε κανέναν από αυτούς δεν βρέθηκε να έχει γράψει ένα μη πειστικό προοίμιο ή να έχει χρησιμοποιήσει μια άσχετη με την υπόθεση αρχή ή να έχει ανατρέξει στα ίδια επιχειρήματα ή να έχει καταφύγει στις ίδιες ιδέες. Κι όμως, αυτό το σφάλμα το έχουν διαπράξει άλλοι που έγραψαν λίγους λόγους, εννοώ το να χρησιμοποιούν τους ίδιους κοινούς τόπους· και να μην πω ότι και όλοι τους σχεδόν έκλεψαν από άλλους, χωρίς να ντρέπονται καθόλου γι’ αυτό. Αντίθετα ο Λυσίας είναι πρωτότυπος σε κάθε λόγο του, σε ό, τι αφορά την αρχή και το προοίμιο, και ικανός να πετύχει οτιδήποτε θέλει· είτε θέλει να κερδίσει την εύνοια ή την προσοχή του ακροατηρίου του είτε να το κάνει δεκτικό στους λόγους του, ποτέ δεν απέτυχε στον σκοπό του. Όσον αφορά λοιπόν αυτό το μέρος του λόγου, ανακηρύσσω τον Λυσία πρώτο ή τουλάχιστον κατώτερο από κανέναν.

[πηγή: Perseus Digital Library]

 
[πηγή: Διονύσιος Αλικαρνασσεύς, «Περί των αρχαίων ρητόρων», Λυσίας , τομ. 15, Κάκτος, Αθήνα]

Οι λειτουργίες του προοιμίου στους πολιτικούς/συμβουλευτικούς λόγους (Αριστοτέλης, «Ρητορική» 1415b33-1416a3):

ΑΡΧΑΙΟ ΚΕΙΜΕΝΟ   ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ

τὰ δὲ τοῦ δημηγορικοῦ ἐκ τῶν τοῦ δικανικοῦ λόγου ἐστίν, φύσει δὲ ἥκιστα ἔχει· καὶ γὰρ καὶ περὶ οὗ ἴσασιν, καὶ οὐδὲν δεῖται τὸ πρᾶγμα προοιμίου, ἀλλ’ ἢ δι’ αὐτὸν ἢ τοὺς ἀντιλέγοντας, ἢ ἐὰν μὴ ἡλίκον βούλει ὑπολαμβάνωσιν, ἀλλ’ ἢ μεῖζον ἢ ἔλαττον, διὸ ἢ διαβάλλειν ἢ ἀπολύεσθαι ἀνάγκη, καὶ ἢ αὐξῆσαι ἢ μειῶσαι. τούτων δὲ ἕνεκα προοιμίου δεῖται, ἢ κόσμου χάριν, ὡς αὐτοκάβδαλα φαίνεται ἐὰν μὴ ἔχῃ. τοιοῦτον γὰρ τὸ Γοργίου ἐγκώμιον εἰς Ἠλείους· οὐδὲν γὰρ προεξαγκωνίσας οὐδὲ προανακινήσας εὐθὺς ἄρχεται “Ἦλις, πόλις εὐδαίμων”».

 

«Τα προοίμια των συμβουλευτικών λόγων συγκροτούνται από το υλικό που χρησιμοποιείται στα προοίμια των δικανικών λόγων· μόνο που στους συμβουλευτικούς λόγους η χρήση προοιμίων είναι, φυσικά, ελάχιστη. Πραγματικά: α) οι ακροατές ξέρουν περί τίνος είναι η συζήτηση, β) το θέμα δεν χρειάζεται καθόλου προοίμιο, εκτός και αν είναι χρήσιμο ή για τον ίδιο τον ομιλητή ή για τους αντιπάλους του, ή αν οι ακροατές δεν νομίζουν ότι το θέμα έχει τη σημασία που θέλει γι' αυτό ο ρήτορας, αλλά μεγαλύτερη ή μικρότερη, οπότε προκύπτει η ανάγκη ή να προσάψει ή να αποκρούσει κάποια κατηγορία, και ή να μεγαλώσει ή να μειώσει τη σημασία του θέματος. Για όλα όμως αυτά χρειάζεται προοίμιο· ή απλώς για διακοσμητικούς λόγους· γιατί αν ο λόγος δεν έχει προοίμιο, δίνει την εντύπωση ότι δουλεύτηκε πρόχειρα. Τέτοιο είναι το εγκώμιο του Γοργία για τους Ηλείους· δίχως, πράγματι, καμιά προετοιμασία, δίχως καμιά προηγούμενη κίνηση ο ρήτορας αρχίζει κατευθείαν: «Ήλιδα, πόλη ευτυχισμένη!».

[πηγή: Perseus Digital Library]  
[πηγή: Αριστοτέλης, «Ρητορική», βιβλίο τρίτο, εισαγωγή, σχόλια, Μτφρ. Δ. Λυπουρλής, Ζήτρος, Θεσσαλονίκη 2002]

Οι λειτουργίες του προοιμίου στους πανηγυρικούς-επιδεικτικούς λόγους (Αριστοτέλης, «Ρητορική» 1414b30-1415a7):

ΑΡΧΑΙΟ ΚΕΙΜΕΝΟ   ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ

λέγεται δὲ τὰ τῶν ἐπιδεικτικῶν προοίμια ἐξ ἐπαίνου ἢ ψόγου (οἷον Γοργίας μὲν ἐν τῷ Ὀλυμπικῷ λόγῳ “ὑπὸ πολλῶν ἄξιοι θαυμάζεσθαι, ὦ ἄνδρες Ἕλληνες”: ἐπαινεῖ γὰρ τοὺς τὰς πανηγύρεις συνάγοντας: Ἰσοκράτης δὲ ψέγει ὅτι τὰς μὲν τῶν σωμάτων ἀρετὰς δωρεαῖς ἐτίμησαν, τοῖς δ᾽ εὖ φρονοῦσιν οὐθὲν ἆθλον ἐποίησαν), καὶ ἀπὸ συμβουλῆς (οἷον ὅτι δεῖ τοὺς ἀγαθοὺς τιμᾶν, διὸ καὶ αὐτὸς Ἀριστείδην ἐπαινεῖ, ἢ τοὺς τοιούτους οἳ μήτε εὐδοκιμοῦσιν μήτε φαῦλοι, ἀλλ᾽ ὅσοι ἀγαθοὶ ὄντες ἄδηλοι, ὥσπερ Ἀλέξανδρος ὁ Πριάμου: οὗτος γὰρ συμβουλεύει): ἔτι δ᾽ ἐκ τῶν δικανικῶν προοιμίων: τοῦτο δ᾽ ἐστὶν ἐκ τῶν πρὸς τὸν ἀκροατήν, εἰ περὶ παραδόξου λόγος ἢ περὶ χαλεποῦ ἢ περὶ τεθρυλημένου πολλοῖς, ὥστε συγγνώμην ἔχειν, οἷον Χοιρίλος “νῦν δ᾽ ὅτε πάντα δέδασται.” τὰ μὲν οὖν τῶν ἐπιδεικτικῶν λόγων προοίμια ἐκ τούτων, ἐξ ἐπαίνου, ἐκ ψόγου, ἐκ προτροπῆς, ἐξ ἀποτροπῆς, ἐκ τῶν πρὸς τὸν ἀκροατήν: δεῖ δὲ ἢ ξένα ἢ οἰκεῖα εἶναι τὰ ἐνδόσιμα τῷ λόγῳ.

 

 

«Τα προοίμια των επιδεικτικών λόγων αντλούν το περιεχόμενό τους από έπαινο ή ψόγο (παράδειγμα: ο Γοργίας στον Ολυμπικό λόγο του με τα λόγια «Αξίζετε, ω Έλληνες, τον θαυμασμό πολλών», επαινεί αυτούς που φροντίζουν για την πραγματοποίηση των λαϊκών γιορταστικών συγκεντρώσεων, ενώ ο Ισοκράτης διατυπώνει τον ψόγο ότι, ενώ τίμησαν με δωρεές τις σωματικές αρετές, δεν όρισαν κανένα βραβείο γι' αυτούς που διακρίνονται για τα πνευματικά τους χαρίσματα) ή από συμβουλή (π.χ. ότι πρέπει να τιμάει κανείς τους καλούς ανθρώπους· γι' αυτό και αυτός επαινεί τον Αριστείδη· ή ότι πρέπει να τιμούμε τους ανθρώπους που μπορεί να μην έχουν καμιά ξεχωριστή φήμη, δεν είναι όμως και τιποτένιοι· ανθρώπους που, ενώ είναι καλοί, ο κόσμος δεν τους ξέρει· τέτοια ήταν, επί παραδείγματι, η περίπτωση του Αλέξανδρου, του γιου του Πρίαμου: στις περιπτώσεις αυτές ο ρήτορας δίνει κάποια συμβουλή. Μπορούν επίσης οι επιδεικτικοί ρήτορες να αρχίζουν όπως αρχίζουν και οι δικανικοί ρήτορες, να απευθύνονται δηλαδή στους ακροατές, όταν ο λόγος είναι για κάτι το παράξενο, για κάτι το δύσκολο ή για κάτι το πολυσυζητημένο, με στόχο να φανούν οι ακροατές επιεικείς απέναντί τους, κάτι σαν αυτό που κάνει ο Χοιρίλος στον στίχο του
Τώρα που έχουν πια όλα μοιραστεί

Τα προοίμια λοιπόν των επιδεικτικών λόγων αντλούνται από αυτές τις πηγές: από τον έπαινο, από τον ψόγο, από την προτροπή, από την αποτροπή, από τις εκκλήσεις στους ακροατές. Και, βέβαια, τα εισαγωγικά αυτά κομμάτια υποχρωτικά θα είναι ή άσχετα ή σχετικά με το θέμα του λόγου».

[πηγή: Perseus Digital Library]  
[πηγή: Αριστοτέλης, «Ρητορική», βιβλίο τρίτο, εισαγωγή, σχόλια, Μτφρ. Δ. Λυπουρλής, Ζήτρος, Θεσσαλονίκη 2002]

info