Δημήτρη Ραυτόπουλου, Άρης Αλεξάνδρου, ο εξόριστος (απόσπασμα)

Είχε έρθει λοιπόν η σειρά των πολιτών-ομήρων. Στο Στρατόπεδο πειθαρχημένης διαβιώσεως διαλέγονται πρώτα οι στρατεύσιμοι, κάτω των τριάντα ετών — 3.100 περίπου. Από 12 Οκτωβρίου ώς 25 Νοεμβρίου 1949, σε έξι αποστολές, οδηγούνται στο Α' ΕΤΟ. Με παγωμένο ηθικό και μέλη, βράχο-βράχο, φτάνουν στο αναμορφωμένο τάγμα και στο ΕΣΑΙ, όπου μέσα σε σκηνοθεσία τρόμου, περνάνε τη μακάβρια διαδικασία της «ανανήψεως». Οι περισσότεροι λύγισαν, όπως ήταν φυσικό, λίγοι άντεξαν (μερικές δεκάδες)· και πιο πολλοί ήταν οι αναίσθητοι από τα βασανιστήρια ή με βαριές νευρο-ψυχικές διαταραχές. Τον απολογισμό συμπλήρωσαν 17 θάνατοι, 600 κατάγματα κ.λπ. Οι υπογράψαντες δήλωση περνάνε μερικές βδομάδες στο ΕΣΑΙ και ώς τα Χριστούγεννα κατατάσσονται στο Α' ΕΤΟ, ενώ οι μη υπογράψαντες κρατούνται στη «χαράδρα του θανάτου».

Ο Άρης Αλεξάνδρου, όπως και ο Τ. Λειβαδίτης —και οι δυο 27 χρονών— δεν πήγαν με τους στρατεύσιμους· μονίμως αξούριστοι και με αραιωμένα μαλλιά, μπόρεσαν ν’ αποφύγουν την πρώτη επιλογή, όπως και πολλοί άλλοι.

[...]

Ο «νέος Παρθενώνας» —νονός ο Παν. Κανελλόπουλος— ήτανε πια σ' όλη του τη δόξα!  Νά πώς περιγράφει την είσοδό του στον Παρθενώνα ο Αλεξάνδρου, στο γράμμα του στον Χρ. Θεοδωρόπουλο (19.5.1974):

Στη Μακρόνησο, μας συντάξανε κατά εξάδες και μας οδήγησαν στην πλαγιά, όπου περίμεναν κιόλας τα συνεργεία διαφωτίσεως. Ένας ανθυπολοχαγός, περιστοιχισμένος από ροπαλοφόρους αλφαμίτες, μας έβγαλε ένα σύντομο λογίδριο (οι Έλληνες από δω, οι Βούλγαροι από κει). Τα ρόπαλα είχαν μήκος 50 εκ. περίπου, με διάμετρο πάχους από 4 ώς 5 εκ. αν δε με γελάει το οφθαλμόμετρό μου — μικρότερη η διάμετρος στη λαβή, μεγάλωνε ομαλά και αποκτούσε το μέγιστο μήκος της στην άκρη. Ένας αλφαμίτης κράταγε μια χοντρή, φιδωτή ρίζα πουρναριού, πολύ μεγαλύτερη απ' τα ρόπαλα. Σιδερένιους λοστούς δεν είχανε. Μετά το τέλος του λογίδριου, δεν κουνήθηκε κανένας. Είπαν τότε στην πρώτη εξάδα να προχωρήσει και οι αλφαμίτες εφορμήσανε αμέσως και αρχίσανε να χτυπάνε με τα ρόπαλα, ένας ή και δυο τον κάθε κρατούμενο. Κοίταζα, θυμάμαι, να δω όσο το δυνατόν περισσότερα ανεβοκατεβάσματα των ροπάλων ταυτόχρονα, ήθελα να μη μου διαφύγει καμιά λεπτομέρεια, αλλά το μάτι δεν έχει βέβαια αυτή τη δυνατότητα, αναγκαζόμουνα να μετατοπίζω συνεχώς το βλέμμα μου και τελικά το κάρφωσα σε έναν και μόνο βασανιζόμενο, που είχε πέσει, όπως και οι άλλοι στο καταπράσινο χορτάρι —θα έπρεπε νάταν άνοιξη, είχε και αγριολούλουδα, αν δεν κάνω λάθος, λιακάδα, χαρά Θεού— και είχε κουβαριαστεί, σαν έμβρυο στην κοιλιά της μάνας του, για να αποφύγει τα χτυπήματα και άκουγα τους ξύλινους γδούπους πάνω στα κόκκαλα και πού και πού ένα ήχο διαφορετικό, κάτι σαν κρακ, όταν έσπαγε πιθανότατα κάποιο κόκκαλο — παΐδι είτανε, καλάμι ή ωλένη;— και άκουγα τα ουρλιαχτά των βασανιζόμενων και είχα την εντύπωση πως το παρακάνουν, πως οι κραυγές τους δεν αντιστοιχούν επακριβώς στον πόνο, λες και θέλανε να δείξουν πως πονάνε περισσότερο απ’ ό,τι πράγματι πονούσαν, ελπίζοντας έτσι να προκαλέσουν τον οίκτο των βασανιστών τους, μα εκείνοι προσπαθούσαν να ουρλιάξουν ακόμα δυνατότερα, βρίζοντας όσο χυδαιότερα μπορούσαν και σήκωναν όσο περισσότερο μπορούσαν τα ρόπαλα, να διαγράψουν τα ρόπαλα μια όσο το δυνατόν μεγαλύτερη καμπύλη και να πέσουν έτσι με όσο το δυνατόν μεγαλύτερη δύναμη πάνω στα κόκκαλα [...] φωνάζοντας και χτυπώντας, για να δει ο αξιωματικός (ανανήψας κι αυτός) με πόσο ζήλο εκτελούν το καθήκον τους και μόνο δυο τρεις χτυπάγανε με λιγότερη δύναμη, όπως μου φάνηκε, ίσως γιατί είταν κουρασμένοι, ίσως γιατί δεν είχαν μάθει ακόμα το νέο τους επάγγελμα και θυμάμαι πως την ώρα εκείνη μου πέρασε η σκέψη πως πριν από 100 χρόνια ακριβώς (το 1849) ο Ντοστογιέβσκη είχε βρεθεί σε μια παρόμοια εξάδα και είχε δει να δένουν τους συντρόφους του στους πασάλους για να τους τουφεκίσουν (σκηνοθετημένα όλα αυτά όπως αποδείχτηκε) μα εδώ δεν επρόκειτο βέβαια για σκηνοθεσία και η ψυχρή μου λογική (ξέχασα να σημειώσω ότι παρακολουθούσα τον βασανισμό σαν ψύχραιμος παρατηρητής) μου υπέβαλε τη σκέψη πως δε θα το αντέξω (όχι τον πόνο, αν χτυπάγανε με κνούτο, θα το άντεχα, σκεφτόμουνα τότε και το σκέφτομαι ακόμα, έστω κι αν μου οργώνανε τις σάρκες μου στην πλάτη, κι ας γινόντουσαν κιμάς οι σάρκες) μα τα σπασμένα κόκκαλα, το σακάτεμα εφ’ όρου ζωής δε θα το άντεχα, δε θα δεχόμουνα να το ρισκάρω (είχα ακούσει και είδα αργότερα σακάτες, με σπασμένα χέρια και πόδια, είδα κατάκοιτους στα ατομικά αντίσκηνα, είδα τρελλούς) κ’ έτσι, όταν πέρασαν δυο εξάδες ακόμα (ο σωφρονισμός της κάθε εξάδας δεν κράταγε και πολύ, 5 με 7 λεφτά υπολογίζω κι ούτε θυμάμαι πόσοι υπέκυψαν και πόσοι άντεξαν εκείνη την πρώτη φορά, οι αλφαμίτες δεν βιαζόντουσαν, κάνανε ένα πρώτο κοσκίνισμα, είχαν όλον τον καιρό μπροστά τους) όταν έφτασε η σειρά της εξάδας μου, προχώρησα πεντέξη βήματα προς τα δεξιά, έφτασα στο τραπέζι με τις έντυπες δηλώσεις (ο αλφαμίτης που καθότανε μπροστά στο τραπέζι μού χαμογέλασε φιλικά και βιάστηκε να μου δώσει το μολύβι και το χαρτί, υποδείχνοντάς μου πού ακριβώς έπρεπε να υπογράψω) και πήρα τη δήλωση, τη διάβασα προσεχτικά και υπέγραψα φαρδιά-πλατιά και ευανάγνωστα, με το πραγματικό μου όνομα (δεν ξέρω τί θα 'κανα, μα μου φαίνεται πως αν μου ζητάγανε να αποκηρύξω τα ποιήματά μου θα αντιστεκόμουνα περισσότερο) αργότερα όμως δεν έγραψα επιστολές στις εφημερίδες ή στον Ιερέα του χωριού, να τις διαβάσει από άμβωνος την Κυριακή· κι ούτε ζήτησα από τους συντάκτες των Γραφείων Ηθικής Αγωγής να μου γράψουν την ομιλία μου (οι ομιλίες είχαν καταντήσει στερεότυπες και είχαμε πια βαρεθεί να τις ακούμε απ' τα μεγάφωνα και πολύ σπάνια διασκεδάζαμε, όπως λόγου χάρη τότε που ακούσαμε κάποιον να λέει ότι ανέβλεψε μόλις πέρασε την πύλη, ενώ ήτανε γνωστό ότι οι αλφαμίτες του είχανε βγάλει το δεξί του μάτι και είχε μείνει μονόφθαλμος και κάγχασε όλο το στρατόπεδο και γελάγανε ώς και οι αλφαμίτες)...

Ο Άρης ανακάλεσε σε λίγο τη δήλωσή του εγγράφως και έμεινε άλλα δυο χρόνια εξόριστος.

[πηγή: Δημήτρης Ραυτόπουλος, Άρης Αλεξάνδρου, ο εξόριστος, Εκδόσεις Σοκόλη, Αθήνα 1996, σ. 167-169] 

info