Λεφτέρη Ραφτόπουλου, Το μήκος της νύχτας. Μακρόνησος '48-'50 (απόσπασμα)[…] Σε κάποια στιγμή της μέρας γινόταν στους συγκεντρωμένους λόχους η διανομή της αλληλογραφίας, που οι φαντάροι περίμεναν πώς και πώς. Στιγμή της επαφής τους με το σπίτι, τ’ αγαπημένα τους πρόσωπα, τους φίλους και γνωστούς. Κι εκείνη η αλληλογραφία ήταν μια ολόκληρη ιστορία, με λεπτομέρειες όχι γνωστές σε όλους, στην αρχή τουλάχιστο, τότε. Όταν πρωτοπήγαινες εκεί, είχες για δυο-τρεις μήνες το «δικαίωμα» να στέλνεις δυο, όλα κι όλα, ταχυδρομικά δελτάρια τη βδομάδα, με λίγες αράδες κείμενο, και χωρίς να τα βάζεις σε φάκελο. Αργότερα σου επέτρεπαν να στέλνεις γράμμα μιας μικρής σελίδας, που το ’δινες στο λοχία ή στον επιλοχία, μέσα σε φάκελο, ανοιχτόν όμως. Εκείνος πήγαινε τα γράμματα στο «γραφείο» της λογοκρισίας. Διάβαζαν τα γράμματα οι λογοκριτές, έσερναν πινελιές με μαύρο μελάνι πάνω σ’ ό,τι τους φαινόταν «ύποπτο» ή, γενικά, «απαγορεύσιμο», και κυρίως σε γράμματα νιόφερτων. Γιατί οι παλιότεροι είχαν μάθει τί γινόταν στη λογοκρισία και φρόντιζαν να γράφουν άχρωμες κι «αθώες» επιστολές. Οπότε οι λογοκριτές δεν είχαν να σβήσουν τίποτα: έκλειναν τον ανοιχτό φάκελο και τον έστελναν στον προορισμό του. Οι παραλήπτες, συγγενείς και φίλοι, που λάβαιναν τα γράμματα μέσα σε κλειστούς φακέλους, δε μπορούσαν να φανταστούν ότι αυτά είχαν περάσει από λογοκρισία, εκτός κι αν έβλεπαν διαγραμμένες φράσεις ή λέξεις. (Άσε που, όταν τα σβησίματα ήταν πολλά, η λογοκρισία καλούσε τον αποστολέα του γράμματος, του το ’δινε να το ξαναγράψει χωρίς βέβαια να περιλάβει και τις σβησμένες αράδες, κι έτσι το γράμμα έφευγε λαμπικαρισμένο και πεντακάθαρο.) Οπότε στις απαντήσεις τους προς τους φαντάρους έγραφαν ό,τι ήθελαν, ανυποψίαστοι. Δεν τους περνούσε απ’ το μυαλό ότι τα γραφτά τους περνούσαν από κόσκινο λογοκρισίας. Ρωτούσαν για πολλά, αλλά απάντηση δεν έπαιρναν, ή έπαιρναν απαντήσεις «τρα-λα-λά»! Άλλα λόγια βρε παιδιά! Κι αν επέμεναν να ρωτούν, τότε καλούσε η λογοκρισία τους φαντάρους και τους ζητούσε να γράψουν στους δικούς τους ότι περνούν θαυμάσια κ.λπ., για να σταματήσουν τις ερωτήσεις τους. Κάποτε «ανακάλυψες» έναν τρόπο να βγάζεις έξω κάποιο μικρό μήνυμά σου, κάτω απ’ τα μάτια, κυριολεκτικά, της λογοκρισίας σας: Όταν ήθελες να πάει το γράμμα σου πιο γρήγορα (υποτίθεται) στον προορισμό του, κολλούσες στο φάκελό του ένα γραμματόσημο που η αξία του αντιπροσώπευε τη διαφορά της ταχυδρόμησής του «αεροπορικώς». Στο σημείο του φακέλου όπου θα κολλούσες το γραμματόσημο έγραφες με μολύβι το «μήνυμά» σου. Στους δικούς σου είχες γράψει νωρίτερα να σου κρατούν τα γραμματόσημα για τη συλλογή σου. Και τους έδινες κι οδηγίες πώς να τα ξεκολλούν βάζοντάς τα στο νερό, πώς να τα στεγνώνουν κ.λπ. Οι λογοκριτές δεν είχαν βρει τίποτα το ύποπτο σ’ αυτά, κι έτσι οι οδηγίες σου έφτασαν στον προορισμό τους. Οι δικοί σου τις πρόσεξαν περισσότερο απ’ όσο θα περίμενες. Ήξεραν πως εσύ δεν έκανες συλλογή γραμματοσήμων! Κάτι, λοιπόν, σκέφτηκαν, πρέπει να σήμαινε εκείνο το ξεκόλλημά τους στο νερό κ.λπ. Και δεν άργησαν να το διαπιστώσουν, κυριολεκτικά «ιδίοις όμμασιν»! Και κατόπιν όταν έβλεπαν στο φάκελο του γράμματός σου κολλημένο γραμματόσημο καταλάβαιναν πως κάτι σκέπαζε, και πάλι κυριολεκτικά! Για γράψιμο μεγαλύτερων κειμένων μπορούσες να χρησιμοποιήσεις την πίσω λευκή σελίδα της επιστολής σου, γράφοντας σ’ εκείνην ό,τι κι όσα ήθελες με μια από τις πρόχειρες «συμπαθητικές μελάνες»: χυμό λεμονιού ή κρεμμυδιού. Μόνο που σε τέτοια περίπτωση έπρεπε να ’χεις ολοκάθαρη πένα. Και το χαρτί σου να είναι «ματ», δηλαδή όχι γυαλιστερό, γιατί αλλιώς τα γραψίματα διαβάζονται αμέσως κι εύκολα, με κάποιον πλάγιο φωτισμό. Έπρεπε όμως, σ’ αυτήν την περίπτωση ο παραλήπτης, να ξέρει πώς «εμφανίζεται» ένα κείμενο γραμμένο με τέτοια «υλικά», δηλαδή μ’ ένα απλούστατο «σιδέρωμά» του! Αν τον είχες ενημερώσεις έγκαιρα, η γραπτή επαφή μαζί του, χωρίς παρεμβολή λογοκρισίας, ήταν εύκολη. […] [πηγή: Λεφτέρης Ραφτόπουλος, Το μήκος της νύχτας. Μακρόνησος ’48-’50. Χρονικό – Μαρτυρία, Εκδόσεις Καστανιώτη, Αθήνα 21997, σ. 33-35] |