Rainer Maria Rilke, «Από Το Βιβλίο της Μοναστικής Ζωής»

Θεέ, τί θα κάνεις αν εγώ πεθάνω;
Η στάμνα σου είμαι (αν σπάσω;)
Το πιοτό σου είμαι (αλλ' αν χαλάσω;)
Το ένδυμά σου και το επιτήδευμά σου
είμαι· μαζί με μένα χάνεις το νόημά σου.

Αν μείνεις πίσω μου, δε θα 'χεις πια σπίτι κανένα,
που με φιλικά, ζεστά λόγια να 'ρχεται κοντά σου.
Από τα πόδια σου πέφτουνε τα κουρασμένα,
τα βελουδένια, που είμαι, σάνδαλά σου.

Ο μεγάλος μανδύας σου σ' εγκαταλείπει.
Το βλέμμα σου, που εγώ, με τη θερμή
παρειά μου, σαν προσκέφαλο, το έχω δεχτεί,
θα 'ρθει κι ώρες θα με γυρεύει, γιατί θα του λείπει, —
κι όταν ο ήλιος στον ορίζοντα θα φτάσει,
πάνω σε ξένες πέτρες θα πλαγιάσει.

Θεέ, τί θα κάνεις; Φοβάμαι πολύ!

μτφ. Άρης Δικταίος

[πηγή: Aνθολογία της Ευρωπαϊκής και Αμερικανικής Ποιήσεως, εκλογή και επιμέλεια Κλέων Β. Παράσχος, πρόλογος Νάσος Βαγενάς, Παρουσία, Αθήνα 1999, σ. 230]

εικόνα