Τάκη Σινόπουλου, «Σημειώσεις, I»

Στον παρόντα χρόνο στον ενεστώτα χρόνο. Όλα παρόντα. Και τα παρελθόντα και τα παρόντα και τ’ απόντα.

Με κάτι χαρτιά ο αέρας τα φυσάει στριφογυρίζουνε στο σκουπιδότοπο της μνήμης. Που τα κατάγραψα κατά καιρούς κάτι κρατούσαν.

Από εδώ κι εμπρός (όσο μπορείς). Οι λέξεις μία μία ό,τι γυμνό κι αδέκαστο μπορείς να δώκεις.

Κι εσύ μου έρχεσαι τώρα ολοζώντανος κλωτσώντας στο δρόμο σκουριασμένα καρφιά. Χώρος μετά από δυνατή βροχή παράθυρο που τ’ άνοιξα να σου φωνάξω και δεν υπήρχες.

Είπα θα πήρες τη στροφή για τον απάνου δρόμο θα ’φυγες χωρίς.

Διαδοχικά τα πρόσωπα διασχίζουνε — τραβέρσες μέσα στο χρόνο. Και πρόσωπα άλλα που

μόλις που τα θυμάμαι κατεβαίνοντας το μονοπάτι αριστερά μια φουντωμένη κουτσουπιά κουβαλώντας μαζί τους ένα μενεξεδί,

πράξεις παραφορές ο Φίλιππος ο Κίμωνας η Ιωάννα τα ντουφέκια τους.

Να φτιάξω ένα κατάστιχο νεκρών.

Κάποτε ζήσαμε μαζί κάτι όμορφες ημέρες. Ουρά του χρόνου ματωμένη στο αίμα. Ύστερα σκορπίσαμε. Που εκείνη τη χρονιά η πολιτεία χωρίστηκε. Με φράχτες με ξερά συνθήματα κι άλλα ξερά σκοτεινές φωταψίες. Την πολιτεία την κάψαμε φωτογραφίες υπάρχουν.

Αν κατεβείς στην αγορά το ψέμα η τιμή του συνεχώς ανεβαίνει.

Αλλά οι φονιάδες φώναζαν κάθε μεριά το δίκιο τους ελάχιστη η ταρίφα.

Λοιπόν ξανάρχισαν οι σκοτωμοί. Τα ξύλα οι πάσσαλοι και τα συρματοπλέγματα που τα ’βλεπες μονάχα στον κινηματογράφο στηθήκανε από την αρχή στους δρόμους. Σιγανή φωτιά κατακαίει μέρα και νύχτα ανθρώπους κι ανθρώπους.

Λοιπόν άλλοι σηκώθηκαν και φύγανε.

Στη δύση ακούστηκαν κάτι φωνές. Σα να μην ξέραμε την αλφαβήτα.

Εσύ έμεινες και γίνηκες γραμματικός. Μην παρασταίνεις τίποτ’ άλλο.

Καμιά φορά μέσα στον ύπνο έρχονται οι παλιοί ματωμένοι πόλεμοι. Σύντροφοι που σκοτώθηκαν εβγαίνανε απ’ τη γη τα πεθαμένα χέρια τους. Σηκώνομαι λοιπόν και τους ξεθάβω ολάκερους. Κι είναι σα ζωντανοί σα να ’ναι σήμερα. Μιλάμε περπατώντας κι ανεβαίνουμε σ’ εκείνα τα βουνά. Κι ακούμε να σφυρίζει εκείνος ο διαολεμένος αέρας.

Τις άλλες νύχτες που ήμουν ξάγρυπνος και διάβαζα τον Αγαμέμνονα χειμώνα και χινόπωρο.

Το ποτάμι αργά κατεβάζοντας με τις ώρες τα πτώματα

εκατομμύρια πτώματα.

Από τη συλλογή Το χρονικό (1975)

[πηγή: Τάκης Σινόπουλος, Συλλογή ΙΙ (1960-1980), Ερμής, Αθήνα 1997, σ. 97-99]

info