Διονύσιου Σολωμού, Η Γυναίκα της Ζάκυθος. Όραμα του Διονύσιου Ιερομόναχου εγκάτοικου εις ξωκλήσι Ζακύνθου (απόσπασμα)

ΚΕΦ<ΑΛΑΙΟΝ> 1
Ο Ι<Ε>ΡΟΜΟΝΑΧΟΣ ΠΙΚΡΑΙΝΕΤΑΙ
1. Εγώ Διονύσιος Ιερομόναχος, εγκάτοικος στο ξωκλήσι του Αγίου Λύπιου, για να περιγράψω ό,τι είδα, λέγω:
2. Ό,τι εγύριζα από το μοναστήρι του Α<γίου> Διονυσίου, όπου είχα πάει για να μιλήσω με ένα<ν> καλόγερο για κάτι υπόθεσες ψυχικές <και> για δέησες για το έθνος που πολεμάει,
3. και ήτανε καλοκαίρι, και ήταν η ώρα οπού θολώνουνε τα νερά, και είχα φθάσει στα Τρία Πηγάδια, και ήταν εκεί τριγύρου η γη όλο νερά, γιατί πάνε οι γυναίκες και συχνοβγάνουνε.
4. Εσταμάτησα σε ένα από τα Τρία Πηγάδια, και απιθώνοντας τα χέρια μου στο φιλιατρό του πηγαδιού έσκυψα να ιδώ αν ήτουν πολύ νερό·
5. και το είδα ώς τη μέση γιομάτο, και είπα: «Δόξα σοι ο Θεός!
6. »γλυκιά η δροσιά που στέρνει για τα σπλάχνα του ανθρώπου το καλοκαίρι, μεγάλα τα έργα Του, και μεγάλη η αφχαριστία του ανθρώπου.
7. »Και οι δίκαιοι κατά τη Θεία Γραφή πόσοι είναι;» Και συλλογίζοντας αυτό επέσανε τα μάτια μου στα χέρια μου, οπού ήτανε απιθωμένα στο φιλιατρό.
8. Και θέλοντας να μετρήσω με τα δάχτυλα τους δίκαιους ασήκωσα από το φιλιατρό το χέρι μου το ζερβί, και κοιτώντας τα δάχτυλα του δεξιού είπα: «Τάχα να είναι πολλά;»
9. Και αρχίνησα και εσύγκρενα τον αριθμό των δικαίων οπού εγνώριζα με αυτά τα πέντε δάχτυλα, και βρίσκοντας πως ετούτα επερισσεύανε, ελιγόστεψα το δάχτυλο το λιανό, κρύβοντάς το ανάμεσα στο φιλιατρό και στην απαλάμη μου.
10. Και έστεκα και εθεωρούσα τα τέσσερα δάχτυλα για πολληώρα, και αιστάνθηκα μεγάλη λαχτάρα, γιατί είδα πως ήμουνα στενεμένος να λιγοστέψω, και κοντά στο λιανό μου δάχτυλο έβαλα το σιμοτινό του στην ίδια θέση.
11. Εμνέσκανε το λοιπόν από κάτου από τα μάτια μου τα τρία δάχτυλα μοναχά, και τα εχτυπούσα ανήσυχα απάνου στο φιλιατρό, για να βοηθήσω το νου μου να εύρει κάνε τρεις δίκαιους.
12. Αλλά επειδή αρχινήσανε τα σωθικά μου να τρέμουνε σα<ν> τη θάλασσα που δεν ησυχάζει ποτέ,
13.  ασήκωσα τα τρία μου έρμα δάχτυλα, και έκαμα το σταυρό μου.
14. Έπειτα, θέλοντας να αριθμήσω τους άδικους, έχωσα το ένα χέρι μες στη<ν> τσέπη του ράσου μου και το άλλο ανάμεσα στο ζωνάρι μου, γιατί εκατάλαβα, αλίμονον!, πως τα δάχτυλα δεν εχρειαζόντανε ολότελα.
15. Και <ο> νους μου εζαλίστηκε από το μεγάλον αριθμό· όμως με παρηγορούσε το να βλέπω πως καθένας κάτι καλό είχε απάνου του.
16. Και μου ήρθε στο νου μου περσότερο από όλους αυτούς η Γυναίκα της Ζάκυθος, η οποία πολεμάει να βλάφτει τους άλλους με τη γλώσσα και με τα έργατα, και ήταν έχθρισσα θανάσιμη του έθνους.
17. Και γυρεύοντας να ιδώ εάν μέσα σε αυτή τη<ν> ψυχή, εις την οποίαν αναβράζει η κακία του Σατανά, αν έπεσε ποτέ η απεθύμια του παραμικρού καλού,
18. έπειτα που εστάθηκα να συλλογιστώ καλά, ύψωσα το κεφάλι μου και τα χέρια μου στον Ουρανό και εφώναξα: «Θε μου, καταλαβαίνω πως γυρεύω ένα κλωνί αλάτι μες στο θερμό.
19. Και είδα πως ελάμπανε από πάνου μου όλα τ’ άστρα, και εξάνοιξα την Αλετροπόδα οπού με ευφραίνει πολύ.
20. Και εβιάστηκα να κινήσω για το ξωκλήσι του Α<γίου> Λ<ύπιου>, γιατί είδα πως εχασομέρησα· και ήθελα να φθάσω για να περιγράψω τη Γυναίκα της Ζάκυθος.
21. Και ιδού καμία δωδεκαρία ψωρόσκυλα που ηθέλανε να μου εμποδίσουνε το δρόμο.
22. Και μη θέλοντας εγώ να τα κλοτσοβολήσω, για να μην εγγίξω τη<ν> ψώρα και τα αίματα πού ’χανε, εστοχαστήκανε πως τα σκιάζουμαι,
23. και ήρθανε βαβίζοντας σιμότερά μου· όμως εγώ εκαμώθηκα πως σκύφτω να πάρω πέτρα,
24. και έφυγαν όλα και εξεθύμαιναν τα κακορίζικα ψωριασμένα τη λύσσα του<ς>, το ένα δαγκώνοντας το άλλο.
25. Αλλά ένας οπού εδιαφέντευε κάποια από τα ψωρόσκυλα επήρε και αυτός μία πέτρα,
26. και βάνοντας ο άθεος για σημάδι το κεφάλι εμέ του Δ<ιονύσιου> του Ιερ<ομόναχου> δεν το πίτυχε· γιατί από τη βία τη μεγάλη με την οποίαν ετίναξε τη<ν> πέτρα εστραβοπάτησε, και έπεσε.
27. Έτσι εγώ έφθασα στο κελί του Αγίου Λύπιου συνοδεμένος από τες μυρωδίες του κάμπου, από τα γλυκότρεχα νερά και από τον αστρόβολον Ουρανό, ο οποίος εφαινότουνα από πάνου από το κεφάλι μου μία Ανάσταση.


ΚΕΦ<ΑΛΑΙΟΝ>2
Η ΓΥΝΑΙΚΑ ΤΗΣ ΖΑΚΥΘΟΣ. Ο ΙΕΡΟΜΟΝΑΧΟΣ ΠΟΛΕΜΑΕΙ ΝΑ ΠΑΡΗΓΟΡΗΘΕΙ
1. Το λοιπόν το κορμί της Γυναικός ήτανε μικρό και παρμένο.
2. Και το στήθος σκεδόν πάντα σημαδεμένο από τες αβδέλες που έβανε, για να ρουφήξουν το τηχτικό, και από κάτου εκρεμόντανε δυο βυζιά ωσάν καπνοσακούλες.
3. Και αυτό το μικρό κορμί επερπατούσε γοργότατα, και οι αρμοί της εφαινόντανε ξεκλείδωτοι.
4. Είχε το μούτρο της τη μορφή του καλαποδιού, και έβλεπες ένα μεγάλο μάκρο, αν εκοίταζες από την άκρη του πηγουνιού ώς την άκρη του κεφαλιού,
5. εις την οποία ήτανε μία πλεξίδα στρογγυλοδεμένη, και από πάνου ένα χτένι θεόρατο.
6. Και όποιος ήθελε σιμώσει την πιθαμή για να μετρήσει τη Γυναίκα, ήθελ’ έβρει το τέταρτο του κορμιού στο κεφάλι.
7. Και το μάγουλό της εξερνούσε πάντα σάγριο, το οποίο ήτανε ζωντανό και πότε πονιδιασμένο και μαραμένο.
8. Και άνοιγε κάθε λίγο ένα μεγάλο στόμα για ν’ αναγελάσει τους άλλους, και έδειχνε τα κάτου δόντια τα μπ<ρ>οστινά μικρά και σάπια που εσμίγανε με τα απάνου πού ’τανε λευκότατα και μακρία.
9. Και μόλον πού ’τανε νια, οι μηλίγγοι και το μέτωπο και τα φρύδια και η κατεβασία της μύτης γεροντίστικα.
10. Πάντα γεροντίστικα, όμως ξεχωριστά όταν ακουμπούσε το κεφάλι της εις το γρόθο το δεξί μελετώντας τη<ν> πονηρία.
11. Και αυτή η θωριά η γερο<ν>τίστικη ήτανε ζωντανεμένη από δύο μάτια λαμπρά και ολόμαυρα, και το ένα ήτανε ολίγο αλληθώρικο.
12. Και εστριφογυρίζανε εδώ και εκεί γυρεύοντας το κακό, και το βρίσκανε και όπου δεν ήτουν.
13. Και μες στα μάτια της άστραφτε ένα κάποιον τι που σ’ έκανε να στοχαστείς ότι η τρελάδα ή είναι λίγο που την άφησε ή κοντεύει να την κυτριμίσει.
14. Και τούτη ήταν η κατοικιά της ψυχής της της πονηρής και της αμαρτωλής.
15. Και εφανέρωνε τη<ν> πονηρία και μιλώντας και σιωπώντας.
16. Και όταν εμιλούσε κρυφά, για να βλάψει τη φήμη του ανθρώπου, έμοιαζε η φωνή της με το ψιθύρισμα του ψαθιού, πατημένο από το πόδι του κλέφτη.
18. Και όταν εμίλειε δυνατά, εφαινότουνα η φωνή της, εκείνη οπού κάνουν οι άνθρωποι, για να αναγελάσουν τους άλλους.
19. Και μολοντούτο, όταν ήτουν μοναχή, επήγαινε στο<ν> καθρέφτη και κοιτώντας εγέλουνε και έκλαιε.
20. Και εθάρρειε πως είναι η ωραιότερη απ’ όσες είναι στα Εφτάνησα.
21. Και ήταν, για να χωρίζει ανδρόγενα και αδέλφια, επιδέξια σα<ν> το Χάρο.
22. Και όταν έβλεπε στον ύπνο της το ωραίο κορμί της αδελφής της, εξύπναε τρομασμένη.
23. Ο φθόνος, το μίσος, η υποψία, η ψευτία, της ετραβούσανε πάντα τα σωθικά,
24. σα<ν> τα βρωμόπαιδα της γειτονιάς, τα βλέπεις ξε<ν>τερολοϊσμένα και λερωμένα να σημαίνουν τα σήμαντρα του πανηγυριού, και βου<ρ>λίζουν το<ν> κόσμο.
[...]


ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ 20
ΟΙ ΜΙΣΟΛΟΓΓΙΤΙΣΣΕΣ
1. Και εσυνέβηκε αυτές τες ημέρες, οπού οι Τούρκοι επολιορκούσαν το Μισολόγγι, και συχνά ολημερνίς και κάποτε οληνυχτίς έτρεμε η Ζάκυθο από το κανόνισμα το πολύ.
2. Και ήτανε ετότες οπού κάποιες γυναίκες Μισολογγίτισες επερπατούσαν τριγύρω γυρεύοντας για τους άνδρες τους, για τα παιδιά τους, για τ’ αδέλφια τους, που επολεμούσανε.
3. Στην αρχή εντρεπόντανε νά ’βγουνε και επροσμένανε το σκοτάδι για ν’ απλώσουν το χέρι, επειδή δεν ήτανε μαθημένες·
4. και είχανε δούλους, και <εί>χανε σε πολλές πεδιάδες και γίδια και πρόβατα και βόιδα πολλά.
5. Ακολούθως εβιαζόντανε και εσυχνοτηράζανε από το παρεθύρι τον ήλιο πότε να βασιλέψει για νά ’βγουνε.
6. Αλλά, όταν επερισσέψανε οι χρείες, τες έβλεπε ο κόσμος να τρέχουνε τα τρίστρατα, τα σταυρόδρομια, τα σπίτια, τα ανώγια και τα χαμώγια, τες εκκλησίες, τα ξωκλήσια, γυρεύοντας.
<7.> Και ελαβαίνανε χρήματα, πανιά για τους λαβωμένους·
<8.> και δεν τους έλεγε κανένας το όχι, γιατί οι ρώτησες των γυναικών ήτανε τες περσότερες φορές συντροφευμένες από τες κανονιές του Μισολογγιού, και η γη έτρεμε αποκάτου από τα πόδια μας.
<9.> Και οι πλέον πάμφτωχοι εβγάνανε το οβολάκι τους και το δίνανε, και εκάνανε το σταυρό τους κοιτάζοντας κατά το Μισολόγγι και κλαίοντας.

[...]

ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ <22>
ΑΛΛΑ ΕΓΩ ΕΧΩ ΔΟΥΛΕΙΑ. ΑΚΟΥΣ’ΤΕ; ΕΧΩ ΔΟΥΛΕΙΑ
1. Ωστόσο η Γυναίκα της Ζάκυθος είχε στα γόνατα τη θεγατέρα της και επολέμαε να την καλοπιάσει.
2. Έβαλε, το λοιπόν, το ζουρλάδι τα μαλλιά της αποπίσω από τ’ αυτιά, γιατί η ανησυχία τής τά ’χε πετάξει, και έλεγε φιλώντας τα μάτια της θυγατρός της:
3. «Μάτια μου, ψυχή μου, να γένεις καλή, να παντρευτείς, και να βγαίνουμε και να μπαίνουμε, και <να> βλέπουμε τον κόσμο, και να καθόμαστε μαζί στο παρεθύρι, και να διαβάζουμε τη Θεία Γραφή και τη Χαλιμά».
4. Και αφού την εχάιδεψε, και της φίλησε τα μάτια και τα χείλα, την άφησε απάνου στην καθίκλα λέοντάς της: «Νά και ένα καθρεφτάκι, και κοιτάξου που είσ’ όμορφη και μου μοιάζεις».
5. Και η κόρη, που δεν ήτανε μαθημένη με τα καλά, ησύχασε, και από τη χαρά της εδάκρυσε.
6. Και ιδού μεγάλη ταραχή ποδιών, οπού πάντοτες αύξαινε.
7. Και εσταμάτησε κοιτάζοντας κατά τη θύρα και φουσκώνοντας τα ρουθούνια της.
8. Και ιδού παρεσιάζονται ομπρός της οι γυναίκες του Μισολογγιού· εβάλανε το δεξί τους στα στήθια και επροσκυνήσανε· και εμείνανε σιωπηλές και ακίνητες.
9. «Και έτσι δα, πώς; Τί κάνουμε; Θα παίξουμε; Τί ορίζετε, κυράδες; Εκάμετε ανεβαίνοντας τόση ταραχή με τα συρτοπάπουτσα, που καρτερώ να μου δώσ<ετε> πρoσ<ταγές>».
10. Και όλες εμείνανε σιωπηλές και ακίνητες· αλλά μία είπε: «Αμ’ έχεις δίκιο, είσαι στη<ν> πατρίδα σου και στο σπίτι σου, και εμείς είμαστε ξένες και όλο σπρώξιμο θέλουμε».
11. Και ετότες η Γυναίκα της Ζάκυθος την αντίσκοψε και αποκρίθηκε: «Κυρά δασκάλα, όλα τα χάσετε, αλλά από εκείνο που ακούω η γλώσσα σάς έμεινε.
12. »Είμαι στη<ν> πατρίδα μου και στο σπίτι μου; Και η αφεντιά σου, δεν ήσουνα στη<ν> πατρίδα σου και στο σπίτι σου;
13. »Και τί σας έλειπε, και τί κακό είδετε από το<ν> Τούρκο; Δε σας άφηνε φαητά, δούλους, περιβόλια; Και, δόξα σοι ο Θεός, είχετε περσότερα από εκείνα που έχω εγώ.
14. »Σας είπα εγώ ίσως, να χτυπήστε το<ν> Τούρκο, που ερχόστενε τώρα σε με να μου γυρέψετε και να με βρίσετε;
15. »Ναίσκε! εβγήκετε όξω να κάμετε παλικαρίες· επολεμούσετε (όμορφο πράμα που ήθελ’ ήστενε με του φέκι και με βελέσι! ή εβάνετε και βρακί;)· και κάτι εκάμετε στην αρχή, γιατί επήρετε τα άτυχα παλικάρια της Τουρκιας ξάφνου.
16. »Και πώς εμπόρειε ποτέ του να υποφτευτεί τέτοια προδοσία; Τό ’θέλε ο Θεός; Δεν ανακατωνόστενε με δαύτον μέρα και νύχτα;
17. »Τόσο κάνει και εγώ μες στο ξημέρωμα να μπήξω με το μαχαίρι στο λαιμό του αντρός μου.
18. »Και τώρα που βλέπετε πως πάνε τα πράματά σας κατά, θέλτε να πέσει το βάρος απάνου μου.
19. »Καλή, μα την αλήθεια! Αύριο πέφτει το Μισολόγγι, βάνουνε σε τάξη την Ελλάδα τη ζουρλή οι βασιλιάδες, εις τους οποίους έχω όλες μου τες ελπίδες,
20. »Και όσοι μείνουνε από το<ν> ξελοθρεμό έρχονται στη Ζάκυθο να τους θρέψουμε και με τη<ν> κοιλιά γιομάτη μας βρίζουνε».
21. Λέοντας, εσώπησε ολίγο, κοιτάζοντας μες στα μάτια τες γυναίκες του Μισολογγιού.
22. «Και έτσι ξέρω και μιλώ και εγώ, ναι ή όχι; Και τώρα δα τί ακαρτερείτε; Εβρήκετε ίσως ευχαρίστηση να με ακούτε να μιλώ;
23. »Εσείς δεν έχετε άλλη δουλειά πάρα να ψωμoζητάτε· και, να πούμε την αλήθεια, στοχάζουμαι πως θε νά ’ναι μία θαράπαψη, για όποιον δεν <ν>τρέπεται.
24. »Αλλά εγώ έχω δουλειά. Ακούσ’τε; Έχω δουλειά». Και φωνάζοντας τέτοια, δεν ήτανε το τριπίθαμο <μ>πουρίκι, αλλά εφάνηκε σωστή,
25. γιατί ασηκώθηκε με μεγάλο θυμό στην άκρη των ποδιών και μόλις άγγισε το πάτωμα· και εγρύλωσε τα μάτια, και το άβλαφτο μάτι εφάνηκε αλληθώρικο, και το αλληθώρικο <έ>σιαξε. Και εγίνηκε σαν την προσωπίδα την ύψινη οπού χύνουνε οι ζωγράφοι εις τα πρόσωπα των νεκρών για να <...>
26. Και όποιος την έβλεπε να ξανάρθει στη<ν> πρώτη της μορφή, έλεγε: «Ο Διάβολος ίσως την είχε αδράξει, αλλά εμετάνωσε και την άφησε, για το μίσος που έχει του κόσμoυ».
27. Και η θεγατέρα της κοιτάζοντάς την εφώναξε· και οι δούλοι εξαστόχησαν τη<ν> πείνα τους, και οι γυναίκες του Μισολογγιού εκατέβηκαν χώρις να κάμουνε ταραχή.
28. Ετότες η Γυναίκα της Ζάκυθος, βάνοντας την απαλάμη απάνου στην καρδιά της και αναστενάζοντας δυνατά, είπε:
29. «Πώς μου χτυπάει, Θε μου, η καρδιά <που μου> έπλασες τόσο καλή!
30. »Με συγχύσανε αυτές οι πόρνες! Όλες οι γυναίκες του κόσμου είναι πόρνες·
31. »αλλά εσύ, κόρη μου, δεν θε νά ’σαι πόρνη σαν την αδελφή μου και σαν τες άλλες γυναίκες του τόπου μoυ.
32. »Κάλλιο θάνατος! Και εσύ, μάτια μου, εσκιάχτηκες; Έλα, στάσου ήσυχη, γιατί, αν αναδευτείς από αυτή τη<ν> καθίκλα, κράζω ευτύς οπίσω εκείνες τες στρίγγλες και σε τρώνε».
33. Και <οι> δούλοι είχαν πάγει στο μαγερείο, χωρίς να καρτερέσουν την προσταγή της Γυναικός, και εκεί άρχισαν να μιλούν για την πείνα τους.
34. Και η γυναίκα ετότες εμπήκε στο δώμα της.
35. Και έγινε μεγάλη σιωπή, <και> σε λίγο άκουσα το κρεβάτι να τρίζει πρώτα λίγο και κατόπι πολύ· και ανάμεσα στο τρίξιμο εβγαίνανε λαχανιάσματα και γογγυσμοί,
36. καθώς κάνουν οι βαστάζοι, όταν οι κακότυχοι έχουν βάρος εις την πλάτη τους ανυπόφορτο.
37. Και έφυγα από την πέτρα του σκανδάλου, εγώ Διονύσιος Ιερομόναχος, και ό,τι έβγαινα από τη θύρα του σπιτιού, απάντηξα τον άνδρα της Γυναικός οπού ανέβαινε.


ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ <23>
ΟΙ ΜΙΣΟΛΟΓΓΙΤΙΣΣΕΣ...
1. Και ακλούθησα τες γυναίκες του Μισολογγιού, οι οποίες εστρωθήκανε στ’ ακρογιάλι, και εγώ ήμουνα από πίσω από μία φράχτη και εκοίταζα.
2. Και κάθε μία έβαλε το χέρι και έβγαλε ό,τι και αν εμάζωξε· και εκάμανε ένα σωρό.
<3.> Και μία κόρη, αδειάζοντας ό,τι και εν είχε, είπε: «Ακούσ’τε, συφορά, τί μας είπε αυτή η γυναίκα; Ακούστηκε ποτέ από Τούρκο, από Αράπη;»
<4.> Και η μάνα της, βάνοντάς της το χέρι στο στόμα: «Κλείσ’ το», της είπε, «και μην ειπείς ποτέ λόγο από αυτά. Εδώ στη Ζάκυθο μας εκάμανε καλό και τα σκυλιά τους».
<5.> Και μία άλλη, απλώνοντας το χέρι, και ψηλαφίζοντας το γιαλό: «Αδελφάδες», εφώναξε,
<6.> «ακούτε, αν ήρθε ποτέ από το Μισ<ολόγγι> τέτοιο<ς> σεισμό<ς> σαν και τώρα· ίσως νικάει, ίσως πέφτει».
[...]
<7.> Και εκίνησα για να φύγω, και είδα από πίσω από την εκκλησία (ιδές πώς τη λένε) μία γριούλα, οπού είχε στήσει ανάμεσα στα χόρτα μικρά κεράκια, και έκαιε λιβάνι· και τα κεράκια στην πρασινάδα ελάμπανε και το λιβάνι ανέβαινε.
<8.> Και ασήκωνε τα ξερόχερα παίρνοντας από το λιβάνι και κλαίοντας, και αναδεύοντας το ξεδοντιασμένο στόμα επαρακάλειε.
<9.> Ετότες εταραχτήκανε τα σωθικά μου και έλεγα πως ήρθε ώρα να ξεψυχήσω.
<10.> Και εβρέθηκα σε σκοτεινό τόπο και βροντερό, που εσκιρτούσε σαν κλωνί στάρι στο μύλο που αλέθει ογλήγορα, ωσάν το χόχλο στο νερό που αναβράζει.
<11.> Ετότες εκατάλαβα πως εκείνο ήτανε το Μισολόγγι.
<12.> Αλλά δεν έβλεπα μήτε το κάστρο, μήτε το στρατόπεδο, μήτε τη λίμνη, μήτε τη θάλασσα, μήτε τη γη που επάτουνα, μήτε τον ουρανό.
<13.> Πολιορκισμένους και πολιορκούμενους και όλα τα έργα τους, και όλα τα πάντα τα εκατασκέπαζε μαυρίλα και πίσσα γιομάτη λάμψη, βροντή, και αστροπελέκι.
<14.> Και ύψωσα τα χέρια μου και τα μάτια μου να κάμω δέηση.
<15.> Και ιδού μες στην καπνίλα μία μεγάλη γυναίκα με φόρεμα μαύρο σαν του λαγού το αίμα, όπου η σπίθα έγγιζε και εσβενότουνα.
<16.> Και με φωνή που μου εφαινότουνα πως νικάει την ταραχή του πολέμου, άρχισε:

Το χάραμα επήρα
του ήλιου το δρόμο,
κρεμώντας τη λύρα
τη δίκαιη στον ώμο.

Κι απ' όπου χαράζει
ώς όπου βυθά
[...]

<17.> Και ό,τι είχε αποτελειωμένα τα λόγια της η θεά, οι δικοί μας εκάνανε φοβερές φωνές για τη νίκη που εκάνανε.
<18.> Και οι δικοί μας και όλα μού έγιναν άφαντα, και τα σωθικά μου πάλι φοβερά εταραχτήκανε, και μου φάνηκε πως εκουφάθηκα και εστραβώθηκα.
<19.> Και σε λίγο είδα ομπρός μου τη γριούλα οπού μου έλεγε:
<20.> «Δόξα σοι ο Θεός, Ιερομόναχε· έλεα πως κάτι σού ’ρθε. Σέ ’κραζα, σε κούνεια, και δεν άκουγες τίποτες, και τα μάτι<α> σου εσταμάτηζαν στον αέρα, ενώ τώρα στα στερνά η γης εσκιρτούσε σα<ν> το χόχλο στο νερό που αναβράζει.
<21.> »Τώρα ό,τι έπαψε που ετελειώσανε τα κεράκια και το λιβάνι. Λες οι δικοί μας να εκερδέσανε;».
<22.> Και εκίνησα με το Χάρο μες στη<ν> καρδιά μου να φύγω. Και η γριούλα, έπειτα που <μου> φίλησε το χέρι, κάνοντας μία μετάνοια, είπε: «Και τί παγωμένο πού ’ναι το χέρι σου!»


ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ <24>
ΤΟ ΜΕΛΛΟΝΤΑ ΓΕΝΑΜΕΝΟ ΠΑΡΟΝ. Η ΚΑΚΙΑ ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΤΕΛΟΣ
1. Και εκοίταξα τριγύρου και δεν έβλεπα τίποτες, και είπα:
2. «Ο Κύριος δεν θέλει να ιδώ άλλο»· και γυρίζοντας το πρόσωπο όπου ήταν οι πλάτες μου εκίνησα για να πάω στον Άι-Λύπιο.
3. Αλλά άκουσα να τρέμει η γη από κάτου από τα πόδια μου, και πλήθος αστραπές εγιόμοζαν τον αέρα, πάντα αυξαίνοντας τη γοργότητα και τη λάμψη. Και εσκιάχτηκα, γιατί η ώρα ήτανε κοντά στ’ άγρια μεσανύχτια,
4. τόσο που έσπρωξα ομπρός τα χέρια μου, καθώς κάνει ο άνθρωπος οπού δεν έχει το φως του.
5. Και εβρέθηκα οπίσω από ένα<ν> καθρέφτη, ανάμεσα σ’ αυτόνε και στο<ν> τοίχο· και ο καθρέφτης είχε τον ψήλο του δώματος.
6. Και μία φωνή δυνατή και ογλήγορη μου εβάρεσε την ακουή, λέγοντας:
7. «Ω Διονύσιε lερομόναχε, τα μέλλοντα θε να γίνει τώρα για σε παρόν· ακαρτέρει και βλέπεις εκδίκησην του Θεού».
8. Και μία άλλη φωνή μου είπε τα ίδια λόγια, τραυλίζοντας.
9. Και αυτήν <η> δεύτερη φωνή ήτανε ενού γέρου που πέθανε και είχα γνωρίσει. Και εθαύμαξα, γιατί ήταν η πρώτη φορά που άκουα τη<ν> ψυχή του ανθρώπου να τραυλίζει.
<10.> Και άκουσα ένα τρίτο μουρμουρητό που εφαινότουνα μία φυσηματιά στον καλαμιώνα, όμως δεν άκουσα λόγια.
<11.> Και εκοίταξα ανάερα για να ξανοίξω πούθεν εβγαίνανε αυτές οι φωνές, και δεν είδα παρά τους δυο χοντρούς και μακριούς πέρονους που εβγαίνανε από τον τοίχο, στους οποίους ακουμπούσε ο καθρέφτης δεμένος από τη μέση.
<12.> Και αναστενάζοντας βαθιά και καθώς κάνει ο άνθρωπος οπού βρίσκεται γελασμένος, αγρίκησα μυρωδιά από λείψανο.
<13>. και εβγήκα από κει, και εκοίταξα τριγύρου, και είδα:
<14>. Είδα αντίκρυ από το<ν> καθρέφτη, στην άκρη της κάμερας, ένα κρεβάτι, και κοντά στο κρεβάτι ένα φως· και εφαινότουνα πως δεν ήτουνα μές στο κρεβάτι τίποτες, και απάνου πολλή μύγα κουλουμωτή.
<15.> Και απάνου στο προσκέφαλο είδα σα μία κεφαλή ακίνητη e mince, σαν εκείνες που κάνουνε οι πελαγίσοι με το βελόνι στα χέρια τους και στα στήθια.
<16.> Και είπα μέσα μου: «Ο Κύριος μου έστειλε ετούτη τη θωριά, για σύμβολο σκοτεινό της θέλησής του».
<17.> Για τούτο εγώ, παρακαλώντας θερμά τον Κύριον να καταδεχτεί να με βοηθήσει για να κα<τα>λάβω αυτό το σύμβολο, εσίμωσα το κρεβάτι.
<18.> Και κάτι αναδεύτηκε μες στα σεντόνια, τα λερωμένα, ξεντερολοϊσμένα και αιματωμένα.
<19.> Και κοιτάζοντας καλύτερα την εικόνα του προσκέφαλου, εταραχτήκανε τα σωθικά μου, γιατί από ένα κίνημα που έκαμε με το στόμα εγνώρισα τη Γυναίκα της Ζάκυθος, που εκοιμότουνα σκεπασμένη από το σεντόνι ώς το λαιμό, όλη φθαρμένη από το τηχτικό.


ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ <25>
Η ΕΚΔΙΚΗΣΗ: ΔΕΝ ΣΟΥ ΔΙΝΩ ΜΗΤΕ ΕΝΑ ΨΙΧΑΛΟ
1. Αλλά εκαλοκοίταξα εκείνον τον ύπνο, και εκατάλαβα που ήθελε βαστάξει λίγο, για να δώσει τόπο του αλλουνού, πού ’ναι χώρις ονείρατα.
2. Και επειδή εκεί μέσα δεν ήτανε ούτε φίλος, ούτε δικός, ούτε γιατρός, ούτε πνεματικός, εγώ Διονύσιος Ιερομόναχος, έσκυψα και με τα καλά τής έλεγα να ξεμολογηθεί.
3. Και αυτή εμισάνοιξε το στόμα της και έδειξε τα δόντια της, ακλουθώντας να κοιμάται.
4. Και ιδού η πρώτη φωνή, η αγνώριστη, που μού ’πε στο δεξί αυτί: «Η δύστυχη θρέφει πάντα στο νου της φούρκες, φυλακές, και Τούρκους που νικάνε, και Γραικούς οπού σφάζονται.
5. »Τούτη τη στιγμή βλέπει στον ύπνο της το πράγμα που πάντοτες απεθύμουνε: ήγουν την αδελφή της που διακονεύει, και για τούτο την είδες τώρα που εχαμογέλασε».
6. Και η δεύτερη φωνή, που εγνώριζα, εξαναείπε τα ίδια λόγια τραυλίζοντας, και κάνοντας ένα σωρό όρκους, καθώς από ζώντας εσυνηθούσε:
7. «Αλήθεια μα-μαμααμά τη<ν> Παναγία, άκουσ’ εδώ· ααααλήθεια μμμμα τον Άι-Νικόλα, άκουσ’ εδώ· αλλλλλήθεια, άκουσ’ εδώ, μα τον Άι-Σπυ-σπυ-σπυ-ρίιδωνα, αλήθεια μα τ’ αγνάχραρα-χραχρα-γράχναντα μυστήρια του Θεού».
<8.> Και ιδού πάλι το μουρμουρητό που εφαινότουνα η φυσηματιά μες στον καλαμιώνα.
<9.> Ξάφνου η Γυναίκα έβγαλε το χέρι από το σεντόνι και εχτύπησε, και οι μύγες ασηκωθήκανε.
<10.> Και ανάμεσα στη βουή οπού εκάνανε, άκουσα τη φωνή της Γυναικός, οπού εφώναζε: «Όξω, πόρνη, από ’δω· δε σου δίνω μήτε ένα ψίχαλο!»
11. Και εξεσκεπάστηκε σκεδόν όλη από το λερωμένο σεντόνι, και εφάνηκε ένα ψοφογάτζουλο οπού ξετρουπώνει από τη<ν> κροπιά ένας ανεμοστρούφουλας.
12. Αλλά σπρώχνοντας εχτύπησε το χέρι της σε μία κάσα πεθαμένου, που εβρέθηκε εκεί ξάφνου, και εκόπηκε το όνειρο της αμαρτωλής.
13. Και άνοιξε τα μάτια της, και βλέποντας τη<ν> κάσα ανατρίχιασε, γιατί εσκιάχτηκε μη<ν> τη βάλανε εκεί στοχάζοντάς τηνε πεθαμένη.
14. Και ετοιμαζότουνα να φωνάξει δυνατά, για να δείξει πως δεν επέθανε, αλλά ιδού προβαίνει από τη<ν> κάσα μία κεφαλή γυναίκεια, φθαρμένη και αυτή από το τηχτικό, που, αγκαλά και πλέον ηλικιωμένη, πολύ της έμοιαζε.
15. Πηδάει στη ζερβιά του κρεβατιού, αλλά εχτύπησε τη μούρη της σε μίαν άλλη κάσα, και όξω από αυτή ένα κεφάλι γέρου· και ήτανε εκεινού που εγνώριζα.
<16.> Πολεμάει να φύγει από τα πόδια του κρεβατιού, αλλά ιδού, σ’ ένα προσκέφαλο κόκκινο, που ετιναζότουνα ένα παιδάκι· και ετιναζότουνα σα<ν> το μισοσκοτωμένο πουλί.
<17.> Και το πρόσωπο του γέρου ήταν σα<ν> το τζίτζικα· και της παιδούλας σαν την έκλειψη του φεγγαριού· και της γραίας σαν τ’ άγρια μεσάνυχτα.
<18.> Και έτσι εγνώρισα ότι έμελλε της Γυναικός βρεθεί, πριν ξεψυχήσει, ανάμεσα στο<ν> πατέρα της και στη μάνα της και στη θεγατέρα της.
<19.> Και έφριξα και έστριψα στην αντίκρυ μερία το πρόσωπό μου, και εξανάσανε το μάτι μου στο<ν> καθρέφτη, ο οποίος δεν έδειχνε παρά τη Γυναίκα μοναχή και εμέ και το φως.
<20.> Γιατί τα σώματα των άλλων τριώ ησυχάσανε στο μνήμα τους, από τα οποία θα πεταχτούν όταν βαρέσει η Σάλπιγγα·
<21.>. μαζί μ' εμέ το Διονύ<σιο> τον Ιερομ<όναχο>, μαζί με τη Γυναίκα της Ζάκυθος, μαζί με όλα τα τέκνα του Αδάμ, στη μεγάλη κοιλάδα του Ιωσαφάθ.
<22.>. Και άρχισα να συλλογιστώ απάνου στη δικαιοσύνη του Θεού, που θε νά ’ναι αυτή την ημέρα φανούσιμη· και το μάτι (προσηλωμένο στο<ν> καθρέφτη) εμποδίστηκε από το λογισμό·
<23.> αλλά ακολούθως ο λογισμός εμποδίστηκε από το μάτι.
<24.> Επειδή, στ<ρ>ιφογυρίζοντας εγώ έπειτα τα μάτια εδώ και εκεί, καθώς κάνει ο άνθρωπος που συλλογίζεται πράμα δύσκολο που πολεμάει να καταλάβει,
<25.> είδα από τη<ν> κλειδωνότρουπα που κάτι εμπόδιζε το φως· και εβάστουνε πολληώρα και έπειτα εξαναφαινότουνα,
<26.> Και ακουότουνα ακολούθως ένα μουρμουρητό στην άλλη κάμερα, και δεν εκαταλάβαινα τίποτες· και εξανακοίταξα στο μέρος della Visiοne.
[...]
<26.> Και ήτανε μεγάλη σιωπή, και δεν άκουες να βουίζει μήτε μία μύγα από τόσο πλήθος· γιατί ήτανε όλες μαζωμένες εις το<ν> καθρέφτη,
<28.> ο οποίος εις πολλά μέρη επαράσταινε το χρώμα del νelο, που το βάνουνε όταν λείπει για πάντα κανένας από τη φαμελιά.


ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ <26>
ΤΟ ΖΩΝΑΡΙ
1. Αλλά η μάνα της, χωρίς να κοιτάξει κατά τη θύρα, χωρίς να κοιτάξει τη θεγατέρα της, χωρίς να κοιτάξει κανέναν, αρχίνησε:
2. «Ετούτη τη στιγμή το μάτι και το αυτί του παιδιού σου σε παραμονεύει από τη<ν> κλειδωνότρουπα, και σε απομακραίνει γιατί σκιάζεται το κακό σου· και έτσι έκαμε<ς> και εσύ μ’ εμέ.
3. »..................................................................................................................................................
<4.> »Για τούτο σόδωσα τη<ν> κατάρα μου, όταν ασήμαιναν όλες οι εκκλησιές την ημέρα του Πάσχα, γονατι σμένη και ξέπλεκη εις τη<ν> πίκρα της ψυχής μου.
<5.> »Σ’ την ξανάδωσα μία ώρα πριν ξεψυχήσω, και τώρα σ’ την ξαναδίνω, κακό και ανάποδο θηλυκό.
<6.> »Και η τρίδιπλη κατάρα θέλει είναι αληθινή και ενεργητική στο κορμί σου και στη<ν> ψυχή σου, καθώς είναι αληθινά και ενεργητικά στον φαινούμενο και στον αόρατο κόσμο τα τρία προσώπατα της Αγίας Τριάδας».
<7.> Έτσι λέοντας έβγαλε ένα ζωνάρι που ήτανε του ανδρός της, το χουχούλισε τρεις φορές και το πέταξε μες στα μούτρα της.
<8.> Ετότες ο γέρος αναδεύτηκε μες στη<ν> κάσα του και ετραύλισε τη<ν> κατάρα του, έτσι ολίγο σκιαχτά.
<9.> <Και> η παιδούλα εταράχτηκε στο κόκκινο προσκέφαλο σα<ν> το μισοσκοτωμένο πουλί, και εξανάκαμε δυνατότ<ε>ρο το μουρμούρισμα του καλαμιώνος.
     .......................................................................................................................................................
<10.> Και εχαθήκανε με τες κάσες (αναληφτήκανε).


ΚΕΦΑΛΑΙΟΝ <27>
Η ΓΥΝΑΙΚΑ ΤΗΣ ΖΑΚΥΘΟΣ ΛΑΒΑΙΝΕΙ ΤΗ ΣΤΕΡΝΗ ΤΗΣ ΘΑΡΑΠΑΨΗ
1. Ετότες η Γυναίκα μονάχα άκουσε δύναμη να μπορέσει να πεταχτεί.
2. Και εχύθηκε πηδώντας ψηλά, σα<ν> τ’ άστροπου στον αέρα χύνεται.
3. Και εχτύπησε στο<ν> καθρέφτη, και οι μύγες εφύγανε, και εβουίζανε στο πρόσωπό της κουλουμωτές.
4. Και αυτή, λογιάζοντας πως ήταν οι γονέοι της, έτρεχε εδώ και εκεί,
5. ανοιγοκλειώντας τη φούχτα κάτι νά ’βρει για διαφέντεψη, και ήβρηκε το ζωνάρι, και με κείνο άρχισε να χτυπάει.
6. Και όσο εχτυπούσε, τόσο οι μύγες εβουίζανε, και τόσο αυτή εκατατρόμαζε, όσο που τέλος πάντων έχασε το νου της ολότελα.
<7.> Και την άφησε ο νους, αλλά τα πάθη δεν την αφήσανε: η υποψία, η σκληρότη, η κακία, το αναγέλασμα.
<8.>. Γιατί τρέχοντας με το πουκάμισο, που το’ χε κάμει κοντό από τη φιλαργυρία της, έπαιξε το μάτι της στο<ν> καθρέφτη,
<9.> και εσταμάτηξε, και δεν εγνώρισε τον εαυτό της, και άπλωσε το δάχτυλό της και αναγέλασε:
<10.> «Ω κορμί! Ω κορμί! Τί πουκάμισο! Ε! καταλαβαίνω εγώ· και ποιος πονηρός μπορεί να μου κρύψει τη<ν> πονηρία του; Εκείνο το πουκάμισο με κάνει να καταλάβω πως καμώνεται τρέλα για να ’ν’ έτοιμο να κριματίσει.
<11.> »Αλλά ποιος νά ’ναι; Μα την αλήθεια, που της μοιάζει ολίγο: Αα! είσ’ εσύ, μπομπόκορμο, βρωμοπόρνη, μυγόχεσμα του σπιταλιού, τσί<μ>πλα της γουρούνας, γαϊδούρα, κροπολόγα, σκατή!
<12.> »Να τέλος πάντων ό,τι σου επροφήτεψα· και οι χίλιοί σου ηγαπημένοι; Δεν σόμεινε μήτε δισκάρι να διακονεύεις με δαύτο.
<13.> »Είσαι στα χέρια μου. Τί θέλεις να σου κάμω; ψυχικό; Τώρα σ’ το κάνω.
<14.>. Έτσι λέοντας έκαμε ένα γύρο και εβάλθηκε με μεγάλη λύσσα να χορεύει, και το πουκάμισο το κοντό εβρισκότουνα στο πρόσωπό της.
<15.> Και τα μαλλιά, μαύρα και λιγδωμένα, έλεγες πως είναι φιδόπουλα οπού γένονται ανάμεσό τους κομμάτια απάνου στον κουρνιαχτό.
<16.> Και στη ζέστα του χορού έκανε με το ζωνάρι μία θηλιά· και ο χορός εβάσταξε όσο να κάμει τη θηλιά.
<17.> Και είπε: «Ακλούθα με από πίσω από το<ν> καθρέφτη, να σου κάμω το ψυχικό· να ιδώ α σου μείνει φωνή να πεις πως είμαι ζουρλή.
<18.> »Γιατί έρχεται κάπου κάπου ο γάιδαρος ο γιατρός, οπού θα σ’ έχει και εκείνος· και του σκαρφίστηκε πως είμαι άρρωστη».
<19.> Και επήγε οπίσω από το<ν> καθρέφτη, και την άκουα να κάνει μεγάλη ταραχή.
<20.> Και έσκασε ένα γέλιο μεγάλο, που αντιβούισε η κάμερα, φωνάζοντας: «Να, μάτια μου, το ψυχικό!»
<21.> Τότε έπεσα με τα γόνατα χάμου <και> έκαμα δέηση να την κάμει ο Κύριος να μην είναι έξω φρενών κάνε για το λίγο ακόμη πόχει να ζήσει, και να της πάψει η κακία.
<22.> Και τελειωμένη η δέηση, εκοίταξα χάμου οπίσω από το<ν> καθρέφτη στοχάζοντάς τηνε λιγωμένη. Και δεν ήτον εκεί.
<23.> Και αιστάνθηκα το αίμα μου να τραβηχτεί από τα μάγουλά μου.
<24.> Και έπεσε το κεφάλι απάνου στα στήθια μου, και είπα μέσα μου:
<25.> «Ο Θεός ξέρει πού έφυγε η δύστυχη, ενώ επαρακάλεια για αυτήν με τη θέρμη της ψυχής μου».
<26.> Και επέρασα πέρα, με το κεφάλι σκυφτό και στοχασμένο, να πάω να την εύρω.
<27.> Και άκουσα στο μέτωπο κάπ<οι>ον τι και έπεσα ξαφνισμένος τ’ ανάσκελα.
<28.> Και είδα την Γυναίκα της Ζάκυθος που εκρεμότουνα και εκυμάτιζε.

[...]

[πηγή: Διονυσίου Σολωμού, Η Γυναίκα της Ζάκυθος. Όραμα του Διονύσιου Ιερομόναχου εγκάτοικου εις ξωκλήσι Ζακύνθου, εισαγ.-αναλυτ. έκδ.-σημ.-σχόλ. Ελένη Τσαντσάνογλου, Βικελαία Δημοτική Βιβλιοθήκη, Ηράκλειο 1991, σ. 29-35, 38-53, 56-57]

εικόνα