Διονύσιου Σολωμού, «Η Ξανθούλα»

Την είδα την Ξανθούλα,
Την είδα ψες αργά,
Που εμπήκε στη βαρκούλα
Να πάη στην ξενιτιά. 

Εφούσκωνε τ’ αέρι
Λευκότατα πανιά,
Ωσάν το περιστέρι
Που απλώνει τα φτερά.

Εστέκονταν οι φίλοι
Με λύπη, με χαρά,
Και αυτή με το μαντίλι
Τους αποχαιρετά.

Και το χαιρετισμό της
Εστάθηκα να ιδώ,
Ώς που η πολλή μακρότης
Μου τόκρυψε και αυτό.

 Σ’ ολίγο, σ’ ολιγάκι
Δεν ήξερα να πω
Αν έβλεπα πανάκι
Ή του πελάγου αφρό·

Και αφού πανί, μαντίλι
Εχάθη στο νερό,
Εδάκρυσαν οι φίλοι,
Εδάκρυσα κι’ εγώ.

Δεν κλαίγω τη βαρκούλα,
Δεν κλαίγω τα πανιά,
Μόν’ κλαίγω την Ξανθούλα,
Που πάει στη ξενιτιά.

Δεν κλαίγω τη βαρκούλα
Με τα λευκά πανιά,
Μόν’  κλαίγω την Ξανθούλα
Με τα ξανθά μαλλιά.

[πηγή: Διονύσιος Σολωμός, Άπαντα. Τόμος πρώτος. Ποιήματα, επιμ.-σημ. Λίνος Πολίτης, Ίκαρος, Αθήνα 21961, σ. 65-66]

εικόνα