Διδώς Σωτηρίου, «Έγκλημα» (αποσπάσματα)

[…]

Η εκατοστή πρώτη μυστική αποστολή του Τζωρτζ Φλάυ πραγματοποιήθηκε. Η μέρα ήταν λαμπρή. Όλα ήταν καινούργια γι’ αυτόν· το αεροπλάνο του, η νέα βόμβα που κουβαλούσε, τα ίδια τα συναισθήματά του. Ο στρατάρχης Βενσάν κατέβηκε αυτοπροσώπως στο αεροδρόμιο μ’ ένα μικρό επιτελείο επιστημόνων.

— Τζωρτζ Φλάυ, του είπε επίσημα. Σήμερα είναι μια ιστορική μέρα, που θα σφραγίσει το μέλλον της ανθρωπότητας. Η κραταιά πατρίς μας παραδίδει εις χείρας σου την υπερβόμβαν, η οποία θα τερματίσει τον πόλεμο υπέρ ημών…

Ο Τζωρτζ τώρα πετάει. Τα μάτια του σπιθίζουν, η ψυχή του τραγουδά. Τα στιβαρά χέρια του κρατούν γερά το τιμόνι της Ιστορίας. Του φαίνεται πως το αεροπλάνο του κουβαλάει τον ίδιο τον ήλιο. Σε λίγο θ’ ανάψει μια πελώρια φλόγα και θα είναι αυτό το φως της ειρήνης. Δεύτε λάβετε φως…

[...]

Ο Τζωρτζ δε σκέφτεται πια. Υψώνεται, χάνεται μέσα στα σύγνεφα. Το μάτι άγρυπνο. Ξεδιακρίνει το στόχο: μια απέραντη πολιτεία!

…Η πολιτεία ξυπνάει. (Τί όνειρο να είδε;) Οι μάνες θηλάζουν τα μωρά τους, τα χτενίζουν, τα μυρώνουν. Οι νοικοκυρές συζητούν για το φαΐ. Ηλιάζουν τα σεντόνια, βγαίνουν στα ψώνια. Οι μαθητές κάθονται στα θρανία. Στους κήπους παίζουν παιδάκια. Στις φάμπρικες ιδροκοπούν χιλιάδες εργάτες. Οικοδόμοι πηγαινοέρχονται στις σκαλωσιές και τραγουδούνε το μέλλον. Κάποιος νιόγαμπρος αργοπορημένος στην αγκαλιά της γυναίκας του της δίνει αρπαχτά το φιλί του χαιρετισμού. Ένας ζωγράφος αγωνιά να βάλει τις τελευταίες πινελιές στον πίνακα της ζωής του. Κι ο ποιητής, αιώνιος νοσταλγός της ειρήνης, γράφει στίχους για το θρίαμβο της απλής ανθρώπινης ζωής…

Ο Τζωρτζ δε διακρίνει άλλο από το στόχο του. Νιώθει ολόκληρος ένα πελώριο μάτι, ένα πελώριο χέρι. Φέρνει σταθερά τα δάχτυλα στο μοχλό. Το ρολόι της Ιστορίας σημειώνει: Τρία! Δύο! Ένα!

.................................................................................................................................................................................................................................................

Τα μάτια του Τζωρτζ δεν αντέχουνε στη λάμψη. Γυρνάει πίσω, φεύγει, τρέχει σα να τον κυνηγούνε κοπάδια λυσσασμένων θηρίων! Νιώθει να παραλύσει η καρδιά του, να τρέμουν τα χέρια του. Μάτια αυτιά, κόκαλα, όλα τον πονούνε! Θαρρείς και γέμισε η ψυχή του με κείνο το ραδιενεργό νέφος που σα θεόρατο δηλητηριασμένο μανιτάρι κάλυψε τον κόσμο. Όλα σκοτείνιασαν. Ήλιος δεν υπάρχει! Φως δεν υπάρχει! Έρεβος! Θε μου! Μη ράγισε η σφαίρα της γης; Μην καταποντίσθηκε ο κόσμος; Τί έγινε λοιπόν; Μα τί έγινε;

 

Η πρωτεύουσα της Μακαρθίας υποδέχεται τον ήρωά της, Τζωρτζ Φλάυ. Μιλιούνια, με φωτογραφικές μηχανές και σημαιούλες στο χέρι, κατακλύζουν τα πεζοδρόμια. Από τους ουρανοξύστες ρίχνουν εκατομμύρια φειγ βολάν με τη φωτογραφία του ήρωα. Αυτοκίνητα με φρακοφορεμένους διπλωμάτες, πολιτικούς, επιχειρηματίες, στρατηγούς και στρατάρχες πηγαίνουν στη δοξολογία. Χιλιάδες αστυνομικοί και μυστικοί με μοτοσικλέτες κι αυτοκίνητα «αμέσου δράσεως» πλαισιώνουν τ’ ανοιχτό αμάξι όπου ορθός ο Τζωρτζ χαιρετάει σαστισμένος τα πλήθη. Εκατοντάδες δημοσιογράφοι, φωτορεπόρτερς, κινηματογραφιστές τρέχουν το κατόπιν του. Συνεντεύξεις, γεύματα, τηλεόραση, έκτακτες εκδόσεις, φωτεινές επιγραφές: «η πατρίδα ευγνωμονούσα!» Οι εταιρίες βιάζονται να διαφημιστούν συνδέοντας τη φίρμα τους με το όνομα του θρυλικού αεροπόρου. Δώρα κατακλύζουν το σπίτι του. Ώς και η εκκλησία θέλει να του εξασφαλίσει μια θέση στον παράδεισο!

Ο Τύπος γεμίζει με περιγραφές κι ανέκδοτα από τη ζωή του. «…Στην κούνια ακόμα, ο Τζωρτζ έπνιξε ένα φίδι που κουλουριάστηκε στο κορμί του!» Ο ήρωάς μας χαμογελάει. Κάπου έχει διαβάσει ένα τέτοιο περιστατικό, μα δε θυμάται πού. Διαμαρτύρεται για τις ανακρίβειες.

— Ο λαός θέλει μύθο, μίστερ Φλάυ. Το αναγνωστικό μας κοινό διψάει, όπως καταλαβαίνετε…

Ο Τζωρτζ δεν καταλαβαίνει, μα δεν έχει καιρό να σκεφτεί. Η δόξα είναι μεθυστική. Δέκα ιδιαίτερες και άλλοι τόσοι ιδιωτικοί ντέντεκτιβ προσπαθούν να τον σώσουν από τις περισφίξεις των θαυμαστών του, που ζητούν μέρα νύχτα αυτόγραφα και φωτογραφίες.

 

Με τον καιρό ωστόσο όλα κοπάζουνε κι ο ήρωάς μας ξεχνιέται, ξεθωριάζει. Έμεινε μόνο το μανιτάρι του, να φλομώνει τον αέρα με ραδιενεργά ντουμάνια που σκαρώνουνε κάτι παράξενα χρόνια. (Ειρηνικά, επιμένουν να λένε!) Οι σοφοί εφευρέτες παρομοιάζουνε την αφεντιά τους με το μαθητευόμενο μάγο κι όταν βγαίνουν απ’ τα εργαστήριά τους χτυπιούνται σα μοιρολογίστρες γιατί φοβούνται μήπως και πάρουν άσκημο δρόμο τα έργα τους κι εξαφανίσουνε την ανθρώπινη ζωή από της γης το πρόσωπο!

Όλα είναι αβέβαια. Πληθαίνουν οι ψυχίατροι, οι ψυχαναλυτές, οι χαρτορίχτρες. «Σε πόσα τέρμενα ο νέος πόλεμος;» Πληθαίνουν οι άνεργοι. Πληθαίνουν οι «ύποπτοι» που η Μακαρθία γιατρεύει με «πλύσεις εγκεφάλου». Η βόμβα, ο πόλεμος! Η βόμβα, ο πόλεμος! Άγριο τατουάζ κάνει ο τρόμος στις ψυχές των ανθρώπων…

Λιγοστεύει το οξυγόνο στη βίλα του Τζωρτζ Φλάυ. Κάτι τον πνίγει… Ο ταχυδρόμος κάθε πρωί τού αφήνει ένα βουνό έντυπα με όσα φοβερά γράφουνται για το κατόρθωμά του. Κι ένα βράδυ –ω, εκείνο το βράδυ!– μέσα στο βαθύ ύπνο του χτυπάει το ιδιαίτερο τηλέφωνό του.

— Ο Τζωρτζ Φλάυ; Ο ίδιος;

— Ο ίδιος, να πάρ’ η οργή! Τί τρέχει;

— Τζωρτζ Φλάυ, αναλογίσου το κακό που έκανες! Δολοφόνησες σε τρία δευτερόλεπτα τρακόσες χιλιάδες ψυχές!

Η φωνή τελειώνει μ’ ένα λυγμό. Ο Τζωρτζ ανατριχιάζει, τα χάνει. Ύστερα οργίζεται, βρίζει, θέλει να ειδοποιήσει την Αστυνομία, να ζητήσει προστασία. Μα στέκει αναποφάσιστος, ξαγρυπνάει κοντά στο τηλέφωνο, ακουμπάει το χέρι του στ’ ακουστικό μήπως και πηδήξει μόνο του και ξανακουστεί η φοβερή φωνή! Το μυαλό του τρομαγμένο τρέχει εδώ και κει, παλιά, τωρινά, μελλούμενα. Γιατί λοιπόν όλοι τα βάζουν μαζί του; Γιατί; Αυτός ήτανε ο τελευταίος τροχός. Δεν είναι δική του εφεύρεση η βόμβα. Ούτε πήρε αυτός απόφαση να τη ρίξει στα κεφάλια των ανθρώπων. Αυτός εκτελούσε διαταγές. Μόνο διαταγές…

[…]

Κάθε βράδυ την ίδια ώρα χτυπάει το τηλέφωνο. Ο Τζωρτζ παγωμένος πιάνει το ακουστικό.

— Τζωρτζ Φλάυ, αναλογίσου το κακό που έκανες! Δολοφόνησες σε τρία δευτερόλεπτα τρακόσες χιλιάδες ψυχές!

[...]

Ένας φίλος του γιατρός τού συστήνει ν’ απομακρυνθεί για λίγο σε μιαν εξοχή, να ζήσει τη φυσική ζωή.

— Δεν έχεις τίποτα οργανικό, του λέει. Είσαι ταύρος. Λίγη ξεκούραση σου χρειάζεται.

Φεύγει μακριά, σ’ ένα απόμερο χωριό που κανείς δεν τον ξέρει. Σκάβει ολημερίς, φυτεύει δέντρα και τριανταφυλλιές. Κάνει παρέα μόνο με γελάδια, πρόβατα, άλογα, σκύλους και λίγα παιδόπουλα της γειτονιάς. Παίζει μαζί τους, τα περιποιείται. Τα μάτια τους τον κοιτούνε φιλικά, του γελούνε, κι αυτό τον ξεκουράζει.  

— Ανκλ Τζωρτζ, του λέει μια μέρα ο μικρός φίλος του ο Τζων, δέκα χρονώ αγόρι. Ήθελες να ’σουνα εσύ ο πρώτος αστροναύτης; Εγώ ήθελα!

— Και γιατί δεν ήθελες να ’σαι ο πρώτος αεροπόρος που έριξε την υπερβόμβα κι έδωσε τη νίκη στην πατρίδα σου; τον ρωτάει με αγωνία.

— Όχι, θείε Τζωρτζ, δεν ήθελα να είμαι αυτός.

— Μα γιατί; Γιατί;

— Δεν ξέρω γιατί. Μα δε θα ’θελα. Ο δάσκαλος μας είπε πως αυτός…  

Ο Τζωρτζ τον κόβει απότομα:

— Τζώνυ, κοίταξε! Μα κοίταξε! Η Σάλλυ άρπαξε το μικρό κοτοπουλάκι σου!

Το παιδί το βάζει στα πόδια. Τρέχει να τσακώσει τη γάτα. Ο Τζωρτζ γέρνει το κεφάλι, βαρύ από κούραση. Θέλει να κλειδωθεί στο σπίτι του και να μη βγει ποτέ. Όμως… όχι. Θα παίξει και το τελευταίο του ατού. Αλλιώς; Αλλιώς πρέπει να ομολογήσει πως νικήθηκε πια, πως πιστεύει κι ο ίδιος στην ενοχή του.

Μόλις γυρίζει το παιδί, ξαναπιάνει κουβέντα:

— Δε μου λες, Τζων, αν σου ’λεγα πως ο αεροπόρος που έριξε την υπερβόμβα είμαι εγώ; Τί θα ’λεγες;

— Έλα τώρα, θείε Τζωρτζ. Άσε τις σαχλαμάρες! Εσύ είσαι τόσο καλός!

[...]

Το ίδιο βράδυ της ξαγρύπνιας ο Τζωρτζ Φλάυ κάθεται και γράφει την πρώτη ανοιχτή επιστολή του: «ΔΕΝ ΕΙΜΑΙ ΗΡΩΑΣ, ΕΙΜΑΙ ΕΓΚΛΗΜΑΤΙΑΣ…»

Τήνε στέλνει παντού, σε όλες τις εφημερίδες και τα περιοδικά που τον αποθέωσαν, στην κυβέρνηση, στην εκκλησία, στους στρατιωτικούς, στους επιστήμονες. Μάταια περιμένει να δει κάτι δημοσιευμένο. Μια απόλυτη σιωπή καλύπτει τη φωνή της διαμαρτυρίας του! Ύστερα, μια μέρα διαβάζει κατάπληχτος στις πρωινές εφημερίδες:

«Ο Τζωρτζ Φλάυ, ο ήρωας αεροπόρος, ασθενεί από σχιζοφρένειαν βαρυτάτης μορφής!»

Αναστατωμένος τρέχει στο γκαράζ να πάρει το αυτοκίνητό του, να πάει να δει το δικηγόρο του, να υποβάλει μηνύσεις. Ενδεχομένως να ζητήσει ακρόαση από τον ίδιο τον πρόεδρο. Στην εξώπορτα τον σταματούν δύο μυστικοί.

— Είσθε υπό κράτησιν, του δηλώνουν.

— Εγώ υπό κράτηση; Και γιατί;

— Αυτή την εντολή έχουμε.

— Μα ξέρετε ποιος είμαι;

— Δυστυχώς, ναι!

Ένα αυτοκίνητο Πρώτων Βοηθειών φτάνει την ίδια στιγμή με ανατριχιαστικό σφύριγμα. Έξι άντρες με άσπρες μπλούζες παλεύουν να του περάσουνε το ζουρλομανδύα. Ο Τζωρτζ αγωνίζεται, τους ξεφεύγει, πηδάει το φράχτη. Τον κυνηγούνε, τον πιάνουν, τον χτυπούνε, τον μεταφέρουνε σε «ειδικό» ψυχιατρείο. Τον υποβάλλουνε σε φοβερές «θεραπείες», «πλύσεις εγκεφάλου». Τον ρίχνουνε στην απομόνωση.

Μια νύχτα, βρίσκει κάτω από το προσκέφαλό του ένα όπλο. Το παίρνει στα χέρια του, το στριφογυρνάει, το κοιτάζει και χαμογελάει με σιγουριά:

— Όχι, δε θ’ αυτοκτονήσω! Εγώ τώρα μόλις γεννήθηκα. Τώρα μόλις είδα το φως. Έχω πολλά να κάνω…

[πηγή: Διδώ Σωτηρίου, Τυχαίο συναπάντημα και άλλες ιστορίες, φιλ. επιμ. Έρη Σταυροπούλου, Κέδρος, Αθήνα 42004, σ. 259-270]

info