Μίμη Σουλιώτη, «Φίλαθλοι Θεσσαλονικείς»
Μαζεύθηκαν οι Θεσσαλονικείς
να δουν της πτωχομάνας τα παιδιά,
τον Αϊδινίου, και τους άλλους παίκτας·
Κούδα απ' τον Π.Α.Ο.Κ. και Συρόπουλο απ' τον Άρη
καθώς και τους υπόλοιπους τριάντα που προπονούνται τώρα επάνω σε πράσινο τερέν κατάπηκτο από χόρτο.
Ο Συρόπουλος — τον είπαν βασιλέα των κυνηγών, των χαφ, των προωθημένων
οπισθοφυλάκων. Ο Κούδας — τον στέψαν αρχηγόν του Π.Α.Ο.Κ., της Εθνικής, και των Ενόπλων.
Ο Αϊδινίου μασούσε τσίκλα αμέρικα, φορώντας τη γαλάζια του φανέλα, στο στήθος του, σε κύκλο, το άσπρο ΗΤΑ, το σορτ του πάλλευκο και με κοψιές στα δυο μπατζάκια, σκληρά σφικτά τα σπάγκς του με μακρουλά
παχιά κορδόνια του τυλίγοντας στες δέστρες.
Αυτόν, τον είπανε υπέρτερο απ' όλους τους μαντραχάλους,
αυτόν, τον είπανε ισάξιο του Δομάζου. Οι Θεσσαλονικείς δεν γνώριζαν βεβαίως
που ήσαν πάρλα αυτά και στόμφος. Η μέρα ήταν σκληρή και ποδοσφαιρική, ο ήλιος πάνω μπάλα τρίφυλλη, το Θεσσαλονικιό Γυμνάσιον ένα θριαμβικόν εξάνθημα του Υπουργείου, τα σκαλάκια, αι κερκίδες, μια χαρά, ζάχαρις, ο Αϊδινίου όλος δίψα για ζωή (της πτωχομάνας γιος, αίμα Φλωρινιωτών)·
κ' οι Θεσσαλονικείς έχασκαν στην προπόνηση, και λιγώνονταν, κι ωρύονταν
τουρκομερίτικα, ποντιακά, πέντ' εξ στα βλάχικα,
εμβρόντητοι απ' τα πλονζόν —
μ' όλο που υπαισθάνονταν τί μέτραγαν αυτά,
τί κλούβια μάτια που ζητεί η εντρύφηση στες ντρίπλες.
[πηγή: Μίμης Σουλιώτης, Η Θεσσαλονίκη στα ποιήματα 1900-1999, ανθολόγηση-βιβλιογραφική καταγραφή Σάκης Σερέφας, Παρατηρητής, Θεσσαλονίκη 2000, σ. 89-90]
|