Κυριάκου Σταμέλου, Ad Absinthium (απόσπασμα)

[…]

Σε γνωρίζω από την όψη
του παιδιού, την τρομερή,
απ’ τα σκέλια τ’ ανοιγμένα,
την θολήν υποταγή.

Στους ασώματους τους δρόμους
θέλησες να αμυνθής,
να γλιτώσης αν προδώσης
και σιμά να λυτρωθής.

Μύρια φύλα δεν κινιούνται
τῃ δικῄ μου προσταγῄ,
περιμένουνε να ακούσουν
μια δικιά σου αναπνοή.

Στην κοιλιά σου ταις παλάμαις
απιθώνεις να γνιαστής,
αν μπορής με την λαλιά σου
το παιδί να ενθυμηθής.

Ακατάλυτο το βράδυ
με τυλίγει στην νομή
του απέραντού σου δέους
μάννα μου υποταγή.

Αν την πιης, πιοτί σαν αίμα,
μην νομίσης πως μπορείς,
όπως πρώτα καλοκαίρι
ν’ αναλώνεσαι, ν’ ανθής.

Και το αίμα όπ’ αναβλύζει
τ’ αδελφού μου του κατή,
κινά ταις μέραις που γυρίζουν
με αγκούσα, με βοή.

Κούνα τα, σείσ’ τα τα δέντρα,
σπάνε τα γερά κλωνιά,
τ’ αλμυρίκια από ταις ρίζαις
σκάβε, ερήμωνε κυρά.

Δώσ’ μου πρόσωπο και χέρια,
σώμα και περπατησιά,
για την μέρα που θα φεύγω
από τώρα τα ερπετά.

Κι αν η κρίση μου αστοχήση
στης θανής μου την βουλή,
άκουε: πρόσωπο δεν έχω,
μήτε δίψα για ζωή.

 

Cinque minuti di silencio.

[...]

[πηγή: Κυριάκος Ε. Σταμέλος, Ad Absinthium, Εκδόσεις Νεφέλη, Αθήνα 1992, σ. 13-15]

info