Συγκριτική θεώρηση στιχομυθιών στην αρχαία ελληνική τραγωδία

Σοφοκλής Οιδίπους Τύραννος, 300-462

ΟΙΔ. Ω παντεπόπτη Τειρεσία
που τα ρητά διαβάζεις και τ' απόρρητα,
τα μυστικά της γης και τ' ουρανού,
τη νόσο που την πόλη δυναστεύει.
Ο μόνος είσαι πια προστάτης και σωτήρας μας.
Ο Φοίβος, αν δεν άκουσες απ' τους απεσταλμένους,
στις ερωτήσεις που του θέσαμε μας μήνυσε,
πως από τη νόσο ο μόνος τρόπος να γλυτώσουμε
είναι να βρούμε του Λαΐου τους φονιάδες
και να τους θανατώσουμε
ή να τους στείλουμε εξορία.
Μην αρνηθείς να μας μιλήσεις
είτε των οιωνών τη γλώσσα διάβασες
είτε μιας άλλης μαντικής
τα μονοπάτια πήρες.
Σώσε τον εαυτό σου, σώσε την πόλη,
σώσε και μένα·
σώσε μας από το μίασμα του σκοτωμένου.
Σ' εσένα τις ελπίδες αποθέτουμε.
Αν κάποιος έχει έλεος και το προσφέρει,
με τη χαρά της προσφοράς αγάλλεται.
 
ΤΕΙΡΕΣΙΑΣ
  Αλίμονο!
Πόσο πικρό της γνώσης το ποτό,
αφού δεν έχει τέλος κι όφελος
όσο κι αν πίνεις.
Ξέρω καλά το μάθημα,
μα το λησμόνησα θαρρώ·
αλλιώς δε θα βρισκόμουν εδώ πέρα.
ΟΙΔ. Τι τρέχει; Ανόρεχτος μας κόπιασες.
ΤΕΙΡ. Μακάρι να γυρίσω σπίτι μου.
Αλήθεια, πίστεψέ με κι άσε με,
θά 'ταν καλύτερα και για τους δυο μας.
ΟΙΔ. Δεν αγαπάς την πόλη που σε γέννησε·
την αδικείς, αν της στερήσεις την μαντεία.
ΤΕΙΡ. Παράταιρα μιλάς, παράκαιρα·
στην ίδια δεν θα πέσω την παγίδα.
ΟΙΔ. Φεύγεις; Ενώ γνωρίζεις;
Ικέτες θες να πέσουμε στα γόνατά σου;
ΤΕΙΡ. Δεν έχετε μυαλό.
Ποτέ μου δεν θα ξεστομίσω τίποτα
γιατί θα ξεστομίσω τα δεινά σου.
ΟΙΔ. Τι λες; Ξέρεις και δε μιλάς;
Έβαλες με το νου την πόλη να προδώσεις
και να την παραδώσεις στη συμφορά;
ΤΕΙΡ. Να σε πληγώσω δεν μπορώ
και δεν το θέλω· ούτε να πληγωθώ.
Ματαίως θα ψάχνεις.
Δε θα μου πάρεις λέξη.
ΟΙΔ. Πανάθλιε.
Θα τρέλαινες και πέτρινη καρδιά.
Δε θα μιλήσεις επί τέλους;
Θα παίξεις το σκληρό και τον αλύγιστο;
ΤΕΙΡ. Κατηγορείς την τρέλα μου· με βρίζεις·
και δε νογάς
πως με την τρέλα σου συγκατοικείς.
ΟΙΔ. Πώς να μην τρελαίνεται κανείς
ακούγοντας τα λόγια σου
που ταπεινώνουν και ντροπιάζουνε την πόλη.
ΤΕΙΡ. Το παν θα βγει στο φως,
ακόμη κι αν εγώ σιωπήσω.
ΟΙΔ. Αφού θα βγει στο φως, οφείλεις να το πεις.
ΤΕΙΡ. Ούτε μια λέξη δε θα πω παραπανίσια·
κι αν θες αγρίεψε και θύμωσε
ακόμη πιο πολύ.
ΟΙΔ. Λοιπόν αφρίζοντας από θυμό
τίποτα δε θα κρύψω
και θα σου πω ξεκάθαρα τι σκέφτομαι.
Βάλ' το καλά στο νου σου
πως έχω σχηματίσει την πεποίθηση
πως είσαι συνεργός, συνένοχος στο φόνο.
Δεν ισχυρίζομαι πως είσαι αυτουργός,
αν όμως τύχαινε να βλέπεις
θά 'λεγα πως τον ξέκανες
με τα δικά σου χέρια.
ΤΕΙΡ. Αλήθεια το λες; Μείνε λοιπόν
με τις δημόσιες δεσμεύσεις σου
κι απ' την ημέρα τούτη εδώ
μήτε σε μένα να μιλάς μηδέ σ' αυτούς·
γιατί σκορπάς εσύ το μίασμα
τ' απαίσιο στην πόλη.
ΟΙΔ. Έχεις το θράσος να ξερνάς αυτές τις λέξεις;
Και να πιστεύεις ύστερα πως θα γλυτώσεις;
ΤΕΙΡ. Έχω γλυτώσει.
γιατί με θρέφει της αλήθειας η ισχύς.
ΟΙΔ. Ποιος σου την έμαθε;
Μην πεις η μαντική σου τέχνη;
ΤΕΙΡ. Εσύ μου τη δασκάλεψες.
Με το στανιό μ' ανάγκασες
να σου μιλήσω.
ΟΙΔ. Και μου είπες τι; Πες το ξανά
για να το μάθω πιο καλά.
ΤΕΙΡ. Δεν το κατάλαβες πρωτύτερα;
Ή δοκιμάζεις την αντοχή μου;
ΟΙΔ. Δεν ξεκαθάρισα καλά το νόημα.
Πες το ξανά.
ΤΕΙΡ. Λέω πως είσαι ο φονιάς
που ψάχνεις να βρεις.
ΟΙΔ. Δε θα χαρείς και δεύτερη φορά
το θράσος σου.
ΤΕΙΡ. Θα πω κι άλλα πολλά κι απ' το θυμό θ' αφρίσεις.
ΟΙΔ. Ό,τι κι αν σου κατέβει, πες το.
Μιλάς ματαίως.
ΤΕΙΡ. Μέσα στης λησμονιάς το πέπλο τυλιγμένος
αισχρά μ' αγαπημένους συγγενείς κοιμάσαι
και δε θωρείς μες τη θολούρα το κακό.
ΟΙΔ. Θαρρείς πως για πολύ θα 'φχαριστιέσαι τέτοια λόγια;
ΤΕΙΡ. Αν η αλήθεια κύρος έχει πάντα.
ΟΙΔ. Έχει· χωρίς εσένα.
Εσύ δεν έχεις κύρος κανένα
είσαι τυφλός στ' αυτιά, στα μάτια και στο νου.
ΤΕΙΡ. Και συ πανάθλιος που με το φως
των οφθαλμών μου παίζεις.
Με τη δική σου τύφλα γρήγορα
ο κόσμος θα γελάει.
ΟΙΔ. Έχεις βουλιάξει σε νύχτα βαθιά.
Δε σε φοβάται πια κανείς ανοιχτομάτης.
ΤΕΙΡ. Η μοίρα δεν το γράφει
πως από με θα συντριβείς.
Ο Φοίβος Απόλλων να σε ξεγράψει μπορεί.
ΟΙΔ. Ποιος τα σοφίστηκε όλα αυτά;
Ο Κρέων;
ΤΕΙΡ. Δε σ' έβλεψε ποτέ ο Κρέων.
Μοναχός σου τον εαυτό σου βλάπτεις.
ΟΙΔ. Ω πλούτε, ω εξουσία,
τέχνη απ' όλες τις τέχνες υπέρτερη,
αξιοζήλευτη ζωή·
κι όμως γεννά το φθόνο.
Εξαιτίας της εξουσίας αυτής
που δεν τη ζήτησα,
–η πόλη μου τη δώρισε–,
ο Κρέων, παλιός, πιστός μου φίλος,
αποπειράθηκε με δόλο σκευωρώντας
από το θρόνο μου να με πετάξει,
έχοντας υποχείριο το μάγο αυτόν,
τον δολερό μηχανορράφο, τον αγύρτη,
που βλέπει μοναχά το κέρδος
κι είναι στην τέχνη του τυφλός.
Έλα και πες μου,
πότε αλάθητος υπήρξες μάντης;
Όταν η σκύλα Σφίγγα τραγουδούσε εδώ,
άρθρωσες λόγο σωτηρίας στους πολίτες;
Η λύση του αινίγματος
δεν ήτανε δουλειά περαστικού και ξένου.
Ήταν δουλειά της μαντικής.
Και φάνηκε πως τέχνη δεν κατείχες.
Δεν διάβασες τους οιωνούς,
ούτε τη σκέψη των θεών.
Εγώ σαν ήρθα
ο ανιδιοτελής κι ανίδεος Οιδίπους
της έκλεισα το στόμα μια για πάντα
χωρίς σημάδια κι οιωνούς,
μονάχα με το στοχασμό.
Αυτόν αποπειράθηκες να διώξεις
ελπίζοντας να βρεις μια θέση
στου Κρέοντα το θρόνο πλάι.
Θα δεις πως κλαίγοντας και συ
κι αυτός που τα σοφίστηκε,
το βάρος της κατάρας θα σηκώσετε.
Αν γέρος δεν ήσουν,
θα 'βαζες γνώση παθαίνοντας
όσα τ' ανόσιο μυαλό σου μηχανεύεται.
ΧΟΡ. Θαρρώ πως ήταν της οργής το ξέσπασμα
τα λόγια του και τα δικά σου, Οιδίπου.
Ώρα δεν είναι γι' αυτά.
Σκεφτείτε μόνο ποιαν ερμηνεία δέχεται
ο θεϊκός χρησμός.
ΤΕΙΡ. Αν και κατέχεις την εξουσία
έχω κι εγώ δικαίωμα εξίσου
με τη σειρά μου να μιλήσω.
Δεν είμαι δούλος σου·
είμαι του Φοίβου, του Λοξία δούλος·
του Κρέοντος κηδεμονία δεν χρειάζομαι.
Είμαι τυφλός και χλευάζεις την τύφλα μου.
Σου λέω λοιπόν πως βλέπεις
κι όμως δε βλέπεις,
πως κολυμπάς στη συμφορά.
Δεν ξέρεις πού κατοικείς
και με ποιους συνοικείς.
Ξέρεις πούθε κρατά η γενιά σου;
Στο πέλαγος της λήθης περιφέρεσαι
κι είσαι των προσφιλών σου εχθρός
των ζωντανών κι όλων των πεθαμένων.
Η φοβερή γοργόποδη διπλή κατάρα
απ' τον πατέρα και τη μάνα σου σταλμένη
από τη χώρα σου θα σ' εξορίσει.
Και δε θα βλέπεις πλέον φως·
θα πλέεις στο σκοτάδι.
Θ' αντιλαλήσουν οι κορφές του Κιθαιρώνα
και τα λιμάνια θ' αντηχήσουν στεναγμούς,
όταν υποπτευθείς σε ποιο γαμήλιο κόλπο
προσάραξες αλίμενο,
όταν σε θάρρεψε το καλοτάξιδο
τ' αγέρι στα πανιά σου.
Δεν υποπτεύεσαι το πλήθος τ' άλλα σου δεινά,
όταν θα εξομοιωθείς με τα παιδιά σου.
Προς το παρόν κάτσε και προπηλάκιζε
το στόμα το δικό μου και τον Κρέοντα.
Άλλος θνητός όπως εσύ
ποτέ του δεν θα λιώσει
στα δόντια της μυλόπετρας παγιδευμένος.
ΟΙΔ. Πώς ν' αντέξει κανείς να τον ακούει;
Δε θα πας στο χαμό;
Δε θα χαθείς το γρηγορότερο;
Δε θα γυρίσεις να δω την πλάτη σου;
Δε θα μ' αδειάσεις τη γωνιά;
ΤΕΙΡ. Με κάλεσες· μονάχος δε θα 'ρχόμουν.
ΟΙΔ. Δεν ήξερα πως θα ξεστόμιζες βλακείες
αλλιώς δε θα 'στελνα να σε καλέσω.
ΤΕΙΡ. Ανόητος νομίζεις πως γεννήθηκα
όμως σοφό με νόμιζαν
αυτοί που σε γεννήσανε.
ΟΙΔ. Για ποιους μιλάς; Στάσου!
Ποιος μ' έφερε στον κόσμο;
ΤΕΙΡ. Η μέρα τούτη θα σε γεννήσει
και θα σε σβήσει.
ΟΙΔ. Μιλάς μ' αινίγματα θολά και μπερδεμένα.
ΤΕΙΡ. Μα δε γεννήθηκες αινίγματα να λύνεις;
ΟΙΔ. Να μη χλευάζεις το μεγαλείο μου.
ΤΕΙΡ. Η συγκυρία σε κατέστρεψε κι η τύχη.
ΟΙΔ. Και τι με νοιάζει; Την πόλη την έσωσα.
ΤΕΙΡ. Κινάω να φύγω· εσύ, παιδί μου,
οδήγα με κι ακολουθώ.
ΟΙΔ. Κουβάλα τον. Η παρουσία σου
με παγιδεύει και μ' ενοχλεί·
όταν ξεκουμπιστείς, θα ξαλαφρώσω.
ΤΕΙΡ. Ήρθα, μίλησα, φεύγω.
Το πρόσωπό σου δε φοβήθηκα.
Τη δύναμη δεν έχεις να με βλάψεις.
Σου λέω λοιπόν: αυτόν τον άνθρωπο
που ψάχνεις, αυτόν που με κατάρες
επικήρυξες για του Λαΐου το φόνο,
αυτός στην πόλη βρίσκεται·
ως μέτοικος φιλοξενείται·
θ' αποδειχθεί Θηβαίος γνήσιος.
Η τύχη του θα 'χει πικρή τη γεύση.
Ανοιχτομάτης πριν, τώρα τυφλός·
ζάπλουτος πριν, τώρα φτωχός,
με το ραβδί του συντροφιά
σε τόπο ξένο θα πορεύεται
αλήτης πλάνης και φυγάς.
Θ' αποδειχθεί των τέκνων του πατέρας κι αδελφός
και της γυναίκας που τον γέννησε
ο γιος και σύζυγος της
και του πατέρα του φονιάς κι ομόκλινος.
Μπες στο παλάτι μέσα και στοχάσου
κι αν μ' εύρεις να σου λέγω ψέματα
μπορείς να λες ελεύθερα
πως δεν κατέχω πια την τέχνη της μαντείας.

[Σοφοκλέους Τραγωδίαι. Οιδίπους Τύραννος – Αίας (μτφ. Κ.Χ. Μύρης), Β΄ Γενικού Λυκείου]

Ευριπίδης Φοίνισσαι, 834-959

ΤΕΙΡΕΣΙΑΣ
Προχώρα κόρη μου· εσύ είσαι στο τυφλό μου πόδι
το μάτι, όπως το αστέρι στον θαλασσοπόρο.
Εδώ, στο ίσιωμα, οδήγησέ με, μη σκοντάψω – είμαι
τόσο αδύναμος. Στο αγνό σου χέρι κράτα τους χρησμούς
που έλαβα, τα σημάδια των πουλιών διαβάζοντας
πάνω απ’ τους ιερούς βωμούς όπου οιωνοσκοπώ.
Μα πες μου, Μενοικέα, αγόρι μου, του Κρέοντα τέκνο,
πόσος ακόμα δρόμος μέσα από την πόλη
ως τον πατέρα σου υπολείπεται; Μου κόπηκαν
τα γόνατα· βαδίζω ώρα πολλή και δεν αντέχω πια.

ΚΡΕΩΝ
Κουράγιο Τειρεσία· σε φιλικό λιμάνι έχεις αράξει.
Βοήθησέ τον, γιε μου. Όπως από το αμάξι μια γυναίκα,
παρόμοια και του γέροντα το πόδι περιμένει
λίγη ανακούφιση να του προσφέρει κάποιο χέρι.

ΤΕΙΡΕΣΙΑΣ
Εδώ είμαστε, λοιπόν. Κρέων, γιατί με καλείς έτσι εσπευσμένα;

ΚΡΕΩΝ
Δεν το ξεχνώ. Αλλά μάζεψε λίγο τη δύναμή σου,
να πάρεις την ανάσα σου απ’ την κούραση του δρόμου.

ΤΕΙΡΕΣΙΑΣ
Έχω απ’ τον κόπο παραλύσει, γιατί μόλις χθες
έφθασα από την πόλη των Ερεχθειδών. Κι εκεί
πόλεμο με τον Εύμολπο είχαν, και στους Κεκροπίδες
πρόσφερα νίκη· και, όπως βλέπεις, το χρυσό στεφάνι αυτό
το έλαβα ως δώρο εκλεκτό από τα λάφυρα του εχθρού.

ΚΡΕΩΝ
Σημάδι ευοίωνο θεωρώ τον νικητήριο στέφανό σου·
κι εμείς σε τρικυμία παρόμοια έχουμε πέσει, καθώς ξέρεις,
με των Δαναών την απειλή – και η Θήβα κινδυνεύει.
Ο βασιλέας Ετεοκλής πάνοπλος κίνησε ήδη,
για να αντιμετωπίσει το στρατό των Μυκηναίων·
και μου έδωσε εντολή τη συμβουλή σου να ζητήσω
πώς θα μπορούσαμε να σώσουμε την πόλη μας.

ΤΕΙΡΕΣΙΑΣ
Αν ήταν για τον Ετεοκλή, το στόμα μου κλειστό
φυλακισμένους τους χρησμούς μου θα κρατούσε·
σε σένα θα μιλήσω, αφού μου το ζητάς. Η χώρα, Κρέων,
από παλιά νοσεί, αφότου ο Λάιος έσπειρε τέκνο,
παρά τη βούληση των θεών, τον άθλιον Οιδίποδα,
να γίνει της μητέρας του άντρας. Και το αιμάτινο
ρήμαγμα των ματιών του σχέδιο ήταν θεϊκό
και δίδαγμα για την Ελλάδα. Οι γιοι του, θέλοντας
αυτά να συγκαλύψουν, λες και ήταν δυνατό
να παρακάμψουν τους θεούς, ανόητα έσφαλαν·
δίχως κανένα σεβασμό στέρησαν τον πατέρα τους
απ’ τον αέρα και τον εξαγρίωσαν· και αυτός εκτόξευε
κατάρες εναντίον τους, βαθιά ασθενής ο ίδιος
και περιφρονημένος. Τότε τι δεν έκαμα γι’ αυτό
και τι δεν είπα εγώ· και οι γιοι του Οιδίποδα με εμίσησαν.
Μα τώρα ο αλληλοκτόνος θάνατος πλησιάζει, Κρέων·
και αμέτρητοι νεκροί θα σωριαστούν, όταν τα όπλα
θα σμίξουν των Θηβαίων με των Αργείων, θρήνους γοερούς
προσφέροντας στη Θήβα. Κι εσύ θα ερειπωθείς,
πόλη βασανισμένη, αν κάποιος προσοχή δεν δώσει
στα λόγια μου. Πρώτο: κανείς από το αίμα του Οιδίποδα
δεν έπρεπε πολίτης ή άρχοντας να γίνει αυτής της γης,
γιατί όλοι είναι δαιμονισμένοι και την πόλη θα αφανίσουν.
Αλλά αφού πάντα το κακό μπρος στο καλό υπερτερεί,
μόνο ένας τρόπος τώρα σωτηρίας απομένει
- μα είναι επικίνδυνος για μένα ο λόγος και πικρός πολύ
για όσους η τύχη προόρισε στην πόλη να παράσχουν
φάρμακο σωτηρίας. Γι’ αυτό κι ευθύς αποχωρώ.
Χαίρετε. Ένας κι εγώ, μαζί με τόσους άλλους, θα υποστώ
ό,τι να επέλθει μέλλεται. Σαν τι μπορεί να πάθω;

ΚΡΕΩΝ
Στάσου μη φεύγεις, γέροντα.

ΤΕΙΡΕΣΙΑΣ
Μη με εμποδίζεις.

ΚΡΕΩΝ
Μείνε, μη μας αφήνεις.

ΤΕΙΡΕΣΙΑΣ
Όχι εγώ, η τύχη σου.

ΚΡΕΩΝ
Σε όλους αποκάλυψε τη σωτηρία της πόλης.

ΤΕΙΡΕΣΙΑΣ
Τώρα το θέλεις, σύντομα δεν θα το θέλεις.

ΚΡΕΩΝ
Πώς να μη θέλω την πατρίδα μου να σώσω;

ΤΕΙΡΕΣΙΑΣ
Θέλεις λοιπόν ν’ ακούσεις; Βιάζεσαι στ’ αλήθεια;

ΚΡΕΩΝ
Και για τι άλλο μεγαλύτερη να δείξω προθυμία;

ΤΕΙΡΕΣΙΑΣ
Μπορείς λοιπόν να ακούσεις τους χρησμούς μου.
Μα θέλω πρώτα κάτι να ρωτήσω: πες μου,
πού είναι ο Μενοικέας, που με οδήγησε ως εδώ;

ΚΡΕΩΝ
Νάτος, δεν βρίσκεται μακριά· εδώ πλάι σου στέκει.
ΤΕΙΡΕΣΙΑΣ
Όσο μπορεί μακρύτερα από τους χρησμούς μου ας φύγει.

ΚΡΕΩΝ
Παιδί μου είναι και θα σωπάσει για όσα πρέπει.

ΤΕΙΡΕΣΙΑΣ
Θέλεις λοιπόν να σου μιλήσω εδώ μπροστά του;

ΚΡΕΩΝ
Θα αναγαλλιάσει ακούοντας για τη σωτηρία μας.

ΤΕΙΡΕΣΙΑΣ
Λοιπόν, άκουσε προς τα πού στοχεύουν οι χρησμοί μου
για το πώς θα μπορούσαμε να σώσουμε την πόλη:
πρέπει, για χάρη της πατρίδας σου, τον Μενοικέα, το γιο σου,
να σφάξεις – αφού ο ίδιος προκαλείς τη μοίρα σου.

ΚΡΕΩΝ
Τι είπες; Τι λόγο ετόλμησες να ξεστομίσεις, γέροντα;

ΤΕΙΡΕΣΙΑΣ
Αυτά που ορίσθηκαν απ’ τους θεούς πρέπει να πράξεις.

ΚΡΕΩΝ
Πόσα κακά μέσα σε λίγο χρόνο εμπόρεσες να κλείσεις!

ΤΕΙΡΕΣΙΑΣ
Κακά για σένα, αλλά για την πατρίδα σου σωτήρια.

ΚΡΕΩΝ
Λέξη δεν έφθασε στ’ αυτιά μου – η πόλη ας πάει στο καλό.

ΤΕΙΡΕΣΙΑΣ
Αυτός δεν είναι ο ίδιος άνθρωπος – τώρα υπεκφεύγει.

ΚΡΕΩΝ
Πήγαινε στο καλό· δεν χρειάζονται οι μαντείες σου.

ΤΕΙΡΕΣΙΑΣ
Η αλήθεια εχάθηκε, επειδή σου φέρνει δυστυχία;

ΚΡΕΩΝ
Πέφτω στα πόδια σου, το σεβαστό σου γήρας ικετεύω –

ΤΕΙΡΕΣΙΑΣ
Γιατί προσπέφτεις; Με ικετεύεις για κακά αναπότρεπτα.

ΚΡΕΩΝ
Ζητώ τη σιωπή σου· να μην ακουσθούν τα λόγια σου.

ΤΕΙΡΕΣΙΑΣ
Να πράξω ανόσια μου ζητάς· δεν θα σωπάσω.

ΚΡΕΩΝ
Τι θα μου κάνεις; πες. Θα θανατώσεις το παιδί μου;

ΤΕΙΡΕΣΙΑΣ
Γι’ αυτό άλλοι θα φροντίσουν – εγώ θα μιλήσω μόνο.

ΚΡΕΩΝ
Και από πού μας ήρθε, πες μου, αυτό το χτύπημα;

ΤΕΙΡΕΣΙΑΣ
Ορθά ρωτάς και την απάντησή μου προκαλείς.
Ο γιος σου πρέπει να σφαγεί μέσα στο σπήλαιο
από όπου ο γηγενής δράκων φρουρούσε τα νερά της Δίρκης·
και το αίμα του ιερή σπονδή να προσφερθεί στη γη,
για να εξιλεωθεί ο Κάδμος, που τον Άρη είχε οργίσει:
αυτή είναι η τιμωρία για του δράκοντα το φόνο.
Με αυτή την πράξη σας σύμμαχο θα έχετε τον θεό.
Μόνο αν δεχθεί καρπό για τον καρπό της κι αίμα για το αίμα
η Γη, που των Σπαρτών βλάστησε το χρυσόκρανο
στάχυ, θα είναι ευνοϊκή μαζί σας. Να πεθάνει πρέπει
από το ίδιο γένος κάποιος που κατάγεται
από του δράκοντα τη σιαγόνα, αφού εσύ είσαι ο μόνος
που από των Σπαρτών το γένος υπολείπεται,
γνήσιος και από τη μητέρα και από τον πατέρα σου,
όπως και τα παιδιά σου. Τη θυσία του Αίμονα εμποδίζει
ο γάμος του· δεν είναι ελεύθερος, έχει γυναίκα,
και ας μην έχει αγγίξει ακόμη κλίνη νυφική.
Ενώ ο νέος αυτός, πουλάρι αδέσμευτο, θα σώσει
με τη θυσία του την πατρίδα του. Στον Άδραστο
και στους Αργείους πικρό νόστο θα φέρει, μαύρο θάνατο
και στα μάτια τους σταλάζοντας, και στους Θηβαίους δόξα.
Και τώρα διάλεξε μία από τις δυο μοίρες: το παιδί σου
σώσε ή την πόλη. Αυτά είναι όσα είχα να σου ειπώ.
Κόρη μου, οδήγησέ με πίσω. Πόσο μάταιο, στ’ αλήθεια,
να είσαι μάντης: αν πικρούς χρησμούς εκφέρεις,
γίνεσαι μισητός σε όσους ζητούν τη συμβουλή σου·
αν ψεύδεσαι, από οίκτο για όσους σε ρωτούν, σφάλλεις
απέναντι στους θεούς – γι’ αυτό θα έπρεπε να χρησμοδοτεί
μόνον ο Φοίβος, που κανέναν δεν φοβάται.

[πηγή: Ευριπίδη «Φοίνισσες» μτφ. Ν. Χ. Χουρμουζιάδης, Στιγμή, Αθήνα 2000]

info