Γεωργίου Τερτσέτη, «Όνειρον»

Ξαναπές μου, ωραία μου κόρη, τ’ όνειρό σου αν μ’ αγαπάς·
έτσι πάντα στη ζωή σου καλή μοίρα να απαντάς.
«Εις μίαν έρημο εκαθόμουν μαζί με τον αδελφό
κι απ’ αστέρια φωτισμένον ήβλεπα τον ουρανό·
Αλλ’ ο αιθέρας αστροφέγγει μόνο απ’ την ανατολή
μακρά μόνον οργιές δέκα τ’ άστρα εφαίνοντο απ’ τη γη.
Χλωμιασμένο το φεγγάρι μισοακτίνιαζε βαθιά,
λες κι η ώρα του σιμώνει να σβυσθεί παντοτινά.
Από ένα άστρο σ’ άλλο επηαίναν Αρχαγγέλοι φωτεινοί
κι εις το κάθε πάτημά τους άρπας έβγαινε φωνή.
Αλλ’ αγνάντια μες στη δύση άκους βρόντο ποταμού
ήβλεπες φυσομανούσαν νέφη ολόμαυρα παντού,
και μια ζώνη αιματωμένη έσχιζε τον ουρανό,
άκουες άλογα να τρέχουν με χλιμίντρισμα συχνό·
των ανέμων στα φτερούγια δριμές έρχοντο φωνές,
και σπαθιά ελαμποκοπούσαν στες ουράνιες συγνεφιές».

— Εσύ τότες τρομασμένη είπες εις τον αδελφό·
αδελφέ μου, τί είναι τούτα, που στα μάτια μου θωρώ;
Εις τον κόρφον σου χυμένα τα ξανθά σου τα μαλλιά
με τον κτύπον της καρδίας εκυμάτιζαν κι αυτά.
Κόρη ωραία μου, μη φοβάσαι, τούτα δεν είναι κακά,
άκουσε να σου ξηγήσω της νυκτός την οπτασιά.
Όσα φώτα σού εφανήκαν ολοστόλιστα χρυσά
είναι δόξα που θα λάμψει στην αγνάντια γειτονιά.
Και όσα εξάνοιξες μαυράδια είναι οι ήσκιοι των εχθρών,
που θα πέσουν σκοτωμένοι του πολέμου εις τον χορόν.
Και όσες ήκουσες στην σφαίραν αρμονίες αγγελικές
είν’ της λύρας του Διονύσιου οι ολόχρυσες χορδές.
Μελωδίες πάντα λαλούνε και ό,τι στέκει εκεί εμπροστά
βρύσες, δένδρη και τα ουράνια γένονται όλα μελωδιά.
Στα πτερά της αρμονίας θα ’χουν άσβυστη ζωή
οι γενναίοι, διά την πατρίδα οπού έχουν θυσιασθή.
Κι οι ψυχές τους ανεβαίνουν εις τον εύμορφο ουρανό
κι ανεβαίνοντας, ως είδες, παίρνουν σχήμα αγγελικό.
Λοιπόν, κόρη, μην φοβάσαι είδες όνειρο καλό,
είδες όνειρο που φέρνει στους εχθρούς αφανισμό.

[πηγή: Τερτσέτης, Άπαντα. Τόμος πρώτος. Τα λογοτεχνικά, επιμ. Γ. Βαλέτας, πρόλ. Μαρίνος Σιγούρος, Εκδόσεις «Πηγής», Αθήνα 1954, σ. 50-52]

info