Ελένη Γλύκατζη-Αρβελέρ

Τέχνη και επιστήμη

(αποσπάσματα)

[...] Η επιστήμη λοιπόν ξεσκεπάζει, ανακαλύπτει το ήδη υπάρχον στη φύση σχήμα ή πράγμα, ξαναβρίσκει δηλαδή και χρησιμοποιεί τα υπάρχοντα στον κόσμο (σαν κανόνας ή νόμος, είτε ακόμη και σαν απλός υλικός οργανισμός ή μη) και τα θέτει στην υπηρεσία του ανθρώπου με τους συνδυασμούς που επιβάλει η εκάστοτε ανάγκη (αυτή που δημιουργεί την πολυπλοκότητα, σκεφτείτε την πτήση του αεροπλάνου σε σύγκριση με το πέταγμα των πουλιών). Ενώ η τέχνη δημιουργεί εκ του μη όντος έναν κόσμο κατανοητό από τον άνθρωπο, που απευθύνεται στον άνθρωπο και αξιολογείται μόνο από αυτόν. Ο κόσμος της τέχνης δεν φαίνεται να έχει επιπτώσεις στη λειτουργία της φύσης (δηλαδή στον κόσμο τον ζωικό, το φυτικό ή τον ανόργανο).

Η τέχνη δηλαδή κινείται σε ένα κύκλωμα που εφευρίσκει και οργανώνει έναν αυτόνομο κόσμο. Ακριβώς γι αυτό είναι δημιουργός μιας νέας πραγματικότητας, ακόμη και όταν περιγράφει μιαν άποψη του υπαρκτού κόσμου. Ανεξάρτητα με νομοτέλειες που αφορούν μόνο στον άνθρωπο, στο δημιουργό άνθρωπο, είναι η τέχνη δημιουργία αποκλειστική, έστω και αν υλοποιείται με μέσα που εξευρίσκει από και στο φυσικό κόσμο.

Τα μέσα αυτά, τις περισσότερες φορές, θέτει στη διάθεση της τέχνης ως κατεργασμένα υλικά (εργαλεία, χρώματα κτλ.) η επιστημονική ή τεχνολογική γνώση, έρευνα και εφαρμογή. Ας μην ξεχνάμε όμως ότι τέχνη και επιστήμη έχουν ως κοινό φορέα τον ανθρώπινο νου, τον άνθρωπο γενικά. Ειπώθηκε ότι το χέρι που κρατά το πινέλο ή τη σμίλη, είναι το ίδιο που χειρίζεται την πένα, το νυστέρι και τα όποια άλλα εργαλεία και όργανα.

Το χέρι αυτό κινείται οδηγημένο από ένα μυαλό, έναν εγκέφαλο, ένα νου, μια καρδιά, «χέρι με το αλέτρι, χέρι με την πένα, χέρι που χαϊδεύει, τι ωραίος που είναι αυτός ο αιώνας του δημιουργικού χεριού», έγραψε παραστατικά και σωστά ο Αρθούρος Ρεμπώ, αυτός ο νέος πάντα ποιητής (σταμάτησε να γράφει μετά τα είκοσι έξι περίπου χρόνια του), αυτός ο επαναστάτης ποιητής που τόλμησε να διαλαλήσει στο 19ο αιώνα και όχι σήμερα ότι: «Πρέπει να γίνουμε και να μείνουμε όλοι επίμονα μοντέρνοι». Υπογράμμισε έτσι ο Ρεμπώ, αυτό που χαρακτηρίζει από καταβολής και την επιστήμη και την τέχνη, δηλαδή, την αέναη κίνηση, την αλλαγή, αυτό που στην επιστήμη ονομάζουμε πρόοδο και στην τέχνη νέα αναζήτηση (avant garde), αυτό που είναι, δηλαδή, πάντα πρωτοπορία στην ασταμάτητη εξέλιξη της δημιουργίας από τον άνθρωπο· όχι του προσώπου του μεμονωμένου ανθρώπου, αλλά του συνόλου της ανθρωπότητας.

Καμιά αξιολόγηση θετική ή αρνητική δεν μπορεί, από αυτή τη σκοπιά, να ιεραρχήσει τη δημιουργική παραγωγή του ανθρώπου που είναι, σε όποια της μορφή, υπέρβαση, ξεπέρασμα του φυσικού κόσμου και έργο ελευθερίας.
Η επιστήμη, ωστόσο, μοιάζει να ακολουθεί μια ανοδική προοδευτική συνέχεια, που υποχρεώνει να γνωρίζεις τον προηγούμενο σταθμό για να γίνει το επόμενο βήμα. Ενώ όλα δείχνουν ότι η τέχνη είναι ένα πάντα νέο ξεκίνημα που η γνώση του πιθανού του παρελθόντος, του χθεσινού δηλαδή, αισθητικώς αφορά τους ιστορικούς και μόνο λίγο ενδιαφέρει τους δημιουργούς.

[...]

Στο σημείο αυτό όμως θα εισάγω ένα ακόμη διαφοροποιό στοιχείο ανάμεσα στην τέχνη και στην επιστήμη. Αντίθετα λοιπόν με την τέχνη που εκδηλώνεται με διαφορετικές μορφές (ποικίλλουν, όπως είπα, στο χρόνο και στο χώρο και μένουν θεμελιακά χωρίς οργανική συνέχεια και σχέση παρά τις αλληλεπιδράσεις που γνωρίζουν), αντίθετα λοιπόν με τον κατακερματισμό της τέχνης, η επιστήμη είναι μία και αυτή, έχει στην πρόοδό της ενιαία συνεκτική πορεία και τα αποτελέσματά της έχουν κύρος παγκόσμιο, είναι δηλαδή η επιστήμη η ίδια παντού, το ίδιο καταληπτή και αναγνωρίσιμη, όπου κι αν ασκείται και από όποιον και αν την υπηρετεί. Ωστόσο, αυτή η μία και απανταχού αναγνωρισμένη με τον ίδιο τρόπο επιστήμη, δεν προσφέρεται όπως η τέχνη, φυσικά και απρόσκοπτα, στην κατανόηση του όποιου ανθρώπου. Η γνώση είναι απόκτημα, δεν είναι έμφυτο συναίσθημα. Μπορεί βέβαια η δυνατότητα της γνώσης ν' ανήκει λίγο πολύ σε όλους, η έμπρακτη όμως άσκηση της γνώσης δεν ανήκει στον καθένα.

Σήμερα που, περισσότερο από άλλοτε, η τέχνη δεν δεσμεύεται από αντικειμενικά αισθητικά κριτήρια, ενώ η επιστήμη οδεύει με αφάνταστη πολυπλοκότητα και εξειδίκευση, εξηγείται γιατί η τέχνη είναι πεδίο ανοιχτής προσέγγισης, ενώ η επιστήμη κινείται σε όλο και πιο κλειστό κύκλωμα. Έτσι καταλαβαίνει κανείς γιατί, ατιμωρητί σχεδόν, ο καθένας σήμερα μπορεί να δοκιμαστεί στην καλλιτεχνική δημιουργία, άσχετα από κάθε προσπάθεια που είναι πάντα χρήσιμη, ακόμη και εκεί όπου δεν υπάρχει ταλέντο, ενώ μόνο οι ειδήμονες μπορούν να μετρηθούν με το επιστημονικό επίτευγμα. Άλλωστε η επιστήμη, σήμερα τουλάχιστον, στον ευρύτερο τομέα, λόγω της πολυδιάστατης προβληματικής που αντιμετωπίζει, τείνει να γίνει έργο ομαδικό (των εργαστηριακών ερευνητών), αντίθετα με την τέχνη που, παρά τη συνεργασία καλλιτεχνών στα διάφορα «ateliers» και τη δημιουργία σχολών, είναι και θα μείνει ένα αυστηρά προσωπικό κατόρθωμα.

Αυτό είναι άλλωστε το στοιχείο που κάνει κάθε έργο τέχνης να είναι ανεπανάληπτο και μοναδικό, αντίθετα από την επιστημονική παραγωγή που μπορεί είτε να επαναλαμβάνεται ως πειραματική αποδεικτική εμπειρία, είτε να παρουσιάζεται σε πολυπληθή αντίγραφα ως προϊόν της εφαρμοσμένης τεχνολογίας. Χάρη άλλωστε στην τεχνολογία είμαστε όλοι σήμερα καταναλωτές επιστήμης, χωρίς να κατέχουμε τα επιστημονικά μυστικά. Χάρη στην τεχνολογική πρόοδο είμαστε όλο και πιο εύκολα καταναλωτές τέχνης (μιλώ, για παράδειγμα, για τις καλλιτεχνικές εκδόσεις, για την κυκλοφορία δίσκων και άλλων καλλιτεχνικών βιομηχανικών προϊόντων). Οπωσδήποτε η χρήση της τεχνολογίας δε σημαίνει ότι γινόμαστε και γνώστες της επιστήμης που παράγει την τεχνολογία αυτή. Να πούμε ότι, αντίθετα από την τέχνη, η επιστήμη δεν επιδέχεται ερασιτεχνική γνώση και σχέση. Οπωσδήποτε η μοντέρνα κοινωνία, στις ανεπτυγμένες οικονομικά χώρες, εκλαϊκοποίησε την επιστημονική και την καλλιτεχνική παραγωγή με αναπάντεχα ανάμεσά τους συναπαντήματα.

[...]

Συμπερασματικά θα πω ότι η ελληνική γλώσσα προσφέρει, όπως πάντα, με τον όρο τέχνη και το παράγωγό του τεχνική (και σήμερα τεχνολογία), την οργανική σχέση δύο διαφοροποιημένων τομέων δράσης που έχουν, ωστόσο, κοινή ρίζα (εννοώ το δαιμόνιον, με την αρχαία σημασία η λέξη δαίμων εδώ), το δαίμονα λοιπόν άνθρωπο στην προσπάθειά του να υπερβεί τη φύση του και καθ' ομοίωσιν Θεού να γίνει δημιουργός, βέβαια όσο το επιτρέπει ο Θεός και η ελευθερία που κάνει τον άνθρωπο να είναι άνθρωπος με ανθρωπιά.

Ίσως αυτό να εξηγεί γιατί ο Θεός χρησιμοποίησε τον πληθυντικό (ποιήσωμεν άνθρωπον). Η ανθρωπιά είναι συγχρόνως ανθρώπινο και θεϊκό δημιούργημα.

[πηγή: Ελένη Γλύκατζη-Αρβελέρ, Πολιτισμός και Ελληνισμός. Προσεγγίσεις, εκδόσεις Καστανιώτη, Αθήνα 2007, σελ. 17-30]