Ο θρήνος στην αρχαία και νέα ελληνική γραμματεία

Ομήρου, Ιλιάδα: Ο θρήνος  της Ανδρομάχης για τον σκοτωμένο σύζυγό της, τον Έκτορα:

iliada

Ο θρήνος της Ανδρομάχης

Και η λευκοχέρ' αρχίνησε τον θρήνον Ανδρομάχη
στην κεφαλήν του Έκτορος απλώνοντας τα χέρια:
«Άνδρα μου, νέος πέθανες, κι εμέν' αφήνεις χήραν
στο σπίτι με το τρυφερό παιδί που εμείς οι δυο
οι άμοιροι εγεννήσαμεν· και δεν θα μεγαλώσει
οϊμένα, ότι γρήγορα τούτη θα πέσ' η πόλις
τώρα που εσύ εχάθηκες, ο στύλος της, η ασπίδα,
που τα παιδιά της έσωζες και τες σεμνές μητέρες,
που γρήγορα στα πλοία τους θενά μας ρίξουν όλες
και συ μαζί μου, τέκνον μου, θα είσαι να δουλεύεις
με κόπον σ' έργα ουτιδανά καταδυναστεμένος
κάτω από κύριον σκληρόν, αν πρώτα δεν σε ρίξει
από του πύργου την κορφήν να κακοθανατίσεις
κανείς οπού του φόνευσεν ο Έκτωρ τον πατέρα,
τον αδελφόν ή το παιδί, διότι από το χέρι
εκείνου πλήθος Αχαιών εδάγκασαν το χώμα.
Ότι ο πατέρας σου απαλός στον πόλεμον δεν ήταν·
για τούτο σήμερα ο λαός ολόκληρος τον κλαίει,
και λύπη θα 'σαι αμίλητη, ω Έκτορ, στους γονείς σου,
μον’ άλλος είναι ο πόνος μου· στην κλίνην σου, ω γλυκέ μου,
δεν πέθανες, το χέρι σου στο χέρι μου ν' απλώσεις,
και κάποιον λόγον φρόνιμον να βάλεις στην καρδιά μου
ημέρα νύκτα μες στον νου να το 'χω και να κλαίω».


725




730




735




740




745

hektor

Ο Πρίαμος και η οικογένειά του θρηνούν για το θάνατο του Έκτορα.
[πηγή: Νέα Υόρκη, Μητροπολιτικό Μουσείο]

[πηγή: Ψηφίδες για την Ελληνική Γλώσσα]

[Αρχαία Ελληνικά (ΜΤΦΡ.) Ομηρικά Έπη Ιλιάδα]

Στην πρώτη σκηνή του τέταρτου επεισοδίου περιλαμβάνεται ο κομμός, ο  θρήνος δηλαδή της Αντιγόνης που ψάλλει με τον κορυφαίο του χορού. Σ’ αυτόν κυριαρχεί ο βαθύς πόνος της Αντιγόνης και η απελπισία του θανάτου της:


ΑΝ.

Άκλαφτη κι άφιλη, χωρίς τραγούδια γάμου
η μαύρη σέρνομαι,
στον ύστατο δρόμο μου.
Άδικο να μη βλέπω πια τ' αγνό
το φως του ήλιου, η κακορίζικη.
Για την αδάκρυτη μοίρα μου
φίλος κανείς δε στενάζει.
(Μπαίνει ο Κρέοντας.)







880

[πηγή: Αρχείο Εθνικού Θεάτρου] [Σοφοκλέους Τραγωδίαι: "Αντιγόνη" και "Φιλοκτήτης" ]

Στη δεύτερη σκηνή του τέταρτου επεισοδίου περιλαμβάνεται ένας νέος θρήνος της Αντιγόνης, όπου κυριαρχεί η διαμαρτυρία και το παράπονό της για την άδικη τιμωρία της:

ΑΝ.

Τάφε μου, κρεβάτι νυφικό, σπίτι μου
στη βαθιά τη γη κι αιώνιο κελί μου,
έρχομαι να βρω τους δικούς μου νεκρούς
που μέγα πλήθος η Περσεφόνη φίλεψε.
Στερνή κι εγώ και ρημαγμένη θα κατεβώ,
προτού ξοδέψω της ζωής μου το μερίδιο.
Η ελπίδα με τρέφει πως θα βρω κατεβαίνοντας
του πατέρα την αγάπη, την αγάπη σου, μάνα,
μάτια μου κι αδερφέ μου, την αγάπη σου.
Εγώ νεκρούς με τα χεράκια μου σας έλουσα,
σας στόλισα, πότισα μέλι, γάλα και νερό
τον τάφο σας· και τώρα, Πολυνείκη, το νεκρό σου
κορμάκι στολίζοντας ακριβά το πληρώνω.
Εγώ σε τίμησα κι οι φρόνιμοι θα πούνε πόσο·
τέτοιο φορτίο δε θα σήκωνα ποτέ μου εγώ
κόντρα στην πόλη, αν ήμουν μάνα με παιδιά,
κι αν σάπιζε νεκρός ο άντρας μου.
Ποιος νόμος με κινεί να λέω τούτα;
Ο άντρας μου κι αν πέθαινε, καινούριο θα 'παιρνα·
αν έχανα παιδί, απ' άλλον άντρα θα 'κανα.
Τώρα που μάνα και πατέρα μου τους πήρε ο Χάρος
αδελφός δεν μπορεί να βλαστήσει.
Με τέτοιο νόμο σ' έβαλα κορόνα στο κεφάλι μου,
κι έγκλημα το 'πε ο Κρέοντας αυτό,
τόλμη κι αποκοτιά, μονάκριβέ μου.
Τώρα με σέρνει με χέρια δεμένα,
ανύπαντρη, χωρίς νυφιάτικα τραγούδια,
χωρίς χαράς κρεβάτι, χωρίς παιδιά στο στήθος μου.
Οι φίλοι με παράτησαν, την άμοιρη,
και ζωντανή στων πεθαμένων κατεβαίνω το πηγάδι·
ποιο νόμο των θεών έχω πατήσει;
Γιατί στον ουρανό τα μάτια να σηκώνω,
η δύστυχη; σε ποιον να φωνάξω βοήθεια;
Εγώ τιμούσα, και μ' ατίμασαν φριχτά.
Αν οι θεοί τα κρίνουν τούτα δίκια,
να πάθω και να μολογήσω πως αμάρτησα.
Αν αμαρτήσαν άλλοι, να μην πάθουν χειρότερα
απ' όσα έτσι άδικα μου κάνουν.

 








900






910









920



[Σοφοκλέους Τραγωδίαι: "Αντιγόνη και Φιλοκτήτης"]

Η λυγερή στον Άδη

[Κείμενα Νεοελληνικής Λογοτεχνίας, Α Γενικού Λυκείου]

Ήλιε μου και τρισήλιε μου

[Κείμενα Νεοελληνικής Λογοτεχνίας, Α Γενικού Λυκείου]

Γιάννης Ρίτσος, Επιτάφιος (αποσπάσματα)

(Θεσσαλονίκη. Μάης του 1936. Μια μάνα, καταμεσίς του δρόμου,
μοιρολογάει το σκοτωμένο παιδί της. Γύρω της και πάνω της,
βουΐζουν και σπάζουν τα κύματα των διαδηλωτών — των απεργών καπνεργατών. Εκείνη συνεχίζει το θρήνο της):

Γιε μου, σπλάχνο των σπλάχνων μου, καρδούλα της καρδιάς μου,
πουλάκι της φτωχειάς αυλής, ανθέ της ερημιάς μου,

Πώς κλείσαν τα ματάκια σου και δε θωρείς που κλαίω
και δε σαλεύεις, δε γροικάς τα που πικρά σου λέω;

Γιόκα μου, εσύ που γιάτρευες κάθε παράπονό μου,
που μάντευες τι πέρναγε κάτου απ’ το τσίνορό μου,

Τώρα δε με παρηγοράς και δε μου βγάζεις άχνα
και δε μαντεύεις τις πληγές που τρώνε μου τα σπλάχνα;

Πουλί μου, εσύ που μου ’φερνες νεράκι στην παλάμη
πώς δε θωρείς που δέρνουμαι και τρέμω σαν καλάμι;

Στη στράτα εδώ καταμεσίς τ’ άσπρα μαλλιά μου λύνω
και σου σκεπάζω της μορφής το μαραμένο κρίνο.

Φιλώ το παγωμένο σου χειλάκι που σωπαίνει
κ’ είναι σα να μου θύμωσε και σφαλιγμένο μένει.

Δε μου μιλείς κ’ η δόλια εγώ τον κόρφο, δες, ανοίγω
και στα βυζιά που βύζαξες τα νύχια, γιε μου, μπήγω.

[πηγή: Γιάννης Ρίτσος, Ποιήματα 1930-1942, τ. Α΄, Κέδρος, Αθήνα 1979 (12η έκδ.), σ. 163-166 & 171]

Για τη συγκριτική μελέτη του θρήνου ως πηγή έμπνευσης των νεοελλήνων ποιητών, μπορείτε να αξιοποιήσετε τους Συμφραστικούς Πίνακες Λέξεων για Μείζονες Νεοέλληνες Ποιητές του ψηφιακού περιβάλλοντος της Ανεμόσκαλας:

anazitisi
[πηγή: Ψηφίδες για την ελληνική γλώσσα]

Για το θέμα του θρήνου ως εθιμική υποχρέωση των ζωντανών συγγενών προς τον νεκρό, μπορείτε να παρακολουθήσετε από το ψηφιακό αρχείο της ΕΡΤ την εκπομπή με τίτλο "Ω ΓΛΥΚΥ ΜΟΥ ΕΑΡ":

arxeio_ert

[πηγή: Ψηφιακό Αρχείο ΕΡΤ]