Η εξέλιξη των μνημών DRAM

Από τα ενσωματωμένα κυκλώματα στις μονάδες μνήμης

1964

Μνήμες τύπου DIP(Dual Inline Package) με 14 ακροδέκτες. Ήταν ο πιο διαδεδομένος τύπος μνήμης την δεκαετία του '70 μέχρι και τις αρχές της δεκαετίας του '80. Χρησιμοποιήθηκαν όταν οι υπάρχουσες μνήμες τύπου τρανσίστορ δεν μπορούσαν πλέον να καλύψουν την ανάγκη για πιο σύνθετα ολοκληρωμένα κυκλώματα. Τις χαρακτήριζε ο αριθμός των ακροδεκτών τους, που κυμαίνονταν από 3 μέχρι 64, και είχαν μέγεθος από 64Kbit μέχρι 1Mbit. Βρίσκονταν σε συστοιχίες πάνω στην μητρική πλακέτα και ο αριθμός τους ποίκιλε ανάλογα με τις απαιτήσεις σε μνήμη του συστήματος. Ο περιορισμός, όμως, στον αριθμό των ακροδεκτών τους οδήγησε στην ανάπτυξη υψηλότερης πυκνότητας μονάδων μνήμης.

1964

Υποδοχές για μνήμες τύπου DIP 8, 14 και 16 ακροδεκτών. Οι μνήμες DIP μπορεί να ήταν είτε απευθείας κολλημένες πάνω στη μητρική πλακέτα είτε, σε πιο ακριβά συστήματα, να κούμπωναν σε υποδοχές όπως οι παραπάνω, κάτι που επέτρεπε την εύκολη αντικατάστασή τους.

1982

Μνήμες τύπου SIPP(Single Inline Pin Package) με 30 ακροδέκτες. Ήταν μία μονάδα μνήμης η οποία αποτελούνταν από μία μικρή πλακέτα, πάνω στην οποία ήταν κολλημένα τα κυκλώματα μνήμης(συνήθως τύπου DIP) και κατέληγε σε 30 ακροδέκτες στην μία πλευρά της πλακέτας. Το μεγάλο τους πλεονέκτημα, συγκριτικά με τις μνήμες τύπου DIP, ήταν ότι με την προσθήκη ή αλλαγή μίας μόνο πλακέτας μπορούσες να αλλάξεις τη μνήμη του συστήματος. Αντικαταστάθηκαν γρήγορα από τις οικονομικότερες και ανθεκτικότερες μονάδες SIMM, είχαν όμως ανοίξει τον δρόμο για τη χρήση των αυτόνομων μονάδων μνήμης στα υπολογιστικά συστήματα.

1982

Μνήμες τύπου SIMM(Single Inline Memory Module) με 30 ακροδέκτες. Σε αυτόν τον τύπο μνήμης οι ακίδες αντικαταστάθηκαν από μία πιο απλή επαφή, η οποία ήταν ίδια και στις δύο πλευρές της πλακέτας. Αυτό τις έκανε ανθεκτικότερες αλλά και πιο φθηνές στην κατασκευή από τις μνήμες SIPP.

1982

Μνήμη τύπου SIMM(Single Inline Memory Module) με 72 ακροδέκτες. Επρόκειτο για τον πιο κοινό τύπο μνήμης και χρησιμοποιήθηκε από τις αρχές της δεκαετίας του '80 ως τα τέλη της δεκαετίας του '90.

1998

Μνήμη τύπου DIMM(Dual Inline Memory Module) με 168 ακροδέκτες. Συγκριτικά με τον προκάτοχό τους, έχουν διπλάσιο (64-bit) δίαυλο δεδομένων, προκειμένου να συμβαδίζουν με τους επεξεργαστές της εποχής. Οι ακροδέκτες τους είναι περισσότεροι και ξεχωριστοί στις δύο πλευρές της πλακέττας και οι εγκοπές στο κάτω μέρος έχουν γίνει δύο για να μην υπάρχει πιθανότητα να μπερδευτούν με άλλο τύπο μνήμης. Είναι ο πιο διαδεδομένος τύπος μνήμης και οι απόγονοί(DDR) του χρησιμοποιούνται μέχρι και σήμερα.

1998

Υποδοχές για μνήμη τύπου DIMM(Dual Inline Memory Module) με 168 ακροδέκτες.

2000

Μνήμη DDR(Double Data Rate), μεγέθους 256ΜΒ σε συσκευασία DIMM με 184 ακροδέκτες. Οι μνήμες αυτού του τύπου μεταφέρουν δεδομένα στην αρχή αλλά και στο τέλος ενός κτύπου του ρολογιού, με αποτέλεσμα τον διπλασιασμό της διαμεταγωγής, χωρίς διπλασιασμό της συχνότητας του ρολογιού.

2000

Μητρική πλακέτα με 4 υποδοχείς μνήμης τύπου DDR. Προτεραιότητα πρέπει να δίνεται στη χρήση υποδοχών ιδίου χρώματος, προκειμένου να επιτευχθεί ο διαπλασιασμός της διαμεταγωγής.

2003

Μπροστινή και οπίσθια όψη μνήμης DDR2, μεγέθους 2GB σε συσκευασία DIMM με 240 ακροδέκτες. Οι μνήμες αυτού του τύπου επιτρέπουν μεγαλύτερες συχνότητες διαύλου και μειωμένη κατανάλωση ενέργειας. Ο συνδυασμός αυτών των δύο παραγόντων έχει ως αποτέλεσμα τον τετραπλασιασμό της μεταφοράς δεδομένων σε κάθε κτύπο του ρολογιού.

2007

Μνήμη DDR3, μεγέθους 4GB σε συσκευασία DIMM με 240 ακροδέκτες. Παρά τον ίδιο αριθμό ακροδεκτών με τις μνήμες DDR2, η εγκοπή βρίσκεται σε διαφορετικό σημείο, με αποτέλεσμα οι δύο μνήμες να μην είναι συμβατές μεταξύ τους, απαιτώντας διαφορετικού τύπου υποδοχή πάνω στην μητρική πλακέτα.

2014

Μνήμη DDR4, μεγέθους 8GB σε συσκευασία DIMM με 288 ακροδέκτες. Η ακόμα χαμηλότερη κατανάλωση ενέργειας, η οποία τις επιτρέπει μεγαλύτερες συχνότητες λειτουργίας, σε συνδυασμό με τη μεγαλύτερη πυκνότητα ολοκληρωμένων κυκλωμάτων τις καθιστούν τέσσερις φορές πιο γρήγορες από τον προηγούμενο τύπο DDR3.

2018

Σχηματική αναπαράσταση των διαφόρων τύπων μνήμης DDR. Παρατηρήστε τον διαφορετικό αριθμό ακροδεκτών, καθώς και τη θέση της εγκοπής στο κάτω μέρος. Η διαφοροποίηση αυτή ήταν αναγκαία, λόγω της διαφορετικής συχνότητας λειτουργίας αλλά και της κατανάλωσης ενέργειας μεταξύ των μνημών, γεγονός που τις καθιστούσε μη συμβατές μεταξύ τους.