Λέοντος Τολστόι, «Ο βασιλιάς και το πουκάμισο»

Μια φορά κι έναν καιρό αρρώστησε ένας βασιλιάς. Και τότε είπε: «Δίνω το μισό μου βασίλειο σ' αυτόν που θα με κάνει καλά.»

Μαζεύτηκαν τότε όλοι οι σοφοί του βασιλείου κι άρχισαν να συλλογιούνται πώς θα γιάνουν το βασιλιά. Σκέφτηκαν, σκέφτηκαν, τίποτε δεν μπορούσαν να σκεφτούν. Μόνο ένας σοφός είπε πως θα μπορούσε να γιατρευτεί ο βασιλιάς:

«Άμα βρείτε σ' όλο το βασίλειο έναν άνθρωπο ευτυχισμένο, βγάλτε του το πουκάμισο και φορέστε το στο βασιλιά. Και τότε, ο βασιλιάς θα γίνει καλά.»

Ο βασιλιάς έστειλε αμέσως ανθρώπους του σ' όλο το βασίλειο για να βρούνε έναν άνθρωπο ευτυχισμένο. Αλλά δεν μπόρεσαν να βρούνε κανέναν. Δεν υπήρχε κανείς που να 'ναι ευχαριστημένος. Άλλος ήταν πλούσιος αλλά άρρωστος. Άλλος ήταν γερός αλλά φτωχός. Άλλος ήταν και πλούσιος και γερός, αλλά η γυναίκα του ήταν κακιά. Αλλουνού πάλι τα παιδιά δεν ήταν καλά. Όλοι για κάτι παραπονιόταν.

Μια μέρα, αργά το βράδυ, ο γιος του βασιλιά βάδιζε πλάι σ' ένα καλυβάκι. Κι εκεί που πήγαινε, ακούει κάποιον από μέσα να λέει:

«Δόξα τω Θεώ, δούλεψα σήμερα γερά, χόρτασα και τώρα θα ξαπλώσω να κοιμηθώ. Τί άλλο μου χρειάζεται;»

Το βασιλόπουλο χάρηκε, διέταξε τους ανθρώπους της συνοδείας του να βγάλουν απ' αυτόν τον άνθρωπο το πουκάμισο, να του δώσουν όσα λεφτά ζητήσει, και το πουκάμισο να το πάνε τρέχοντας στο βασιλιά.

Μπήκανε λοιπόν οι άνθρωποι του βασιλόπουλου στο καλυβάκι του ευτυχισμένου και θέλανε να του πάρουν το πουκάμισο. Αλλά ο ευτυχισμένος μας ήτανε τόσο φτωχός που δεν είχε μήτε πουκάμισο.

[πηγή: Λέων Τολστόι, Διηγήματα, Μύθοι και Παραμύθια, μτφ. Πέτρος Ανταίος, Ωκεανίδα, Αθήνα 1996, σ. 75-76]

εικόνα