Ιουλίου Τυπάλδου, «Προς τον Κον Διονύσιον Σολωμόν. Επιστολή»

Ακόμη μέσα μου αντηχούν οι πλήθιες αρμονίες,
που εφεύγαν απ' τα χείλη σου τα ουρανοεμπνευσμένα,
όταν αγνάντια στου γιαλού το λαμπερό καθρέφτη
όπ' αγροικούσε ακίνητος, ξεφώναες το τραγούδι,
και κάθε αέρος φύσημα ασήκωνε έναν ήχο,
έναν ηχό ψηλά ψηλά ώς του Θεού το θρόνο.
Κι εκεί μια πλέρια, μυστική κι ανάκουστη αρμονία
ολομεμιάς εχύθηκε στον ήσυχο αιθέρα.
Στέκουν οι αγγέλοι και γροικούν ακούνητοι εις τ' αέρι
κι από τα ολόχρυσα φτερά λάμψες ποτάμια χύνουν.
Αλλά σαν ήλιοι αμέτρητοι τα ουράνια βλέμματά τους
ασώματα αχτινοβολούν, π' άλλη αρμονία θυμούνται,
όταν με μια επετάχτηκαν απ' τ' άγριο χάος η πλάση
κι' ο πλάστης εις το πλάσμα του ψηλάθε αναγαλιάζει·
Στο πλάσμα εκειό που εχώρεσε μες τα πλατειά του στήθη
της οικουμένης τη λαμπρή, την άφθαρτην, εικόνα.
Και στα ύψη ο νους του τα φτερά τα δυνατά τινάζει
όθεν ακόπιαστα το φως παντοτεινά αναβρύζει.
Εκεί όντα ασώματα θωρεί — γροικάει κρυφή αρμονία
που κυματίζει πανταχού κι αντίλαλο δεν έχει.
Τους ήχους που στο χάραμα της πλάσης ακουστήκαν,
τα μύρια χρώματα τσ' αυγής που 'δαν οι αγγέλοι μόνοι,
τες ευωδιές που εσπάρθηκαν, όταν στεφανωμένη
η φύση επρόβαλε μ' ανθούς απ' του Θεού το χέρι,
ο ψάλτης ολοζώντανα τους ύμνους του αναδίνει.
Την Τέχνη αγκάλιασες σφιχτά μες στα θερμά σου στήθη,
κι η θεία σ' εσέ προσήλωσε το γαληνό της βλέμμα,
που λάμπει στο τραγούδι σου, σαν στο γιαλό τ' αστέρι.

[πηγή: Τυπάλδος, Άπαντα. Ποιήματα-Πεζά-Γράμματα-Μεταφράσματα-Ιταλικά, επιμ. Ντίνος Κονόμος, Εκδόσεις Πηγής, Αθήνα 1953, σ. 102]

info